Ο Λεόντιος Μαχαιράς τιτλοφόρησε το χρονικό του για τα μεσαιωνικά χρόνια του νησιού «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου». Και πράγματι, μια γλυκιά ατμόσφαιρα πλανάται γύρω από το κάστρο της Λεμεσού, ίσως γιατί στα σπλάχνα του, στη φημισμένη κρύπτη, στεφανώθηκε μια ιστορία αγάπης. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που πήρε το νησί από τους Βυζαντινούς για λογαριασμό των Φράγκων στον δρόμο τους για τους Αγίους Τόπους, παντρεύτηκε τη Βερεγγάρια της Ναβάρας που είχε μαζί του στην πορεία του προς Ανατολάς ήδη από τη Ρόδο, ενώ ήταν αρραβωνιασμένος με την Αλίκη της Γαλλίας. Ισως πάλι γιατί ακριβώς απέναντι από το κάστρο, στο εστιατόριο Carob Mill που στεγάζεται στον παλιό χαρουπόμυλο, μετά την πολύ ενδιαφέρουσα γκουρμέ εκδοχή του κυπριακού μεζέ, ανάμεσα στη δημοσιογραφική παρέα γύρω από την Ιωάννα Χατζηκωστή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού στην Αθήνα, άρχισε να ρέει η γλυκιά Κουμανταρία, το φημισμένο, εδώ και αιώνες, προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης κυπριακό κρασί.
Γλυκιά Commanderie
Η Κύπρος κερνά κρασί εδώ και 5.500 χρόνια. Αλλά εδώ τώρα, οι δρόμοι του κρασιού φαίνεται να ξεκινούν από το κάστρο του Κολοσσιού. Κάπου στα τέλη του 12ου αιώνα, οι Ναΐτες σταυροφόροι, που εξουσίαζαν από αυτόν τον ψηλό πύργο την επικράτεια της Λεμεσού, δεν ασχολούνταν μόνο με τα σίδερα και τα ατσάλια του πολέμου, αλλά και με τις απολαύσεις που τόσο τις εμπνέει η αγαπημένη Μεγαλόνησος και δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς, σαν τα αηδόνια στις Πλάτρες. Εδώ, στην έδρα της στρατιωτικής διοίκησης, γνωστής ως Commanderie, στο κάστρο του Κολοσσιού, τελειοποίησαν το γλυκό, χιλιόχρονο, κρασί που παραγόταν από τα αρχαία χρόνια στην περιοχή και το έκαναν ξακουστό σε όλον τον κόσμο γύρω από τη Μεσόγειο με την ονομασία Κουμανταρία.
Οι Κάτω Πλάτρες είναι το πιο γνωστό σημείο αυτού του δρόμου του κρασιού στα κρασοχώρια της Λεμεσού, στις πλαγιές του Τροόδους, στην άκρη της περιοχής της Κουμανταρίας. Είναι μια πορεία μέσα στην αυθεντική Κύπρο, μια άγνωστη, γλυκιά χώρα. Κάτι σαν το πρόσωπο της κυρα-Ποπούς, στη Βάσα, καθώς τείνει το χέρι στους επισκέπτες μπροστά στον αυτοσχέδιο ξυλόφουρνό της, κρατώντας αρκατένα, παξιμάδι ζυμωμένο με χυλό ρεβιθιών, και ελιόψωμο. Μέσα στο σπίτι, ο Λόντος αφήνει επάνω στο τραπέζι μια κανάτα κόκκινο κρασί από το παραδοσιακό κελάρι του, από εκείνο που τα πιθάρια είναι στερεωμένα στο δάπεδο.
Στον Αγιο Αμβρόσιο, στο οινοποιείο Ζαμπάρτα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ, στους αμπελόφυτους με αυτόριζα κλήματα λόφους με την ανεμπόδιστη θέα, ο Ακης Ζαμπάρτας οινοποιεί μια νέα εκδοχή του κυπριακού κρασιού. Οι δύο επιφανείς γηγενείς ποικιλίες, το Μαύρο και το Ξυνιστέρι, που συμμετέχουν στο σώμα της Κουμανταρίας, αλλά και το Μαραθεύτικο, 14 συνολικά έχουν καταγραφεί, βάζουν όλα τα δυνατά τους για να γίνει πραγματική εμπειρία η επιγραφή πάνω στην κύλικα που βρέθηκε στο Μάριον: «Χαίρε και πίει ευ» (Χαίρε και καλή πόση). Η δύναμη των κρασιών που σχεδιάζουν πρώτα στον νου τους και μετά στα αμπελοτόπια, στις δεξαμενές του οινοποιείου και στις περίπου 55.000 φιάλες ο Ακης και ο Μάρκος Ζαμπάρτας, είναι πριν από όλα το εκπληκτικό ροζέ (Λευκάδα και Cabernet Franc). Μετά δημιουργούν τα λευκά Ξυνιστέρι ή Sémillon και Sauvignon Blanc, και τα κόκκινα Μαραθεύτικο ή Shiraz και Λευκάδα, όλα σχεδόν με διακρίσεις σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο.
Αν ο Ακης Ζαμπάρτας αντιπροσωπεύει το «αίμα» της Κύπρου, ο δημιουργός των έργων που κοσμούν τους τοίχους του οινοποιείου εκφράζει το χρώμα και την ντοπιολαλιά της Μεγαλονήσου, όπως ο τρίτος της παρέας, ο τραγουδιστής Μιχάλης Ττερλικκάς, αντιπροσωπεύει τη μουσική της ψυχής της. Ο σπουδαίος χαράκτης Χαμπής Τσαγγάρης, έχοντας ως μότο τη λαϊκή ρήση «του γυαλιού ό,τι του δείξεις εν να σου δείξει», δημιούργησε στα Πλατανίστεια, σχεδόν πάνω στον κύκλο των κρασοχωριών της Λεμεσού, ένα πολύ ερωτεύσιμο Μουσείο Χαρακτικής, μοναδικό στην Κύπρο. Μεταξύ των έργων που εκτίθενται είναι και η μεταξοτυπία του Χαμπή για τον «Ληνό του Χαρίλαου» στο Ομοδος.
Αν και το Αρσος και η Βάσα είναι πιο αυθεντικά κρασοχώρια, το Ομοδος είναι το πιο γνωστό και το πιο τουριστικό. Από τη λιθόστρωτη πλατεία με το εξαιρετικό μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στην άκρη της, ξεχύνονται σοκάκια που περνούν μπροστά από στιγμιότυπα της ζωής του χωριού: εντυπωσιακές εξώπορτες, σπίτια αμπελουργών που μοιάζουν με μουσεία –εκεί διαθέτουν τα κρασιά τους – και ένας επισκέψιμος ληνός, παραδοσιακό πατητήρι δηλαδή.
Οι εικόνες αυτές μοιάζουν να φεύγουν έχοντας στα πανιά τους τον αγέρα των καιρών. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο Ομοδος, στην εξώπορτα του μοναστηριού, ένας παππούς με το γαϊδουράκι του πουλούσε τσαμαρέλλα, κατσικίσιο κρέας αφυδατωμένο στον ήλιο με μυρωδικά (ξεχωριστός μεζές για τη ζιβανία). Ο παππούς έφυγε, αλλά η χαρά, η καλή διάθεση, η ζεστασιά της παρέας που σκορπά το κυπριακό ρακί και το κρασί μένουν. Οπως μένουν για πάντα στον χρόνο τα περίτεχνα ψηφιδωτά της επαύλεως του Διονύσου στη σαγηνευτική Πάφο με την παράσταση όπου πρωταγωνιστούν οι πρώτοι «οίνον πίοντες», οι ζαλισμένοι από το κρασί, και η πολύχρωμη πομπή του θεού της χαράς…
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ