Τζέραλντ Μάρτιν
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Η βιογραφία του
Μετάφραση Αδωνις Σάμσων.
Εκδόσεις Μικρή Αρκτος 2013,
σελ. 752, τιμή 32 ευρώ

Η βιογραφία του κορυφαίου συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες από τον κριτικό και μελετητή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας Τζέραλντ Μάρτιν είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο ενός δημιουργού που έγινε μύθος εν ζωή και το όνομά του ταυτίζεται εδώ και χρόνια με την εκπληκτική ανάπτυξη και διάδοση της ισπανόφωνης λογοτεχνίας της Αμερικής. Κάθε φορά, για παράδειγμα, που αναφερόμαστε στον μαγικό ρεαλισμό ο νους μας πάει αμέσως στον Γκαρσία Μάρκες.

Μολονότι θα τη χαρακτήριζε κανείς κάπως υπερβολική, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια η παρατήρηση του Μάρτιν ότι ο Γκαρσία Μάρκες είναι ο μόνος συγγραφέας του μεταπολέμου ο οποίος μπορεί να συγκριθεί με τα μεγάλα αναστήματα του Μεσοπολέμου όπως ο Μούζιλ, ο Μπροχ, ο Φόκνερ ή ο Χεμινγκγουέι.
Τι θα περίμενε κανείς από μια βιογραφία για τον συγγραφέα τού Εκατό χρόνια μοναξιά που συγκλόνισε την παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα όταν κυκλοφόρησε το 1967 και μάγεψε εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο; Να μας δώσει το πορτρέτο του ανθρώπου πίσω από τον μύθο; Του συγγραφέα που έζησε μέσα στη φτώχεια ως τα σαράντα του κερδίζοντας αβέβαια το ψωμί του όταν εργαζόταν περιστασιακά ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου; Ο Τζέραλντ Μάρτιν έκανε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον και ερεθιστικό: συνδύασε ζωή και έργο σε αδιάσπαστη ενότητα. Την περιπέτεια του βίου με την περιπέτεια της γραφής ενός ανθρώπου ο οποίος κράτησε την ιδιωτική του ζωή όχι μόνο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αλλά και από το περιβάλλον των φίλων του. Η ζωή και οι εμπειρίες του μεταμορφώθηκαν μέσα στα βιβλία του και απέκτησαν τη γοητεία του μύθου.
Το μυθικό στοιχείο τονίζουν οι εκτός Λατινικής Αμερικής αναγνώστες του Γκαρσία Μάρκες, ο ίδιος όμως έλεγε πως είναι ρεαλιστής. Αλλά πρόκειται για ιδιότυπο ρεαλισμό. Αν ανατρέξει κανείς στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, τα οποία περιγράφει με εγκυκλοπαιδική ακρίβεια ο Μάρτιν στην αρχή της βιογραφίας του, θα διαπιστώσει ότι εκεί ενδεχομένως θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της γοητείας που ασκούν τα βιβλία του –ως έναν βαθμό βέβαια, γιατί ένας συγγραφέας όταν κινείται σε τέτοια έκταση χώρου και χρόνου δεν μπορεί να οριστεί μόνο από αυτό. Αλλά, όπως αποδεικνύει ο Μάρτιν, τα γενεαλογικά στοιχεία είναι καθοριστικά στον Γκαρσία Μάρκες (τι καλύτερο για τον βιογράφο) και εξηγούν τη νοσταλγία για το παρελθόν που αναδύεται από τα βιβλία του, δηλαδή για κάτι που χάθηκε προτού αποκτηθεί. Ο,τι υπερβολικό και απίθανα γοητευτικό υπάρχει στο έργο του περιέχεται στα πραγματικά γεγονότα. Που σημαίνει ότι ο μύθος υποστηρίζει την πραγματικότητα και ότι οι θρύλοι και τα παραμύθια δεν είναι η αθέατη πλευρά των γεγονότων αλλά μέρος του πραγματικού κόσμου.
Ο συγγραφέας έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του με τη γιαγιά και τον παππού του. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Υπήρξε φανατικός αναγνώστης από παιδί. Μόλις οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες. Ο κόσμος των βιβλίων ανήκε και αυτός στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή. Ο ίδιος έλεγε πως στη γραφή του προσπαθούσε να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές και του Κάφκα. Και βέβαια η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του που τον «πέρασε» αργότερα σε διάφορες περσόνες στα βιβλία του ήταν τεράστια. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο ίδιος.
Αλλά ασφαλώς του «συνέβησαν» τα σημαντικότερα που θα ονειρευόταν ένας συγγραφέας: η παγκόσμια φήμη, οι τεράστιες πωλήσεις των βιβλίων του σε όλον τον κόσμο, οι μεγαλύτερες τιμές που θα μπορούσε να φανταστεί με κορυφαία την απονομή του βραβείου Νομπέλ το 1982. Με αποτέλεσμα, εκτός όλων των άλλων, να διαθέτει σήμερα επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες. Ηθελε φυσικά από πολύ νέος να γίνει διάσημος. Ελεγε μάλιστα, με το ιδιαίτερο χιούμορ που τον διέκρινε, ότι ήταν διάσημος από τότε που γεννήθηκε, αλλά το ήξερε μόνον ο ίδιος.
Είναι ασφαλώς εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον αναγνώστη αυτής της βιογραφίας το ότι ο Μάρτιν προσπάθησε να μιμηθεί τον Γκαρσία Μάρκες, ακόμη και τον τρόπο που ο τελευταίος μεταχειρίζεται το θέμα του χρόνου και της μνήμης. Δεκαεπτά χρόνια του πήρε για να τη γράψει αναζητώντας και αξιοποιώντας και την τελευταία λεπτομέρεια και παίρνοντας συνεντεύξεις από τριακόσιους και πλέον ανθρώπους.
Το αρχικό υλικό ξεπερνούσε τις 2.000 σελίδες και τις 6.000 σημειώσεις. Κατάφερε να το περιορίσει στις 750 σελίδες (ελληνική έκδοση) χωρίς να απαλείψει χρήσιμες λεπτομέρειες. Η βιογραφία του, ιδιαίτερα από το σημείο που αφήνει πίσω της την παιδική ηλικία και αρχίζει να παρακολουθεί τον ενήλικο Γκαρσία Μάρκες –ή Γκάμπο, όπως είναι το χαϊδευτικό του –που γίνεται δημοσιογράφος σε περίοδο μεγάλης πολιτικής βίας στην Κολομβία και κατόπιν στο Μεξικό όπου ανακαλύπτει το έργο ενός άλλου σπουδαίου λατινοαμερικανού συγγραφέα, του Χουάν Ρούλφο και ιδιαίτερα τη νουβέλα του τελευταίου Πέδρο Πάραμο.
Ποίηση του πραγματικού

Η βιογραφία ενός συγγραφέα παγκόσμιας εμβέλειας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όταν μάλιστα έχει χαρακτηριστεί από έναν επίσης διάσημο ομότεχνό του, όπως ο Κάρλος Φουέντες, ως ο μεγαλύτερος πεζογράφος του ισπανόφωνου κόσμου μετά τον Θερβάντες. Αν ισχύει το ότι στη λογοτεχνία του κόσμου αυτού το εγώ από μόνο του μπορεί να συνιστά ένα ολόκληρο σύμπαν, ο Γκαρσία Μάρκες είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα του πώς το εγώ αποκτά οικουμενικές διαστάσεις. Στο έργο του το ισπανικό μπαρόκ μεταφυτευμένο στις υβριδικές κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής αξιοποιεί τους θρύλους, τα παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις δημιουργώντας μια νέα ρητορική και ταυτοχρόνως μια καινούργια ποίηση του πραγματικού. Ετσι ίσως εξηγείται για ποιον λόγο ο είρων και με εξαίρετη αίσθηση του χιούμορ συγγραφέας έλεγε «είμαι ό,τι θέλετε», δηλαδή είμαι τα πάντα.
Στη βιογραφία τούτη υπάρχουν εξαιρετικές σελίδες και για την προσωπική ζωή του Γκαρσία Μάρκες και ιδίως για τη σχέση του με τη σύζυγό του Μερτσέντες που του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή, για τη συντροφικότητα που τη χαρακτήριζε και για την αντοχή της μέσα στον χρόνο. Ακόμη, ο αναγνώστης θα βρει λεπτομέρειες που αφορούν τη δημόσια παρουσία του, τις τιμές που του αποδόθηκαν, τη σχέση του με τους φίλους του, ακόμη και με τους «άσπονδους», όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα που το 1976 θεωρώντας ότι ο Γκαρσία Μάρκες προσέβαλε τη σύζυγό του τού έδωσε μια γροθιά και του μαύρισε το μάτι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τζέραλντ Μάρτιν θαυμάζει απεριόριστα τον Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος παρότι μας έδωσε ένα εξαίρετο αυτοβιογραφικό βιβλίο, αναγνώρισε τη βιογραφία του Μάρτιν ως επίσημη. Διαβάζοντάς την κανείς νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει στα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα και να τα διαβάσει ξανά μέσω ενός πρίσματος που δεν είναι εντελώς διαφορετικό αλλά αποκαλύπτει τώρα και μερικές από τις αθέατες όψεις ενός σπουδαίου έργου.
Το βιβλίο είναι καλομεταφρασμένο γενικά και κάποιες άστοχες φράσεις πού και πού θα πρέπει να τις θεωρήσουμε μικροπταίσματα για ένα τόσο ογκώδες και δύσκολο βιβλίο.

Φίλος του Κάστρο αλλά και του Μπιλ Κλίντον
Εχουν ειπωθεί πολλά, βιαστικά και πρόχειρα κατά κανόνα, για τη στενή σχέση και τους φιλικούς δεσμούς του Γκαρσία Μάρκες με τον Φιντέλ Κάστρο. Στον αγγλόφωνο κόσμο ιδίως αναρωτιούνται πολλοί πώς γίνεται κι ένας συγγραφέας αυτού του διαμετρήματος να είναι φίλος με τον μακροβιότερο δικτάτορα της Λατινικής Αμερικής. Ο Μάρτιν αναφέρεται διακριτικά στη φιλία του Γκαρσία Μάρκες με τον Κάστρο –εύλογα κατά τη γνώμη μου. Οχι για να μην προσβάλει τον συγγραφέα αλλά γιατί γνωρίζοντας τη Λατινική Αμερική ξέρει και το τι σημαίνει για τους κατοίκους της η Κούβα. Και άλλοι διάσημοι, αριστεροί και μη, συγγραφείς υποστήριξαν το καστρικό καθεστώς προτού στραφούν –και όχι όλοι –εναντίον του: από τον Χεμινγκγουέι ως τον Κάρλος Φουέντες, τον Ζοζέ Σαραμάγκου και τη Ναντίν Γκόρντιμερ.
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα χαρακτήρισε κάποτε (δηλαδή, την περίοδο που οι δύο παλιοί φίλοι δεν μιλούσαν ο έναν στον άλλον) τον Γκαρσία Μάρκες «λακέ του Κάστρο». Αλλά ο Γκαρσία Μάρκες έλεγε πως το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί. Επιπλέον έχει πει πως ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ζήσει στην Κούβα.
Οι φίλοι του Γκάμπο ωστόσο δεν περιορίζονται στην Αριστερά. Οπως υπήρξε φίλος του Κάστρο, έτσι διατηρούσε φιλικούς δεσμούς και με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν και με τον πρώην πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μπιλ Κλίντον. Εκτιμούσε επίσης τον Πάπα Ιωάννη Β’, φανατικό αντικομμουνιστή αλλά ταυτοχρόνως και πολέμιο του καπιταλισμού και της καταναλωτικής κοινωνίας, ο οποίος το 1998, άρρωστος ων, επισκέφθηκε την Κούβα.
Ο Κάστρο ήλπιζε τότε ότι η επίσκεψη αυτή θα βοηθούσε την Κούβα να βγει από τη διεθνή απομόνωση και ενδεχομένως να αλλάξει και η πολιτική των ΗΠΑ έναντι του καθεστώτος του. Ο Γκαρσία Μάρκες έκανε ό,τι μπορούσε να τον βοηθήσει. Την ίδια ακριβώς περίοδο όμως ξέσπασε στην Αμερική το σκάνδαλο Λιουίνσκι που αποδυνάμωσε τον Κλίντον, με αποτέλεσμα η επίσκεψη εκείνη να περάσει απαρατήρητη.
Οταν εξέδωσε το βιβλίο του Ζω για να τη διηγούμαι (τα απομνημονεύματά του, δηλαδή) ο Γκαρσία Μάρκες είπε χαρακτηριστικά, όπως γράφει ο Μάρτιν, πως «όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να γράφουν τα απομνημονεύματά τους συνήθως είναι τόσο γέροι που δεν θυμούνται τίποτε». Θα ευχόταν κανείς το ειρωνικό αυτό σχόλιο να μην ίσχυε για τον ίδιο, αφού εδώ και αρκετά χρόνια πάσχει από προϊούσα απώλεια μνήμης και σήμερα δεν μπορεί πλέον να γράψει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ