Όσο κι αν πολλοί μεμψιμοιρούν, η ελληνική οικονομία δοκιμαζόμενη από τη μεγάλη οικονομική κρίση έστρωσε, με κόστος μεγάλο είναι αλήθεια, καινούργιο δρόμο να βαδίσει στα επόμενα χρόνια.
Οι περισσότεροι υποτιμούν την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος, ορισμένοι ούτε καν το αναγνωρίζουν.
Ωστόσο η επίτευξή του φανερώνει το μέγεθος της προσαρμογής και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επανένταξη της ελληνικής οικονομίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Μόλις επιβεβαιωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα από τις επίσημες κοινοτικές αρχές, θα δοθεί ένα ισχυρό σήμα εξόδου της Ελλάδας από την κρίση.
Όσοι κινούν χρήματα στον κόσμο θα αρχίσουν να ξαναβάζουν την Ελλάδα στα πλάνα τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αρχίσουν οι συζητήσεις για την επαναρύθμιση των ελληνικών χρεών και θα καταδειχθεί η βιωσιμότητά τους.
Παρά τους πολλούς άπιστους Θωμάδες, οι εξελίξεις γύρω από την ελληνική οικονομία θα είναι ραγδαίες στους επόμενους μήνες.
Συνδυαζόμενη η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με τις μεγάλες αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στον διαρθρωτικό τομέα, μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προκαλέσουν επενδυτικό πυρετό στη χώρα.
Και οι προϋποθέσεις είναι συγκεκριμένες. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει στο επόμενο διάστημα να επιδιώξει με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση την εκπλήρωση της υπόσχεσης των εταίρων για οριστική ρύθμιση του χρέους.
Αν όντως το χρέος επιμηκυνθεί για μακρύ διάστημα 50 – 60 χρόνων και ταυτόχρονα μειωθούν τα επιτόκια, το βάρος των τόκων μπορεί να υποχωρήσει κατά 3,5 – 4 δισ. ευρώ το χρόνο και έτσι η εξυπηρέτησή του θα μειωθεί στα 2 – 3 δισ. ευρώ ετησίως.
Μια τέτοια ρύθμιση καθιστά το ελληνικό χρέος βιώσιμο, ανεξαρτήτως του ύψους του. Στην περίπτωση αυτή η αξιοπιστία θα ανακτηθεί, και ταυτόχρονα θα απελευθερωθούν κρίσιμοι δημοσιονομικοί πόροι ικανοί να στηρίξουν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Αρκεί βεβαίως να μη κυλήσουμε εκ νέου σε δημοσιονομικό πρόβλημα.
Και αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Το ελληνικό κράτος οφείλει στα προσεχή χρόνια να διαμορφώσει σταθερά δημοσιονομικά πεδία προσεγγίζοντας σταθερά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές αντίστοιχα εκείνων των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο μέσος κοινοτικός όρος τέτοιων εσόδων είναι 44% του ΑΕΠ, ποσοστό που έχει προσεγγισθεί στην παρούσα φάση με οριζόντια και εν πολλοίς άδικα μέτρα. Το ορθόν είναι αυτό το ποσοστό φόρων και ασφαλιστικών εισφορών να είναι αποτέλεσμα της φορολόγησης του ετησίως παραγόμενου πλούτου και της απόδοσης του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών και να μην προκύπτει από αναγκαστικές πολιτικές που θίγουν αδιακρίτως όλους έχοντες και μη έχοντες, όπως συμβαίνει τώρα.
Η τρίτη προϋπόθεση έχει να κάνει με την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Σήμερα οι Τράπεζες παραμένουν δέσμιες υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι ιδιοκτήτες των οποίων όχι μόνο δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στις Τράπεζες και δεν είναι διατεθειμένοι να βάλλουν χρήματα, αλλά επιπροσθέτως τις κατακλέβουν και εκβιάζουν για νέα δάνεια, επικαλούμενοι την απώλεια των παλαιών.
Έτσι δεσμεύονται σημαντικοί χρηματοδοτικοί πόροι, οι οποίοι θα μπορούσαν να διαχυθούν στην οικονομία και να στηρίξουν νέες υγιέστερες επιχειρήσεις.
Οι Τράπεζες έχουν την ευκαιρία, στο βαθμό που κρατούν ενέχυρα τις μετοχές των επιχειρήσεων αυτών και μπορούν να αποδείξουν ότι εφαρμόζονται κακές επιχειρηματικές πρακτικές, να διώξουν τις διοικήσεις, να τοποθετήσουν νέες και να ξεκινήσουν διαδικασία αναζήτησης νέων επενδυτών.
Με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις έχουν πιθανότητες εξυγίανσης και οι Τράπεζες θα μπορέσουν να αποδεσμεύσουν κρίσιμους χρηματοδοτικούς πόρους, ικανούς να στηρίξουν την αναζωογόνηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Συνδυαζόμενες οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις με τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής διαχείρισης μπορούν να αποδώσουν μια άλλη ελληνική οικονομία, που καμία σχέση δεν θα έχει με τη σημερινή, που μόνο ανασφάλεια μεταδίδει και οδηγεί σε υποβάθμιση των πάντων.
Μόνο που τα παραπάνω χρειάζονται εμπνευσμένες ηγεσίες σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και οικονομικής ζωής.