Πάνε σχεδόν δύο χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου: Ηταν η Κυριακή των Βαΐων του 2012, όταν με τον Λευτέρη Βογιατζή έκαναν από κοινού τον απολογισμό της Σκηνής, τριάντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, γιορτάζοντας με τον δικό τους τρόπο ένα θέατρο που σφράγισε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
«Νοερά συνεχίζεται η συνομιλία μας» απαντά στην ερώτηση περί απουσίας. «Ομολογώ ότι θα ήθελα κάποια πράγματα να τα έβλεπε κι εκείνος, όπως και κάποιοι άλλοι που λείπουν πια. Πέρα από το μεγάλο σκάνδαλο του θανάτου, με τον Λευτέρη μοιραστήκαμε το πιο δημιουργικό κομμάτι της ζωής μας» συμπληρώνει προτού οι «Καβγάδες στην Κιότζα» που σκηνοθετεί για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και οι καβγάδες στην Ελλάδα πάρουν την πρωτοκαθεδρία στην κουβέντα μας…
«Είναι ο πέμπτος Γκολντόνι μέσα σε τριάντα χρόνια» επισημαίνει, καθώς έχουν προηγηθεί οι παραστάσεις «Το καφενείο» (1984), «Το καινούργιο σπίτι» (1986-87), «Φίλος, όχι αστεία» (1994) και «Τέλος καρναβαλιού» (2006). «Με αυτή την έννοια ταυτίζομαι εξ αντικειμένου με τη γνωστή θέση του Τζόρτζιο Στρέλερ που έλεγε ότι ο Γκολντόνι είναι σαν τη γη». Γι’ αυτό και αφιερώνει την παράσταση στον ιταλό θεατράνθρωπο, τον οποίο και γνώριζε.
«Είχαμε βρεθεί στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την Ενωση Θεάτρων της Ευρώπης και τον ξανασυνάντησα στο Παρίσι, όπου με αφορμή το καινούργιο Piccolo Teatro και τα προβλήματα στην αποπεράτωσή του μου έλεγε ότι όπως ο Μότσαρτ στη μουσική έτσι και ο Γκολντόνι στο θέατρο είναι από εκείνους που μπορούν να ξεπλύνουν τη «λέρα». Ηταν μεγάλος επαγγελματίας και αγωνιστής. Υπήρχαν σεζόν που έγραφε δώδεκα έργα».
Οι «Καβγάδες» ανήκουν στην περίοδο της ωριμότητάς του (1758-1762). Τότε συναντάμε τους «Αγροίκους», το «Καινούργιο σπίτι», το «Τέλος καρναβαλιού», την «Κιότζα» και την «Τριλογία του παραθερισμού»… «Ο Γκολντόνι είναι ανακάλυψη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» τον ανακάλυψε ο Ράινχαρτ και μετά τον Πόλεμο ήρθαν ο Βισκόντι και ο Στρέλερ. Βασικό μειονέκτημά του ήταν ότι πρόκειται για έργο συνόλου, χωρίς πρωταγωνιστές».
Για τον συγκεκριμένο χώρο στον Πειραιά ο σκηνοθέτης επέλεξε αυτό το έργο της θάλασσας: «Λιμανίσιο, με ψαράδες. Γι’ αυτό και θα θέλαμε το Δημοτικό να θυμίζει πού και πού καράβι». Η καθημερινότητα, οι σχέσεις, οι κόντρες των ανθρώπων στην Κιότζα και κυρίως ο κόσμος και ο λόγος των γυναικών, που αποτελεί και τον πυρήνα του έργου, προχώρησαν τη συζήτησή μας παραπέρα.
«Κάπως έτσι δεν είναι και το Διαδίκτυο; Μια ατελώνιστη γλωσσική λειτουργία που παράγει λόγο όταν η γλώσσα προτρέχει της διανοίας… Σαν η γλώσσα να τρέχει μπροστά από το μυαλό. Δεν σας θυμίζει ένα σκηνικό κοινωνικότητας και συνύπαρξης στη δεκαετία του ’50 με τις γυναίκες στις γειτονιές ή στις αυλές; Η απλή αλήθεια λέει ότι η κυκλοφορία της γλώσσας γίνεται με τη μορφή της εντύπωσης και όχι του επιχειρήματος. Ακριβώς όπως σήμερα». Και αναλύει την αξία που έχουμε δώσει στις μέρες μας στο ευφυολόγημα. «Ολοι ευφυολογούν, γι’ αυτό και δεν έχει πια καμία αξία. Ακόμη και σχηματικά, με το twitter των 180 χαρακτήρων, το αίτημα για ευφυολόγημα είναι δεδομένο. Αυτή η άκρα εξυπνάδα πόσο άραγε συγγενεύει με τις πηγές της βλακείας;» αναρωτιέται δίνοντας εμμέσως και την απάντηση. «Ξέρετε, εμείς στην Ελλάδα έχουμε ένα δράμα: τον 5ο αιώνα π.Χ. Δεν έχουμε μελετήσει τους άλλους αιώνες, της παρακμής, τους ελληνιστικούς, και δεν έχουμε αποδεχθεί ότι αυτό που συνδέεται με τον Χρυσό Αιώνα ήταν μια εξαίρεση. Δεν σημαίνει ότι οι άλλοι αιώνες δεν παράγουν τίποτα, απλώς παράγουν αλλιώς».
«Αυτή την εποχή δοξάζονται τα επιφωνήματα»
Στην ερώτηση τι παράγει το παρόν ο Βασίλης Παπαβασιλείου απαντά: «Ηρθε το τέλος της λαθρεπιβίβασης της Ελλάδας στο καράβι της Δύσης –και όλο αυτό έγινε με τη στήριξη και την ανοχή της Ευρώπης. Στην ουσία το 2010 υπογράφηκε το τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου που ακούει στο όνομα Νεοελληνικό Κράτος. Δηλώσαμε τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Υπάρχει μια τέτοια θετική έλξη του κακού, που όσες εξηγήσεις και να δώσουμε το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Το άρρητο συμβόλαιο κάτω από τη συνύπαρξη των Ελλήνων ήταν ότι θα προκόβουμε ατομικώς και θα καταρρέουμε ομαδικώς. Είμαστε η πρώτη χώρα που καταστράφηκε ειρηνικά, σε συνθήκες, τυπικά, ειρήνης. Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, είναι κι αυτές κάποιες πρωτιές… Σαν να μην υπάρχει σωτηρία. Σαν να μην παίρνουμε το μάθημά μας. Το καράβι του κόσμου κάνει μια μεγάλη στροφή –η ελληνική ιδιαιτερότητα συναντήθηκε με ένα καθολικότερο πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη νέα κατάσταση. Συναντηθήκαμε με κάτι που μας ξεπερνά, κι αυτό επιτείνει τη σοβαρότητα της κατάστασης» λέει.
Στην ερώτηση τι παράγει το παρόν ο Βασίλης Παπαβασιλείου απαντά: «Ηρθε το τέλος της λαθρεπιβίβασης της Ελλάδας στο καράβι της Δύσης –και όλο αυτό έγινε με τη στήριξη και την ανοχή της Ευρώπης. Στην ουσία το 2010 υπογράφηκε το τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου που ακούει στο όνομα Νεοελληνικό Κράτος. Δηλώσαμε τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Υπάρχει μια τέτοια θετική έλξη του κακού, που όσες εξηγήσεις και να δώσουμε το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Το άρρητο συμβόλαιο κάτω από τη συνύπαρξη των Ελλήνων ήταν ότι θα προκόβουμε ατομικώς και θα καταρρέουμε ομαδικώς. Είμαστε η πρώτη χώρα που καταστράφηκε ειρηνικά, σε συνθήκες, τυπικά, ειρήνης. Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, είναι κι αυτές κάποιες πρωτιές… Σαν να μην υπάρχει σωτηρία. Σαν να μην παίρνουμε το μάθημά μας. Το καράβι του κόσμου κάνει μια μεγάλη στροφή –η ελληνική ιδιαιτερότητα συναντήθηκε με ένα καθολικότερο πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη νέα κατάσταση. Συναντηθήκαμε με κάτι που μας ξεπερνά, κι αυτό επιτείνει τη σοβαρότητα της κατάστασης» λέει.
Και καταλήγει: «Εμένα αυτό που με τρομάζει είναι η απουσία της σκέψης. Αυτή την εποχή δοξάζονται τα επιφωνήματα. Μας δόθηκε αυτό το οικόπεδο για να ζήσουμε και είναι όντως δύσκολο. Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. Από την άλλη, είναι μεγάλη πρόκληση και πρέπει να τα φτιάξεις όλα συναρτήσει αυτής της πρόκλησης. Με πρώτο το εκπαιδευτικό σύστημα –το χειρότερο του κόσμου κατά τη γνώμη μου. Ενα σύστημα που αντιπροσωπεύει τη χώρα της θαυματουργού «δηθενιάς». Στην Ελλάδα ζούμε σήμερα σαν να μην έχει υπάρξει η καταστροφή. Και γι’ αυτό δεν φταίνε ένα ή δύο κόμματα. Είναι συνολική η ευθύνη όλων ημών που μετείχαμε σε αυτή την συνύπαρξη. Είναι καταφανές ότι η κρίση που βρήκε τη χώρα είχε και μια οικονομική διατύπωση, αλλά πρωτογενώς δεν ήταν οικονομική. Γι’ αυτό κι εγώ φτιάχνω ένα γκρουπούσκουλο κάθε φορά και ταξιδεύω προς τα κάπου».
πότε & πού:
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή, Ηρώων Πολυτεχνείου 32, τηλ. 210 4143.310 – 320. Πρεμιέρα: 19 Μαρτίου, στις 21.00. Παραστάσεις: Τετάρτη και Κυριακή στις 19.00, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 και στις 21.00 (το Σάββατο 5/4 δεν θα γίνουν παραστάσεις).Τιμές: 20 – 17 – 12 – 8 ευρώ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ