Τι παρέχει το κράτος σε μια οικογένεια με εισόδημα 500 ευρώ το μήνα; Ούτε καν ένα σχολείο της προκοπής. Ο γονιός με τα 500 ευρώ καλείται να πληρώσει ενισχυτική διδασκαλία αν θέλει να δει να παιδιά του να σπουδάζουν. Δεν είναι μια εξαίρεση, μια ξεχωριστή περίπτωση, κάπου μακριά. Αυτό κάνει η πλειονότητα των οικογενειών που ζουν με 500 ευρώ το μήνα. Γράφουμε και ξαναγράφουμε το ποσό, για να κατανοήσουμε το μέγεθος της ένδειας. Το 65% αυτών των οικογενειών, που κυριολεκτικά δεν έχουν να φάνε, δίνουν λεφτά για φροντιστήρια.
Οι πληροφορίες προκύπτουν από έρευνα που παρουσίασε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αττικής. Μήπως όμως θέλαμε έρευνα για να τα μάθουμε αυτά; Τα ίδια γράφαμε πέρσι και πρόπερσι ως δημοσιογράφοι, τα ίδια ζήσαμε παλαιότερα ως μαθητές. Οι δεκαετίες παρέρχονται, οι υπουργοί πάνε κι έρχονται, οι μαθητές ενηλικιώνονται και αποκτούν παιδιά. Το φροντιστήριο είναι μια κληρονομιά που πάει από πατέρα σε γιο λες και δεν φορολογείται κανείς σε αυτό το κράτος. Που πάνε τόσα χρήματα κάθε χρόνο ώστε να μην έχουμε ούτε υγεία ούτε παιδεία; Ερωτήματα διαρκείας…
Από την έρευνα αξίζει να απομνημονεύσουμε έναν αριθμό, αυτόν που περιέχει το χάλι της εκπαίδευσης συμπυκνωμένο. Από τους 5 μαθητές οι 4 κάνουν φροντιστήριο. Διαφορετικά δεν έχουν μέλλον στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να δούμε λοιπόν πόσο επιβαρύνεται μια οικογένεια επειδή το κράτος είναι ανίκανο να αναλάβει τις υποχρεώσεις του: για τα φροντιστήρια δαπανώνται περίπου 8.000 και για τα ιδιαίτερα περίπου 10.000 ανά μαθητή, για τις τρεις τάξεις του λυκείου.
Μια διαφωτιστική παράμετρος: τα ίδια ισχύουν σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Δηλαδή δεν γλιτώνει καν ο γονιός που απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις του (μισθοδοσία διδασκόντων, συντήρηση κτηρίων, αγορά βιβλίων). Οι μαθητές των ιδιωτικών διαπιστώνουν ανάγκη ενισχυτικής διδασκαλίας. Ρωτάμε λοιπόν «γιατί παιδάκι μου δεν στρώνεσαι στο διάβασμα και τρέχεις σε μαθήματα μέσα στη μαύρη νύχτα;». Απαντήσεις πατρόν: «το κάνουν όλοι» και, προσοχή σε αυτό «στο σχολείο δεν προλαβαίνουμε να βγάλουμε την ύλη».
Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος. Ο υπουργός Παιδείας, εκείνος που δεν έχει χάρισμα στις διαπραγματεύσεις και γενικώς μπορούμε να του σούρουμε τα μύρια όσα. Λέει λοιπόν ότι θα επιμηκύνει το σχολικό έτος. Αμήν. Να είναι οι εργάσιμες περισσότερες από τις αργίες. Τα δημοτικά κάνουν μάθημα 170 ημέρες και τα γυμνάσια και λύκεια 150. Πολλά ανεξήγητα απαντήθηκαν τώρα που ξεκίνησε η συζήτηση: γιατί του Αη Γιαννιού δεν γίνεται μάθημα; Κρατηθείτε: επειδή κάποτε η γιορτή έπεσε Παρασκευή και δόθηκε ως αργία, στη συνέχεια καθιερώθηκε. Αλλες απορίες παραμένουν: γιατί τα γυμνάσια κλείνουν όταν δίνουν εξετάσεις τα λύκεια;
Είναι πιθανό του χρόνου τα μαθήματα να ξεκινήσουν στις 8 Σεπτεμβρίου, αντί στις 11 που συνηθίζεται ενώ η λήξη του σχολικού έτους να μετατεθεί επίσης. Αναρωτιέται κανείς: θα λυθεί το πρόβλημα της εκπαίδευσης με τέτοιες πρωτοβουλίες; Σίγουρα ο αριθμός των ημερών διδασκαλίας δεν είναι πανάκεια όμως λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, βελτιώνεται το σύστημα. Κάτι γίνεται και μάλιστα άμεσα. Πιο μακροπρόθεσμα μπορούν να αλλάξουν και τα βιβλία, να αλλάξει ο τρόπος βαθμολόγησης, να γίνει μια συζήτηση για το περιεχόμενο των μαθημάτων. Οσα όμως μπορούν να αλλάξουν φέτος προς το καλύτερο, ας αλλάξουν.