Αφήνω (με κάποιες ενοχές) στην άκρη πάλι την πολιτική επικαιρότητα, παγιδευμένη, με σπάνιες εξαιρέσεις, στις προβλεπόμενες, διπλές εκλογές του Μάη (ντόπιες και ευρωπαϊκές), επιμένοντας στις φιλόγλωσσές μου σκέψεις. Αφορμισμένες, από την έκδοση ενός πράγματι σπουδαίου φιλελληνικού βιβλίου. Ο λόγος για το μεταφρασμένο «Σύγχρονο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» του Franco Montanari, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα εδώ και ένα δίμηνο. Δεν θα επαναλάβω όσα σχετικώς έγραψα στο μονοτονικό της περασμένης Κυριακής, υπογραμμίζοντας τις πολλαπλές εγγυήσεις που παρέχει αυτό το opus magnun σε όλα τα επίπεδα: έρευνας, απογραφής, επιμέλειας, μετάφρασης, εκτύπωσης.
Προτού ωστόσο σχολιάσω, όπως το υποσχέθηκα, το ιδρυτικό λήμμα «γλώσσα», με τα συμφραζόμενά του, δυο λόγια για την εύστοχη απόκλιση του ελληνόφωνου τίτλου του έργου από τον πρωτότυπο, που επονομάζεται: Vocabolario della Lingua Greca. Για την εύλογη πρόσθεση του επιθέτου «Σύγχρονο», πριν από το ουσιαστικό «Λεξικό», συντελούν ικανοί λόγοι. Ο προφανέστερος παραπέμπει στην υπόδειξη προς τον έλληνα αναγνώστη ότι το προκείμενο Λεξικό είναι σε όλα τα κρίσιμα κεφάλαιά του συγχρονισμένο, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεθνή ήδη αναγνώριση πως πρόκειται για Λεξικό του 21ου αιώνα.
Σημαντικότερος όμως λόγος της επίθετης αυτής προσαύξησης είναι η πρόκριση της δημοτικής γλώσσας στα ερμηνεύματα. Κάτι που δεν συνέβαινε στο προηγούμενο, ομόθεμο Λεξικό Liddel-Scott, όπου τα ερμηνεύματα μεταφράστηκαν σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα. Η μεταφραστική τώρα επάρκεια της σύγχρονης Δημοτικής στο «Σύγχρονο Λεξικό» αποστομώνει οριστικά όσους επιμένουν στην υποθετική της αμηχανία, όταν και όπου συμβάλλεται με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Με την ευκαιρία: καλό είναι να μην ξεχνούμε ότι στα κάθε λογής ερμηνευτικά λεξικά η μεταφραστική γλώσσα οφείλει να ισοσταθμίσει τη μεταφραζόμενη γλώσσα, άλλως δεν εκπληροί τον εντεταλμένο ρόλο της. Καιρός όμως να περάσω στο λήμμα «γλώσσα».
Θυμίζω πως τα ερμηνεύματά της (μοιρασμένα σε απλά, παράγωγα και σύνθετα) καταλαμβάνουν τρεις ομοσέλιδες στήλες. Τα απλά κατανέμονται σε τέσσερις κατηγορίες, σηματοδοτημένες με τα τέσσερα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου: (α), (β), (γ), (δ). Προηγείται: (α) η κυριολεκτική σήμανση, μεσολαβεί (β) η γενική, έπεται (γ) η ειδική και (δ) επιβάλλεται η «αναλογική». Πλεονάζουν τα παραδείγματα της δεύτερης και της τρίτης κατηγορίας, σπανιότερα προκύπτουν της πρώτης και της τέταρτης.
Το corpus των παραδειγμάτων αρχίζει με τα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη και καταλήγει σε κείμενα της ύστερης αρχαιότητας, έως και της πρώιμης βυζαντινής εποχής. Επιλέγονται εφεξής χαρακτηριστικά δείγματα με σπάνια σύνθετα: «γλωσσαλγία» (φλυαρία αλλά και βλασφημία), «γλωσσηματικός» (διανθισμένος λόγος με απαρχαιωμένες ή ξένες λέξεις), «γλωσσοδεψέω» (γλείφω τα γεννητικά όργανα), «γλωσσολογία» (φλυαρία), «γλωσσοτέχνης» (τεχνίτης της γλώσσας), «γλωσσοχαριτέω» (κολακεύω).
Συνάμα αυτονομούνται ορισμένα συγγενικά λήμματα, εφόσον η ιδιαίτερη χρήση και σημασία τους το επιβάλλει. Λόγου χάριν το λήμμα «λέξις» με κάποια παράγωγα και σύνθετά του, όπως: «λεξικός», «λεξιγράφος», «λεξιθηρία», «λεξιθηρέω». Τη μερίδα του λέοντος όμως την έχει το λήμμα «λόγος», επιμερισμένο σε τέσσερις αριθμημένες σημασιολογικές κατηγορίες με πολλαπλές εσωτερικές υποδιαιρέσεις. Εδώ όμως σταματώ απότομα, και επιλέγω:
Η αρχαία γλώσσα αποδείχτηκε στο Λεξικό αυτό κατεξοχήν πολύτυπη και πολύτροπη, προκειμένου να καλύψει όχι μόνο τις επικοινωνιακές σχέσεις και συναλλαγές, αλλά και ζητούμενα της λογοτεχνίας, των εικαστικών τεχνών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Συνεχώς εξελισσόμενη, δανείζει και δανείζεται στον και από τον ανθρωπογεωγραφικό της περίγυρο, αποβάλλει ό,τι της περισσεύει, ωσότου, περιορίζοντας τους ιδιωματισμούς της, καταλήγει στη συναίρεση της «κοινής», στη βάση δηλαδή της νεοελληνικής γλώσσας.
Αυτά εξάλλου και άλλα (ιστορικής κατά γραμματολογικής κατηγορίας) σύνδρομα επισημαίνει, εξετάζει και εξηγεί ο τόμος των 1.213 σελίδων, στον οποίο αναφέρθηκα την περασμένη Κυριακή. Μιλώ για την «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα», με επιστημονική επιμέλεια του Α. – Φ. Χριστίδη, («Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών», Θεσσαλονίκη 2001). Εργο συλλογικό (όπου συνεργάζονται ογδόντα επιστήμονες, από όλο το φάσμα των ανθρωπιστικών επιστημών, Ελληνες και ξένοι), κατορθωμένο και αυτό στο πλαίσιο του «Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας», μεταφρασμένο και αγγλικά.
Θυμίζω πως είχε προηγηθεί το 1998 το υποδειγματικό «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», εκπονημένο από συνεργάτες του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που ανέλαβε και την άψογη έκδοσή του. Ετσι νεογλωσσία και αρχαιογλωσσία ισοσταθμίστηκαν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ