Σε αντίθεση με τους πολλούς ρόλους ναζιστών αξιωματικών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που αναγκάστηκε να παίξει σε ταινίες του Χόλιγουντ καθότι ήταν Αυστριακός («Η γέφυρα του Αρνεμ» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο, «Σιδηρούς Στρυαρός» του Σαμ Πέκινπα κ.α.) ο Μαξιμίλιαν Σελ, ήταν φανατικός αντιναζιστής.
Στην πραγματικότητα δε, είχε καταδιωχθεί από το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ όταν το όνομα του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα πατέρα του, Χέρμαν Σελ, μπήκε στη λίστα των ναζιστών. Η οικογένεια Σελ αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ελβετία, όπου ο Μαξιμίλιαν Σελ πήρε την ελβετική υπηκοότητα.
Το θεατρικό ντεμπούτο του Μ. Σελ έγινε σε παιδική ηλικία όταν έπαιξε στην παράσταση «Γουλίελμος Τέλλος» του Σίλερ. Το καλλιτεχνικό θοποιού βρισκόταν στην οικογένεια Σελ καθώς τόσο η μητέρα του Μαργκαρέτε, όσο οι αδελφές του Μαρία και Εντίτα ήταν επίσης ηθοποιοί. Οι σπουδές του πρώτα στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και αργότερα στο πανεπιστήμιο του Μονάχου έγιναν στην φιλοσοφία και την Ιστορία Τέχνης. Σύντομα όμως η δραματουργία φάνηκε να γράφει το μέλλον του.
Ως επαγγελματίας ηθοποιός ο Μαξιμίλιαν Σελ άρχισε να εργάζεται το 1953 στο Μπάσελ και μερικές από τις πρώτες επιτυχίες του ήταν το «Manorhouse» του Τόμας Γουλφ και «Ο πύργος» του Χιούγκο Φον Χόφμανσταλ. Ακολούθησαν επιτυχίες σε θέατρα του Βερολίνου και αργότερα στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1958 στο «Interlock» του Αϊρα Λέβιν.
Τότε η Herald Tribune τον αποκάλεσε «ιδιοφυία»
Ως ηθοποιός ο Μ. Σελ προτάθηκε τρεις φορές για Οσκαρ. Το κέρδισε με την πρώτη, το 1960 για την «Δίκη της Νυρεμβέργης» (γνωστή και ως «Τα απόρρητα της Νυρεμβέργης») του Στάνλεϊ Κρέιμερ όπου υποδύθηκε τον ουμανιστή συνήγορο υπεράσπισης Γερμανών εγκληματιών πολέμου. To 1975 για to «The man in the glass booth» υπήρξε και πάλι υποψήφιος στην κατηγορία του Α’ ρόλου. Σε αυτήν την ταινία, η οποία δεν είναι καθόλου γνωστή, ο Σελ υποδύθηκε έναν Εβραίο επιχειρηματία ο οποίος συλλαμβάνεται ως ναζιστής εγκληματίας πολέμου από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Δυο χρόνια αργότερα, το 1977, ο Σελ ήταν υποψήφιος στην κατηγορία του Β’ ανδρικού ρόλου για την «Τζούλια» του Φρεντ Τσίνεμαν_ αυτή την φορά για έναν ρόλο αντιναζιστή.
Ο Μαξιμίλιαν Σελ υπήρξε επίσης σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Μια από τις πιο γνωστές ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν τα «Τέσσερα τέλεια εγκλήματα» (1975), βασισμένη στον «Ανακριτή και τον δολοφόνο», ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Γερμανού συγγραφέα Φρίντριχ Ντίρενματ. Η ταινία του «Περιπλανώμενος ένοχος» (1973) προτάθηκε για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το ντοκιμαντέρ του «Μαρλένε» (1984) ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Το «Μαρλένε» είναι μια πολύ ιδιαίτερη ταινία τεκμηρίωσης γιατί ενώ πραγματεύεται την γερμανίδα καλλιτέχνιδα Μαρλένε Ντίτριχ, εκείνη δεν δέχθηκε να κινηματογραφηθεί. Ο θεατής ακούει απλώς την φωνή της ενώ μιλά με τον Σελ, συχνά μάλιστα με μεγάλη ένταση.
Ο Σελ υπήρξε επίσης διάσημος πιανίστας κοντσέρτων αλλά και μουσικοσυνθέτης. Είχε παίξει πιάνο με διευθυντές ορχήστρας τόσο τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν όσο και τον Κλάουντιο Αμπάντο που επίσης πέθανε προσφάτως.