«Αγαπώ τη μουσική και όσο συνεχίζει το κοινό να νιώθει το ίδιο με εμένα θα συνεχίσω να παίζω επί σκηνής» μου είχε πει πριν από μερικά χρόνια ο Πάκο ντε Λουθία. Είναι πραγματικά δύσκολο να αποχωρίζεσαι τέτοιες σπουδαίες φυσιογνωμίες από τον χώρο της τέχνης όπως ο Πάκο ντε Λουθία. Αν όχι ο σημαντικότερος, σίγουρα ο πιο γνωστός κιθαρίστας του φλαμένκο άφησε την περασμένη Τετάρτη την τελευταία πνοή του στο θέρετρο του Μεξικού Κανκούν, από καρδιακή προσβολή, παίζοντας με τα παιδιά του σε ηλικία 66 ετών.
Αρκετές δεκαετίες τώρα οι φίλοι της μουσικής δεν διαχωρίζουν τη φλαμένκο κιθάρα από τον Πάκο ντε Λουθία. Και το επίτευγμα αυτό ακούγεται ακόμη μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ντε Λουθία θεωρήθηκε ανανεωτής του φλαμένκο και εμφανώς πάτησε στα χνάρια των μεγάλων του είδους όπως ο Ραμόν Μοντόγια, ο Σάμπικας και ο Λούις Μαραβίγια.
O Ερικ Κλάπτον τον έχει χαρακτηρίσει έναν από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες στην ιστορία της μουσικής και σχεδόν όλοι ξεφεύγουν από τα πιο στενά όρια του φλαμένκο όταν αναφέρονται σε αυτόν. Ταλαντούχος από τη φύση του με ένα εξαιρετικό «δεξί» χέρι, γρήγορος στα picados, τα οποία με άνεση άλλαζε σε rasgueados και άλλες τεχνικές, κινούνταν με άνεση σε πιο αφηρημένα μονοπάτια, δίνοντας όμως πάντα τη μοναδική αίσθηση της συγκροτημένης σύνθεσης με αρχή, μέση και τέλος.

«Ημουν πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου και μέσα από αυτούς βρέθηκα απέναντι σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινό»
μου είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη που μου είχε δώσει. «Είμαι ευτυχής που αγάπησαν τη μουσική μου ακόμη και όταν ακολουθούσα τους δικούς μου μοναχικούς δρόμους. Σήμερα υπάρχουν πολλοί και εξαιρετικοί μουσικοί φλαμένκο με τους οποίους συνυπάρχω και δεν νιώθω διόλου την ανάγκη να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αλλωστε θα έλθει η ημέρα που θα αποσυρθώ και θα αφήσω την επόμενη γενιά να αναλάβει τα ηνία».
Πολλοί ένθερμοι οπαδοί του παραδοσιακού φλαμένκο τον κατηγόρησαν μέσα στα χρόνια ότι πρόδωσε τις αρχές του είδους. Εκείνος ψύχραιμα απαντούσε πάντα ότι δεν επιχείρησε κάτι τέτοιο, τουναντίον μάλιστα: «Ποτέ δεν ένιωσα ότι κινούμαι κόντρα στην παράδοση. Είμαι και πάντα θα είμαι ένας μουσικός του φλαμένκο. Αυτό που αποζητούσα πάντα ήταν να το οδηγήσω στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η παράδοση είναι απαραίτητη για να μην ξεχνάς τις ρίζες σου και από πού προέρχεσαι αλλά η μουσική αλλάζει μαζί με τον κόσμο. Ακόμη βέβαια το φλαμένκο είναι πάθος και συναίσθημα…».
Η μουσική, όπως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ήταν στο αίμα του αφού μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια όπου όλοι υπηρετούσαν το τόσο δημοφιλές μουσικό ιδίωμα της Ανδαλουσίας: ο πατέρας του Αντόνιο Σάντσες ήταν επίσης κιθαρίστας και ο αδελφός του Πέπε ντε Λουθία τραγουδιστής και ο άλλος αδελφός του Ραμόν ντε Αλγεσίρας κιθαρίστας.
Το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί και τις πρώτες εμφανίσεις του τις πραγματοποίησε στο ραδιόφωνο αλλά και με τη δημοφιλή τότε φλαμένκο ομάδα του Χοσέ Γκρέκο. Ουσιαστικά το δισκογραφικό έργο του ξεκίνησε το 1964, όταν συνεργάστηκε με τον μαδριλένο κιθαρίστα Ρικάρντο Μοντρέγο, είναι όμως εκείνα τα δέκα άλμπουμ που ηχογράφησε με τον σπουδαίο τραγουδιστή και ανανεωτή του φλαμένκο Καμαρόν ντε λα Ισλα το διάστημα 1968-1977 που έστησαν τα θεμέλια του θρύλου Πάκο ντε Λουθία. Τη φήμη σε όλον τον κόσμο την απέκτησε με την εκπληκτική συνεργασία του με τους άλλους δύο κορυφαίους κιθαρίστες Τζον Μακ Λάφλιν και Αλ Ντι Μέολα, με αποτέλεσμα στη δισκογραφία τρία άλμπουμ, με πιο γνωστό ανάμεσά τους το «Friday Νight Ιn San Francisco», ένα από τα πιο εμπορικά άλμπουμ του είδους και σημείο αναφοράς για τους κιθαρίστες κάθε μουσικού ιδιώματος. Ο ίδιος μου έχει πει σχετικά με την επιτυχία του άλμπουμ: «Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στον συνδυασμό που επιτύχαμε. Ολοι είχαμε διαφορετικό στυλ και κανένας δεν είχε προσπαθήσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Και δεν πιστεύω ότι αυτό επιτεύχθηκε γιατί είμαστε καλοί «τεχνίτες» αλλά γιατί είχαμε την ικανότητα να επικοινωνήσουμε με το κοινό».
«Θα θυμάμαι πάντα την ομορφιά της χώρας σας»
Το ταλέντο του Πάκο ντε Λουθία, πέρα από την άρτια τεχνική του, ήταν πάντα η ικανότητά του να οικειοποιείται τα καλύτερα στοιχεία των συνεργατών του και, όσο και αν δεν το παραδέχεται ο ίδιος, συνδυάζει μοναδικά το φλαμένκο με τις επιρροές του από την τζαζ, το φανκ, τη world music και την κλασική. «Η συνεργασία μου με άλλους καλλιτέχνες έγινε χρησιμοποιώντας διαφορετικά όργανα, διαφορετικές ενορχηστρώσεις και αρμονίες και όχι με διαφορετικά μουσικά είδη. Προσπάθησα να ανανεώσω το φλαμένκο από μέσα χρησιμοποιώντας λίγη βοήθεια από έξω. Ποτέ δεν παραιτήθηκα από την ταυτότητά μου, αν και πολλοί πίστεψαν ότι το έκανα». Οι εμφανίσεις του στη χώρα μας συνάντησαν πάντα ένα κοινό που τον αγκάλιασε από την αρχή με αγάπη τοποθετώντας τον σε έναν στενό κύκλο αγαπημένων δημιουργών του ελληνικού κοινού: «Θα θυμάμαι πάντα την ομορφιά της χώρας σας και τη ζεστασιά του κόσμου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ