Οι εταιρείες -η Google, η Microsoft, η Yahoo!, το Facebook και το LinkedIn- είχαν επιμείνει να μπορούν να «μιλήσουν ελεύθερα» για το ζήτημα θέλοντας να υπερασπιστούν εαυτόν μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν.
Η συμφωνία κατατέθηκε στο FISC, το Δικαστήριο Παρακολούθησης και Πληροφοριών Εξωτερικού -στο οποίο, αφ’ε ενός, στρέφονται για εντάλματα υπηρεσίες όπως η NSA αλλά και, αφ’ ετέρου, θα είναι αρμόδιο για να επιτρέπει τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που θέλουν να δημοσιοποιούν οι εν λόγω εταιρείες.
Οι πέντε εταιρείες είχαν αναφερθεί ως «πηγές» του προγράμματος PRISM των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών και είχαν επανειλημμένα εκφράσει τη δυσφορία τους για το γεγονός ότι ήταν νομικά δεσμευμένες να μην μπορούν να δώσουν λεπτομέρειες για τα εντάλματα με τα οποία οι υπηρεσίες τους ζητούν παροχή πληροφοριών -και να δείξουν έτσι, όπως αναφέρουν, «τις ανακρίβειες στα δημοσιεύματα και να κατευνάσουν τις εικασίες στην κοινή γνώση για την έκταση της συνεργασίας τους με τις αρχές».
Αμερικανική κυβέρνηση και εταιρείες εμφανίζονται σε γενικές γραμμές ικανοποιημένες με τη συμβιβαστική συμφωνία, αν και η πλευρά των πέντε δεν κρύβει πως επιθυμούσε μεγαλύτερο εύρος κινήσεων.
Μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, το FBI είχε επιτρέψει στις εταιρείες να δημοσιεύσουν τον αριθμό των αιτημάτων που δέχθηκαν από τις υπηρεσίες για παροχή πληροφοριών και τον αριθμό των λογαριασμών που αφορούσαν -μόνο όμως το συνολικό αριθμό των αιτημάτων από κάθε δημόσια αρχή, χωρίς να διευκρινίζεται ο εντολέας.
Με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, οι ανακοινώσεις θα μπορούν να γίνονται με σχετικά πιο συγκεκριμένους όρους. Οι εταιρείες θα μπορούν να δημοσιεύουν τον αριθμό των αιτημάτων που σχετίζονται με ποινικές υποθέσεις, τον αριθμό (με στρογγυλοποίηση χιλιάδας) απόρρητων ενταλμάτων που σχετίζονται με υποθέσεις εσωτερικής ασφάλειας, τον αριθμό αιτημάτων που γίνονται βάσει της ειδικής νομοθεσίας παρακολουθήσεων εξωτερικού FISA και των αριθμό των χρηστών που αφορούν τα αιτήματα.
Newsroom ΔΟΛ