Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η ενέργεια που καταναλώνεται στην ΕΕ μειώθηκε, το διάστημα 2006-2012, κατά 8%. Μάλιστα, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών που σημείωσαν τη μεγαλύτερη μείωση (-14.4%, λόγω βέβαια και της οικονομικής κρίσης). Παράλληλα όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά συνεχίζει να εξαρτάται από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες για την κάλυψη του 53% των ενεργειακών της αναγκών- ποσοστό ενδεικτικό των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στον τομέα της ενέργειας: Η αύξηση των τιμών, οι κίνδυνοι κατά τον εφοδιασμό ενέργειας και η εξάρτηση από τρίτες χώρες εξακολουθούν να πλήττουν την ΕΕ και να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο προσανατολισμός της Ευρώπης στην υψηλή ενεργειακή απόδοση και στις χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δεν είναι κάτι καινούριο. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν συμφωνήσει, ήδη από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 1997, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ακολούθησε η στρατηγική «Ευρώπη 2020», που αύξησε αυτόν τον στόχο στο 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και που ανέδειξε τη σημασία της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και της αυξημένης ενεργειακής απόδοσης. Τα έως τώρα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά: μεταξύ των ετών 1990 και 2012, οι εκπομπές αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου με πρωταγωνιστή το διοξείδιο του άνθρακα μειώθηκαν κατά 18%, την ώρα που το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 45%. Συγχρόνως, η ΕΕ πέτυχε τους ενδιάμεσους στόχους της ως προς την εξασφάλιση ενέργειας μέσω ανανεώσιμων πηγών – ενδεικτικά, το 2011, το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αντιστοιχούσε σε 12,7% της συνολικής κατανάλωσης. Με λίγα λόγια, η Ευρώπη βρίσκεται στο σωστό δρόμο ως προς την επίτευξη των ενεργειακών στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
Με το νέο πλαίσιο για την ενέργεια και το κλίμα, το οποίο πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο, χαράσσεται ο δρόμος για το διάστημα πέρα του 2020. Οι στόχοι γίνονται πιο απαιτητικοί: συγκεκριμένα, έως το 2030 θα πρέπει να μειωθούν κατά 40% οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, οι ανανεώσιμες πηγές να αποτελούν το 27% της ενέργειας που καταναλώνεται καθώς και να υλοποιηθούν οι κατάλληλες πολιτικές, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ένα ανταγωνιστικό και ασφαλές ενεργειακό σύστημα. Το νέο πλαίσιο θα εξεταστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την Εαρινή του Σύνοδο (20-21 Μαρτίου) και στη συνέχεια θα συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όμως, εκτός από την πολιτική δέσμευση, καίριας σημασίας για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας κρίνεται και η κατασκευή των κατάλληλων ενεργειακών δικτύων. Το 2011, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τις προτεραιότητες για την ενεργειακή υποδομή από το 2020 και μετά. Το 2012 ψηφίστηκε η νέα ενεργειακή στρατηγική για την Ευρώπη έως το 2020. Το 2013 εγκρίθηκε ο Κανονισμός βάσει του οποίου καθιερώνεται το επενδυτικό πλαίσιο και προσδιορίζονται τα κριτήρια στα οποία θα πρέπει να στηρίζεται η ανάπτυξη του ενεργειακού κλάδου τα επόμενα χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε 248 έργα κοινού ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest – PCIs), δηλαδή έργα κατασκευής ενεργειακών υποδομών για μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου, η κατασκευή των οποίων θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται και 11 έργα με άμεσο ενδιαφέρον για την Ελλάδα – για παράδειγμα, ο υπερ-αδριατικός αγωγός φυσικού αερίου από την Ελλάδα προς την Ιταλία μέσω της Αλβανίας αλλά και οι ευρω-ασιατικές γραμμές διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που θα συνδέουν την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ. Για τα έργα αυτά υπάρχει η δυνατότητα χρηματοδότησης μέσω του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη», ενός, δηλαδή, χρηματοδοτικού μηχανισμού που θα διαθέσει 5,85 δις ευρώ στον τομέα της ενέργειας. Επιπλέον πόροι είναι δυνατό να προέλθουν από χρηματοδοτικά μέσα στα πλαίσια του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου καθώς και μέσω καινοτόμων χρηματοδοτικών εργαλείων (πχ. ομόλογα έργου[1]) .
Η κατασκευή αυτών των έργων θα συμβάλει στη διαφοροποίηση και κατά συνέπεια στην ασφάλεια των πηγών εφοδιασμού, ενώ θα καταστήσει τη Νοτιοανατολική Ευρώπη μία ενεργειακά ασφαλή περιοχή και την Ελλάδα ένα μείζονα ενεργειακό κόμβο στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Καθώς οι σχετικές διαπραγματεύσεις για τα έργα κοινού ενδιαφέροντος (PCIs) θα λάβουν χώρα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος εξαμήνου, κατά το οποίο η Ελλάδα ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, η χώρα μας έχει μία εξαιρετική ευκαιρία προώθησης των συμφερόντων της στον τομέα της ενέργειας: Στις 4 Μαρτίου συζητείται στο Συμβούλιο Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας της ΕΕ το πλαίσιο για το 2030, στο οποίο και θα στηριχθούν τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Μαρτίου. Επιπλέον, το Άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ (15-16 Μαΐου) θα καταπιαστεί με τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές, τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την προώθηση των έργων κοινού ενδιαφέροντος, ενώ στο Συμβούλιο Υπουργών της 13ης Ιουνίου θα εξεταστούν διεξοδικά οι διεθνείς σχέσεις στον τομέα της ενέργειας.
Με λίγα λόγια, οι εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες το επόμενο διάστημα, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την Ελλάδα. Οι διαπραγματεύσεις που θα λάβουν χώρα κατά την Ελληνική Προεδρία θα καθορίσουν το νέο ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη και θα δημιουργήσουν νέες ισορροπίες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη για πολλά χρόνια. Και ο ρόλος της Ελλάδας αναδεικνύεται καθοριστικός – τόσο για την αγορά της ενέργειας, όσο, κυρίως, για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
[1] Ομόλογα έργου = Παροχή εγγυήσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε ομόλογα που θα εκδίδουν επιχειρήσεις για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής. Οι εγγυήσεις θα στηρίζουν μόνο τα έργα υποδομής που συμμορφώνονται με τη στρατηγική της ΕΕ Ευρώπη 2020 για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης. Η Επιτροπή θα αναλάβει τον κίνδυνο που ενέχουν αυτές οι εγγυήσεις από κοινού με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ). Η ΕΤΕ θα αξιολογήσει τα έργα και θα καθορίσει το ποσό της εγγύησης ή του δανείου. Τα έργα θα πρέπει να είναι βιώσιμα από οικονομική και τεχνική άποψη και να μπορούν να παράγουν υψηλά και σταθερά έσοδα. Στη συνέχεια, οι ιδιωτικές εταιρίες – και όχι η ΕΕ ή η ΕΤΕ – θα παρέχουν τα ομόλογα στους επενδυτές. https://ec.europa.eu/news/economy/110301_1_el.htm + Ψηφίστηκε από ΕΚ στις 5/7/2012