Το καλοκαίρι του 1997 ξέσπασε στη νοτιοανατολική Ασία κρίση εμπιστοσύνης, η οποία εκφράσθηκε με έντονες πιέσεις στα νομίσματα των τοπικών οικονομιών, των επονομαζόμενων »τίγρεων της Ασίας».
Εκείνη η κρίση μεταδόθηκε γρήγορα στη Ρωσία και αλλού και φάνηκε να επιδρά και στην Ελλάδα που τότε εφάρμοζε πρόγραμμα σταθεροποίησης με στόχο την προσέγγιση των στόχων του Μάαστριχτ και την έγκαιρη ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη.
Αμέσως σήμανε συναγερμός, καθώς ήδη υπήρχαν σημάδια κόπωσης στην εφαρμογή του προγράμματος και η Αθήνα ένοιωθε απειλούμενη από ενδεχόμενη άσκηση πιέσεων στο νόμισμα και πιθανή επικράτηση ενός κλίματος γενικευμένης καχυποψίας για τις ελληνικές οικονομικές επιδιώξεις.
Έτσι ανελήφθη επίμονη δράση για την έγκαιρη ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, με σκοπό να ασφαλισθεί η ελληνική οικονομία έναντι πιθανώς συναλλαγματικών κινδύνων.
Ακολούθησαν εντατικές μυστικές διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις οποίες διεκπεραίωσε ο τότε Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος και κ.Λ. Παπαδήμος. Επί εννέα μήνες η αβεβαιότητα ήταν κυρίαρχη.
Στις 15 Μαρτίου του 1998, σε μια από τις συνόδους κορυφής, η δραχμή ενετάχθη στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, η ισοτιμία της κλείδωσε, η αβεβαιότητα έσβησε μονομιάς, τα επιτόκια έπεσαν κατακόρυφα και η ελληνική οικονομία απήλαυσε πρωτοφανή σταθερότητα στην οικονομική ιστορία της.
Ουσιαστικά η 15 Μαρτίου του 1998 αποτέλεσε το ορόσημο εκείνης της περιόδου, δημιουργώντας προϋποθέσεις μεγάλης ανάπτυξης, ανεξαρτήτως πως κατέληξε στη συνέχεια για λόγους άσχετους με την ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.
Η ιστορική αναδρομή έχει την αξία της. Τηρουμένων των αναλογιών ζούμε αντίστοιχη περίοδο μεγάλης αμφισβήτησης και διεθνούς καχυποψίας.
Η καθυστέρηση επικύρωσης των αποτελεσμάτων της οικονομικής πολιτικής και αναγνώρισης των πρωτογενών πλεονασμάτων διατηρεί εκκρεμές το ζήτημα της ρύθμισης και κατ’ επέκταση της βιωσιμότητας του χρέους και επιτρέπει στον καθένα επίσημο κοινοτικό ή τροικανό να καλλιεργεί την αβεβαιότητα για την μακρά ελληνική προσπάθεια εξόδου από τη μεγάλη κρίση.
Ήδη το περασμένο Σαββατοκύριακο οι δηλώσεις κοινοτικών παραγόντων, όπως του κ.Ολι Ρεν, ήλθαν να αμφισβητήσουν τις ελληνικές εκτιμήσεις και να σπείρουν αμφιβολίες στην διεθνή οικονομική κοινότητα.
Υπό αυτή την έννοια έχει εξαιρετική σημασία η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα ώστε να επισημοποιηθούν και επικυρωθούν στην ώρα τους τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής.
Και αυτό γιατί έχει τεθεί ως καταληκτική ημερομηνία η 23η Απριλίου. Τότε υποτίθεται ότι η Eurostat θα επισημοποιήσει τους ελληνικούς λογαριασμούς και θα επικυρώσει την ακρίβειά τους.
Αν αυτό συμβεί και η ανώτατη ευρωπαϊκή στατιστική αρχή βεβαιώσει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 είναι αυτό που εμφανίζει η ελληνική κυβέρνηση,τότε όντως η 23η Απριλίου μπορεί να αποδειχθεί ημέρα ορόσημο της νέας, μετά την κρίση, οικονομικής περιόδου για την Ελλάδα.
Στην περίπτωση αυτή οι αγορές θα κρίνουν ότι ανοίγει ο δρόμος για τη νέα ρύθμιση του ελληνικού χρέους, η οποία θα κλείσει οριστικά την εκκρεμότητα της βιωσιμότητάς του.
Συνδυαζόμενα τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με τη νέα ρύθμιση θα επιβεβαιώσουν στις αγορές ότι το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο και πάλι.
Πράγμα που θα καταστήσει και πάλι χρηματοδοτήσιμη την ελληνική οικονομία.
Αν οι αγορές αρχίσουν να ξαναβλέπουν χωρίς φόβο την Ελλάδα η κρίση θα έχει σε μεγάλο βαθμό ελεγχθεί, καθώς η ελληνική οικονομία ουσιαστικά θα επανενταχθεί στην ευρωζώνη και θα επιστρέψει στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.