Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _: χωρίς άποψη
«Nymphomaniac Μέρος Α» (Δανία/ Γερμανία/ Γαλλία/ Βέλγιο/ Αγγλία, 2014) του Λαρς Φον Τρίερ, με τους Στέισι Μάρτιν, Σαρλότ Γκενσμπούρ, Στέλανν Σκάσγκαρντ, Ούμα Θέρμαν, Κρίστιαν Σλέιτερ
Είναι χιλιοειπωμένο, πρέπει όμως να ειπωθεί ξανά. Από κάποια στιγμή και μετά, ο Λαρς φον Τρίερ έχει καταφέρει να κάνει θέμα κατ’ αρχάς τον εαυτό του προκειμένου να πουλήσει το προϊόν του. Η επιτυχία του βέβαια είναι ότι πάντα το πουλά, ακόμη και όταν προϊόν δεν υπάρχει καν, όπως π.χ. συνέβη με τη «Melancholia». Κοντά δυόμισι χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που τούτος ο παμπόνηρος Δανός αναστάτωσε το σύμπαν ανακοινώνοντας στις Κάννες τη δημιουργία ενός «θρησκευτικού πορνό» (παράλληλα με τη δήλωση ότι «κατανοεί τον Χίτλερ»).
Και από τότε, κάθε λίγο και λιγάκι, τροφοδοτούσε τον Τύπο με διάφορες «ειδήσεις» που υποτίθεται ότι αφορούσαν αυτό το πορνο, με την προκλητική ονομασία «Nymphomaniac». Ο Τύπος «τσιμπούσε» και έτσι η ταινία βρισκόταν διαρκώς (και χωρίς ουσιαστικό λόγο) στην επικαιρότητα. Από σήμερα λοιπόν, το πρώτο μέρος του «Nymphomaniac» προβάλλεται στις αίθουσες. Μιλάμε για το πρώτο μισό μιας ταινίας που θα συμπληρωθεί με το υπόλοιπο μισό στις 20 Φεβρουαρίου.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος που θα δει τη μισή ταινία θα ξαναπληρώσει σε έναν μήνα για να δει την άλλη μισή. Για να δει τι θα γίνει. Κυριολεκτικά να δει τι θα γίνει. Γιατί όλο το πρώτο μέρος της ταινίας είναι κατά τέτοιον τρόπο φτιαγμένο ώστεγια να σε κάνει να δεις τη δεύτερη. Πως λέμε τηλεοπτικό σίριαλ; Είναι το τυράκι για να τσιμπήσει το ποντικάκι. Μόνον ένας Φον Τρίερ θα μπορούσε να σκεφτεί αυτό το σχέδιο. Και μόνον ένας Φον Τρίερ θα μπορούσε να το εκτελέσει τόσο χυδαία και απροκάλυπτα.
Μόνο που τελικά το πρώτο μέρος του «Nymphomaniac» είναι μια ταινία στην οποία δεν χωρά κριτική, ακριβώς επειδή είναι επιτηδευμένα κομμένη στη μέση. Ακόμα και στους τίτλους τέλους διαβάζουμε «τέλος του πρώτου μέρους». Δεν έχει δηλαδή την πληρότητα ενός ολοκληρωμένου έργου όπως είχε ο πρώτος «Νονός» ας πούμε. Η’ ο δεύτερος. Δεν έχει καν την λογική της τριλογίας του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Ούτε και του «Kill Bill». Αρα τι θα πρέπει να κρίνει κανείς; Το μισό έργο;
Από αυτά που είδα πάντως, πάντα στο πρώτο μέρος, οφείλω να προειδοποιήσω: μην περιμένετε και πολλά. Το φιλμ είναι μια βαρετή καταγραφή επεισοδίων (σε κεφάλαια όπως στο «Dogville» και στον «Αντίχριστο») από τη σεξουαλική ζωή μιας κοπέλας (Στέισι Μάρτιν), την οποία ένας παντογνώστης (Στέλαν Σκάσγκαρντ) έχει περιμαζέψει απ’ τον δρόμο σε μεγαλύτερη ηλικία (Σαρλότ Γκενσμπούρ).
Στην αρχή μιλούν για ψάρεμα. Αργότερα για σεξ. Του λέει για το πώς ανακάλυψε το αιδοίο στα δύο της χρόνια. Για τη σχέση με τον πατέρα της (Κρίστιαν Σλέιτερ). Για το πώς την ξεπαρθένεψε ένας νεαρός που εν συνεχεία έγινε εργοδότης της (Σία Λε Μπεφ). Για το πώς αργότερα με τη φίλη της πολεμούσε τον έρωτα κάνοντας σεξ με όποιον να ‘ναι και όπου να ‘ναι. Για το πώς παρέσυρε έναν παντρεμένο (Χιούγκο Σπέερ). Για το πως εκείνος παράτησε γυναίκα και τρία παιδιά για χάρη της χωρίς τελικά να κερδίσει τίποτε (παρεμπιπτόντως ο Φον Τρίερ κινηματογράφησε την Ούμα Θέρμαν στον ρόλο της εν λόγω δυζύγου σαν εξηντάρα κυράτσα). Από την πλευρά του ο σοφός της μιλά για Εντγκαρ Αλαν Πόου, για την πολυφωνία, για τους αριθμούς του Φιμπονάτσι και για διάφορα άλλα θέματα που εκείνη δεν καταλαβαίνει.
Τώρα γιατί λέγονται όλα τούτα και γιατί πρέπει να τα δούμε, όσα ξέρετε ξέρω. Οπως είπα παραπάνω, αν δεν δει κανείς ολόκληρο το έργο είναι σαν να μιλά για τη μισή σκέψη του καλλιτέχνη. Οσο για το τάχα μου δήθεν πορνό, υπάρχει μια σκηνή κανονικής πεολειξίας, έτσι για να γίνει πιο πικάντικη η κατάσταση. Επίσης σε μια σεξουαλική πράξη κινηματογραφείται πονηρά το πέος του Λε Μπεφ, έτσι για να έχουμε να συζητάμε αν μπήκε ή δεν μπήκε. Σιγά τα ωά δηλαδή. Ο Πατρίς Σερό τα είπε πολύ ξεκάθαρα στη «Σαρκική εξάρτηση», ένα πολύ πιο ώριμο φιλμ γυρισμένο το 2001.
Μία ακόμη μεγάλη επιτυχία του Φον Τρίερ όμως είναι ότι ενώ πραγματεύεται θέματα που μπορούν να συγκινήσουν δεν προκαλεί ουδεμία απολύτως συγκίνηση. Ακόμη και το ξέσπασμα του Σλέιτερ στο νοσοκομείο είναι τόσο ψυχρά κινηματογραφημένο που σε αφήνει κι εσένα ψυχρό απέναντί του. «Δεν αισθάνομαι τίποτε» λέει στο τέλος η Γκενσμπούρ και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί της.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΒΑΝΑ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ –ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΔΙΑΝΑ – ΣΠΟΡΤΙΓΚ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΙΝΤΕΑΛ – ΣΙΝΕΑΚ – ΚΗΦΙΣΙΑ – GAZARTE –CINERAMA – NANA –ΟΣΚΑΡ – VILLAGE MALL ΑΠΟ ΣΑΒ. – VILLAGE ΡΕΝΤΗ ΑΠΟ ΣΑΒ. – ΟDEON KOSMOPOLIS – ODEON STARCITY – STER IΛION ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ STER MAKEDONIA – ΟΛΥΜΠΙΟΝ
———————————
Στο πέρασμα του χρόνου
«Η λιμουζίνα» (Ελλάδα, 2013) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τους Νίκο Κουρή, Παύλο Χαϊκάλη, Δημήτρη Καταλειφό, Δημήτρη Πιατά
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει την ικανότητα να σε αφήνει αμήχανο μπροστά στις ταινίες του αλλά κάθε ταινία του σίγουρα έχει ενδιαφέρον. Η «Λιμουζίνα», η 16η μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε, αφιερώνοντάς την μάλιστα στους ηθοποιούς της, δεν διαφέρει. Αεροβατώντας ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, στα ιστορικά πρόσωπα και στα μυθοπλαστικά, πηδώντας σαν ακρίδα από τον έναν χρόνο στον άλλον (μιλάμε για δεκαετίες ολόκληρες), μοιάζει με ευγενική χειρονομία του δημιουργού της προς όλα όσα ξέρει και αγαπά: τον σουρεαλισμό, τη νουβέλ βαγκ, τα μπιστρό του Παρισιού της δεκαετίας του 1960, τον Σάμουελ Μπέκετ, την ανάγνωση εφημερίδων, τη διαφορά ανάμεσα στον εσπρέσο λούνγκο και στον εσπρέσο στρέτο και τη χαριτωμένη «λαμογιά» του Ελληνα. Μπορεί τελικά να μην είναι τίποτε από όλα αυτά ή να είναι πολύ περισσότερα –ποιος ξέρει; Το γεγονός είναι ότι πολύ τη χάρηκα που την έβλεπα και πολύ χάρηκα που την άκουγα. Η ταινία είναι αφιερωμένη στους ηθοποιούς της ανάμεσα στους οποίους ο Λευτέρης Βογιατζής στο κύκνειο κινηματογραφικό άσμα του και ο πολύ καλός Παύλος Χαϊκάλης σε ρόλο επιστήμονα ζητιάνου, ιδρυτή της Αθηναϊκής Σχολής Ζητιάνων. Ετσι, για να υπάρχει μια απήχηση από το ελληνικό σήμερα.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΙΓΛΗ – ΑΣΤΥ – ΑΤΤΑΛΟΣ – ΝΑΝΑ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΟΣΚΑΡ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
———————————
Η τριπλή ζωή της Ιζαμπέλ Ιπέρ
«Στη χώρα των άλλων» («Da-reun na-ra-e-seo», Νότια Κορέα, 2013) του Σανγκ Σουνγκ Σον, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Αλλη μια σινεφίλ σπαζοκεφαλιά από σήμερα. Στην κορεατική αυτή ταινία ο Σανγκ Σουνγκ Σον παρακολουθεί στιγμές από τη ζωή τριών ευρωπαίων γυναικών που κάνουν διακοπές στη Νότια Κορέα. Μόνο που θα χρειαστεί να περάσει κάποια ώρα για να αντιληφθούμε ότι οι τρεις αυτές γυναίκες έχουν το ίδιο πρόσωπο, της Ιζαμπέλ Ιπέρ, και είναι τα πρόσωπα του σεναρίου που γράφει μια νεαρή Κορεάτισσα. Η ταινία καταγράφει συμπεριφορές, αμήχανες σχέσεις και απρόβλεπτες αντιδράσεις. Κάπου υπάρχει και το στοιχείο της γενικότερης «σύγκρουσης» ανάμεσα στους πολιτισμούς της Δύσης και της Ανατολής. Δεν είναι πάντα ξεκούραστη γιατί πολλές φορές νομίζεις ότι οι ηθοποιοί δεν μπορούν στ’ αλήθεια να συνεννοηθούν μεταξύ τους αλλά έχει ενδιαφέρον ο νατουραλισμός με τον οποίο η Ιπέρ χειρίζεται τους ρόλους της, οι οποίοι τελικά ίσως να μην είναι και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Εκκεντρικότητα είναι η καλύτερη λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτή την ταινία.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΒΑΚΟΥΡΑ
———————————
EΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
>>Το «Εγώ, ο εαυτός μου και η μαμά» («Les garcons et Guillaume, à table!», Γαλλία, 2013) του Γκιγιόμ Γκαγέν είναι η ταινία ενός σκηνοθέτη που πολύ θα ήθελε να είναι Πέδρο Αλμοδόβαρ αλλά δυστυχώς δεν μπορεί. Μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το δικό του θεατρικό έργο –που μάλιστα τον έκανε διάσημο στη Γαλλία –ο Γκαγέν κρατά τον διπλό ρόλο του εαυτού του και της μητέρας του την εποχή που προσπαθούσε να καταλάβει τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και δεν μπορούσε. Ενα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι αφοσιωμένο σε «κρύα» αστειάκια με σεξουαλικά υπονοούμενα. Στην Πορτογαλία ο ήρωας παρεξηγείται επειδή χορεύει σαν γυναίκα, αργότερα προσπαθεί να «ψωνιστεί» και τρώει τα μούτρα του και καταδιώκεται διαρκώς από την εικόνα της μητέρας του. Το αν είναι τελικά γκέι ή όχι είναι μια απορία της οποίας η απάντηση με άφησε παγερά αδιάφορο.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες:ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΔΑΝΑΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ
—————————————
>> Ο «Ηρακλής: Η αρχή του θρύλου» («The legend of Hercules», ΗΠΑ, 2014) του Ρένι Χάρλιν είναι η μια από τις δύο εφετινές ταινίες για τον ήρωα της ελληνικής μυθολογίας (η άλλη είναι ο «Ηρακλης: Οι Θρακικοί πόλεμοι» του Μπρετ Ράτνερ). Ο Φινλανδός Χάρλιν με εμπειρία χρόνων στο σύστημα του Χόλιγουντ («Βαρομετρικό χαμηλό», «Πολύ σκληρός για να πεθάνει 1») συνέθεσε ένα ρεσιτάλ καλοκατασκευασμένης τεχνικής 3D σε κιτς ατμόσφαιρα και με κάκιστες ερμηνείες. Περισσότερο μια παιδική ταινία, απευθύνεται σε θεατές κάτω των 10 ετών και στη μισή της διάρκεια θυμίζει κυρίως τη «Γαλάζια λίμνη» αφού το ερωτικό σκέλος ανάμεσα στον Ηρακλή (Κέλαν Λουτζ) και την Ηβη (Γκάια Βάις) πυροδοτεί το όλο εγχείρημα. Εν ολίγοις μπροστά στον «Ηρακλή» ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι τρεις φορές αριστούργημα.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – ODEON KOSMOPOLIS – ODEON STARCITY – STER IΛION – NANA – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – VILLAGE ΛΙΜΑΝΙ – STER – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ