Η πόλη και η σιωπή
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 495, τιμή 17,04 ευρώ
Τι ακριβώς θα μας συνέβαινε αν υπό τις σημερινές συνθήκες βρισκόμασταν αιφνιδίως με ένα σεβαστό χρηματικό ποσό ανά χείρας; Τι κάνει κανείς με ένα τέτοιο αναπάντεχο εύρημα; Σπεύδει να το παραδώσει στις Αρχές με την πεποίθηση πως θα μπορέσουν να εντοπίσουν τον νόμιμο κάτοχο ή αποφασίζει να το τσεπώσει δίχως πολλά-πολλά λύνοντας όλα τα οικονομικά (και όχι μόνο) προβλήματά του; Αυτό είναι το δίλημμα το οποίο θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο κεντρικός ήρωας του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη στο καινούργιο (δεύτερο κατά σειρά) μυθιστόρημά του υπό τον τίτλο Η πόλη και η σιωπή.
Από επιχειρηματίας οδηγός ταξί
Ο Αργύρης Τρίκορφος είναι οδηγός ταξί από ανάγκη. Ιδιοκτήτης μιας πατρογονικής βιοτεχνίας κουμπιών που μπορεί να γνώρισε μέρες δόξας και επιτυχίας αλλά κατέληξε γρήγορα στα αζήτητα (βοήθησαν σε αυτό από τη μια η επιχειρηματική ολιγωρία και από την άλλη το ξέσπασμα της κρίσης), ο Αργύρης θα υποχρεωθεί να κάτσει στο τιμόνι για να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει ο ίδιος, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα θα προκύψει το αδιανόητο: ένας πελάτης θα ξεχάσει στο αυτοκίνητο 350.000 ευρώ. Ο ταξιτζής θα συγκλονιστεί από το γεγονός, αλλά δεν θα διστάσει για πολύ: θα παραδώσει στην Αστυνομία τα «ξένα λεφτά» τιμώντας τη συνείδησή του. Η διαφορά είναι ότι αυτή η συνείδηση δεν θα τιμηθεί από κανέναν άλλον.
Μια τηλεοπτική συνέντευξη του Αργύρη θα φέρει την καταστροφή: ο αστυνομικός στον οποίο θα παραδώσει τα χρήματα θα τον κοιτάξει με μισό μάτι, η γυναίκα του, που έχει ήδη εραστή, θα τον εγκαταλείψει, οι τοκογλύφοι από τους οποίους είχε δανειστεί θα κάνουν αμέσως απαιτητό το σύνολο του χρέους του, ο πρόεδρος του επαγγελματικού του συνδέσμου θα ζητήσει μερίδιο από την τηλεοπτική δόξα του, οι συνάδελφοί του θα τον περιγελάσουν οικτρά και η σύζυγος ενός φίλου που αυτοκτόνησε πρόσφατα λόγω οικονομικής ασφυξίας θα τον καταστήσει υπεύθυνο για τον θάνατό του (αφού πέταξε τα ουρανοκατέβατα χρήματα αντί να τον βοηθήσει, έστω και αν τα χρήματα εμφανίστηκαν μόνο μετά την αυτοκτονία του).
Η απόφαση του Αργύρη να επιστρέψει τα λεφτά (λεφτά όχι και τόσο αθώα εν τέλει) θα σπάσει όλους τους δεσμούς του. Ουδείς είναι πρόθυμος να δεχθεί τον αλτρουισμό του, έναν αλτρουισμό ο οποίος μοιάζει με προκλητική κοροϊδία: είτε των άλλων, που φαντάζουν με μια τέτοια πράξη λειψοί και μικροπρεπείς, είτε του εαυτού του, που χάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να σωθεί από την καθημερινή μιζέρια και καταπόνηση.
Η «άλλη» Αθήνα
Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, το ισχυρότερο κομμάτι του βιβλίου δεν είναι η απόφαση για την επιστροφή των λαχταριστών ευρώ αλλά ο σκηνικός χώρος εντός του οποίου θα αναπτυχθεί η ψυχολογία των συνεπειών της. Τα πάντα στο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη συντελούνται εν κινήσει: όσο ο Αργύρης πηγαίνει με το ταξί από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη συναντώντας σαν σε αντικριστό καθρέφτη τους απόβλητους μιας πόλης που έχει βυθιστεί από καιρό στην παρακμή και στην ερήμωση. Και εν προκειμένω θα έλθει στο προσκήνιο ένας παράλληλος κύκλος πρωταγωνιστών: ο αμέριστος αριθμός των ανθρώπων επάνω στους οποίους θα πέσει ο Αργύρης κατά τη διάρκεια της περιδιάβασής του στην πρωτεύουσα. Φτωχοί ή πλιατσικολόγοι μετανάστες, πόρνες χωμένες στα ναρκωτικά, έξαλλοι πολίτες οι οποίοι κατεβάζουν έναν πορτοφολά από το τρόλεϊ για να τον λιντσάρουν και άστεγοι οι οποίοι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι (όσοι, με άλλα λόγια, δεν θα σωθούν ποτέ και από κανέναν) θα αποτελέσουν την αντίστιξη στο οργισμένο ανθρωπομάνι που κυνηγάει τον Αργύρη για να στηλιτεύσει την αρετή του.
Η περιπλάνηση του Αργύρη στο μητροπολιτικό χάος της Αθήνας και στην ανώνυμη ανθρωπογεωγραφία του μού φέρνει στον νου το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά Το πλήθος (1985-1986), όπου η ατομική μονάδα θα υποχωρήσει δραματικά υπό την πίεση μιας εξαχρειωμένης συλλογικότητας. Σπαρακτικές φιγούρες μιας ανάλογης συλλογικότητας, με εφιαλτικό τρόπο σκιτσαρισμένες, είναι και οι ήρωες του Τζαμιώτη –τόσο οι δεκάδες εξαθλιωμένοι άγνωστοι των αθηναϊκών δρόμων όσο και (από ένα σημείο και μετά) οι αβάσταχτα σκληροί φίλοι, συνεργάτες και συγγενείς του Αργύρη.
Διδακτισμός και ηθικολογία
Ατυχώς ο Τζαμιώτης δεν θα αποδειχθεί το ίδιο αποτελεσματικός με τον πρωταγωνιστή του. Ο ταξιτζής του θα προσπαθήσει να γίνει (άλλος ένας λογοτεχνικός συνειρμός) ο αντίποδας του απύλωτου στόματος του ταξιτζή ο οποίος πρωταγωνιστεί στο Εις τον πάτον της εικόνας (1990) της Μάρως Δούκα (ενός μυθιστορηματικού προσώπου το οποίο θα φωτίσει προδρομικά το κοινωνικό υπόβαθρο που προετοίμασε επί δεκαετίες την κρίση).
Ατυχώς ο Τζαμιώτης δεν θα αποδειχθεί το ίδιο αποτελεσματικός με τον πρωταγωνιστή του. Ο ταξιτζής του θα προσπαθήσει να γίνει (άλλος ένας λογοτεχνικός συνειρμός) ο αντίποδας του απύλωτου στόματος του ταξιτζή ο οποίος πρωταγωνιστεί στο Εις τον πάτον της εικόνας (1990) της Μάρως Δούκα (ενός μυθιστορηματικού προσώπου το οποίο θα φωτίσει προδρομικά το κοινωνικό υπόβαθρο που προετοίμασε επί δεκαετίες την κρίση).
Δοκιμάζοντας να χτίσει μιαν ηθική προσωπικότητα, έναν ντοστογεφσκικό πρίγκιπα Μίσκιν, μιαν αξία-αντίβαρο στον κανιβαλισμό όχι μόνο της εποχής μας αλλά και του παρελθόντος, ο Τζαμιώτης δεν θα αποφύγει τον διδακτισμό και την ηθικολογία. Και αυτό επειδή η ακεραιότητα του Αργύρη εικονογραφείται χωρίς αναπνευστικούς πόρους και δικλίδες ασφαλείας.
Ενας μηχανικός μονόδρομος από τον οποίο θα λείψουν οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις και οι αμφιταλαντεύσεις, ένας μυθιστορηματικός ήρωας ο οποίος θα περιφέρει την καλοσύνη του σαν ένα είδος σιδερένιας, υπέρτερης αρχής: μια αρχή που θα προτάξει τα δικαιώματά της έναντι του κακού όχι γιατί θα τα αντλήσει από κάποια μάχη που θα δώσει εσωτερικά μαζί του, αλλά επειδή θα εμπιστευτεί τυφλά την εξωτερική δύναμη της δεοντολογίας της. Για άλλη μια φορά η κρίση θα θέσει εδώ εν κινδύνω τα λογοτεχνικά παιδιά της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ