Αστερισμός ζωτικών φαινομένων
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.
Εκδόσεις Ικαρος, 2013,
σελ.486, τιμή 17 ευρώ
Ηταν μια λευκή νύχτα. Επισήμως δεν επρόκειτο για σύλληψη αλλά για μια ακόμη «εξαφάνιση». Είχε μεσολαβήσει ο χαφιές της γειτονιάς. Οι ρώσοι στρατιώτες «χτύπησαν την πόρτα μία φορά, δύο φορές και μετά την γκρέμισαν με τις κλοτσιές». Ο Ντόκα το περίμενε, είχε βοηθήσει αυτούς που δεν έπρεπε, ήξερε ότι ήταν ξεγραμμένος. «Η ταινία που του ‘χαν κολλήσει στο στόμα ζάρωνε με κάθε βουβή κραυγή του. Του φόρεσαν μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι» και τον πέταξαν σε ένα καμιόνι – δεν υπήρχε γυρισμός. Υστερα με ένα μπιτόνι βενζίνης και ένα σπίρτο «φλόγες αναρριχήθηκαν στις μπροστινές κουρτίνες, τα τζάμια σωριάστηκαν στο περβάζι». Ως το ξημέρωμα το σπίτι θα μετατρεπόταν σε ένα πυρπολημένο κενό, τα καψαλισμένα απομεινάρια του θα έσβηναν στο χιόνι. Ο Αχμεντ, είκοσι μέτρα μακριά, παρακολουθούσε ασφαλής από το καθιστικό του τον χαμό του γείτονά του. Οταν η ολιγόλεπτη επιχείρηση τελείωσε, ο ίδιος έτρεξε στο δάσος. Ο φόβος και η ελπίδα συγκρούονταν πάνω στο λαχανιασμένο στήθος του. «Πίσω απ’ το σπίτι, κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα, το πρόσωπο του κοριτσιού τρεμόφεγγε. Κάτασπρο δέρμα σε λωρίδες κατηφόριζε απ’ τα μάτια της, ραβδώνοντας τη στάχτη στα μάγουλά της». Η Χαβάα, ένα περίεργο κορίτσι που εκείνη τη νύχτα «ονειρεύτηκε θαλάσσιες ανεμώνες», ήταν καθισμένη σε μια βαλίτσα που περιείχε τα «ενθύμιά» της. Εκείνος της μίλησε αλλά εκείνη δεν του αποκρίθηκε. Ηταν όμως ζωντανή, αυτό είχε σημασία τις τελευταίες ημέρες του 2004 στο καθημαγμένο από τον πόλεμο Ελντάρ, ένα χωριουδάκι της Τσετσενίας, αυτής της «παρωνυχίδας της ανθρωπότητας».
Αυτή είναι η αγωνιώδης αρχή του πρώτου μυθιστορήματος του αμερικανού συγγραφέαΑντονι Μάραυπό τον αινιγματικό τίτλο«Αστερισμός ζωτικών φαινομένων»(ΑConstellationofVital Phenomena,2013). Δεν υπήρξε λίστα – στα πλέον έγκυρα αγγλοσαξονικά μέσα – για τα καλύτερα βιβλία του 2013 που να μη συμπεριλάμβανε αυτό το λογοτεχνικό ντεμπούτο το οποίο σφύζει από έναν καλώς εννοούμενο επαγγελματισμό. Ενα ιατρικό λεξικό που παραπέμπει στο λήμμα «ζωή» διαφωτίζει τον αναγνώστη εις ό,τι αφορά τον τίτλο και τον επεξηγεί: «οργάνωση, ευερεθιστότητα, κίνηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή, προσαρμογή». Ο γεννημένος στην Ουάσιγκτον αλλά σπουδαγμένος στη Ρωσία συγγραφέας, απόφοιτος των προγραμμάτων δημιουργικής γραφής των πανεπιστημίων του Στάνφορντ και της Αϊοβα, είπε σε μια συνέντευξή του ότι το βιβλίο «είναι ένα μυθιστόρημα για ανθρώπους που προσπαθούν να υπερβούν τις κακουχίες της ζωής τους με το να σώζουν τους άλλους».
Ο Αχμεντ, ένας παρ’ ολίγον γιατρός και επίδοξος καλλιτέχνης της απώλειας, φοβούμενος ότι η ζωή της οκτάχρονης Χαβάα διατρέχει ακόμη μεγάλο κίνδυνο, τη μεταφέρει στο κατεστραμμένο Βολτσάνσκ και την παραδίδει στη δυναμική Σόνια Ράμπινα που απεδείχθη η «πιο παράξενη Ρωσίδα που είχε γνωρίσει ποτέ, ένας γρίφος τυλιγμένος σε μια καθόλου ελκυστική, αλλά κατάλευκη, ιατρική μπλούζα». Η ίδια διευθύνει μόνη της ένα νοσοκομείο-φάντασμα που έχει περιορισθεί στα επείγοντα περιστατικά (οι σκηνές των χειρουργείων είναι λίγο ανατριχιαστικές, μυρίζουμε το αίμα που αφήνει πίσω του κόκκινες γραμμές και ακούμε τα κόκαλα που πριονίζονται) με τη βοήθεια της Ντέσι, μιας ηλικιωμένης αλλά αστεία ανατρεπτικής νοσοκόμας.
Στην αρχή η Σόνια, που επέστρεψε στην πατρίδα από το Λονδίνο για να αναζητήσει την αγνοούμενη αδελφή της Νατάσα – θύμα αυτή, όπως αποδεικνύεται, του δουλεμπορίου και των ναρκωτικών – διστάζει να αναλάβει την ευθύνη της μικρής αλλά δέχεται όταν ο Αχμεντ προσφέρει πρόθυμα τις αμφιβόλου αξίας υπηρεσίες του σε ένα μέρος όπου περιθάλπονται με αυταπάρνηση τσακισμένοι πρόσφυγες και λαβωμένοι αντάρτες. Γύρω από τούτη τη συμπόρευση ανάγκης των δυο τους οργανώνει ο συγγραφέας ένα καλοκαμωμένο μυθιστόρημα χαρακτήρων που επέχουν θέση προσεκτικά τοποθετημένων ψηφίδων σε μια σύνθεση για την αξία της ανθρώπινης αντοχής.
Δύσκολα θα ξεχάσει ο αναγνώστης, επί παραδείγματι, την ιστορία του υπέργηρου Χασάν Γκεσίλοφ, συγγραφέα μιας ογκωδέστατης και πλήρους ιστορίας της Τσετσενίας που καταλήγει όμως (όπως άλλωστε διαχρονικά συμβαίνει και με τον τόπο του) στην πυρά, όπως επίσης και τη δύσκολη σχέση του με τον γιο του Ραμζάν, φίλος αυτός και συμμαθητής του Αχμεντ, που γίνεται πληροφοριοδότης των Ρώσων – ο γέρος, βετεράνος του Κόκκινου Στρατού του οποίου η οικογένεια υπέφερε από τις εκτοπίσεις του Στάλιν, προτιμά να απευθύνεται στα σκυλιά παρά στον προδότη…
Ο μυθοπλαστικός καμβάς της Τσετσενίας
Η αφήγηση του Αντονι Μάρα καλύπτει μία ολόκληρη αιματοκυλισμένη δεκαετία και τις δύο πρόσφατες συρράξεις, δηλαδή μεταξύ των (χριστιανών) Ρώσων και των (ισλαμιστών) Τσετσένων μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, σε αυτή τη χρονίως διαφιλονικούμενη περιοχή του Βόρειου Καυκάσου με το πλούσιο υπέδαφος. Για να καταδείξει ακριβώς το ιστορικό και πολιτισμικό βάθος αυτής της σύγκρουσης, ο Αντονι Μάρα επέλεξε για προμετωπίδα στο βιβλίο του μια φράση από τον «Χατζή Μουράτ», το τελευταίο συνταρακτικό πεζογράφημα τουΛέοντος Τολστόιμε πρωταγωνιστή τον πολέμαρχο ιμάμη Σιαμίλ που ηγήθηκε του «ιερού πολέμου» των ξεσηκωμένων ορεσίβιων Καυκασίων κατά της τσαρικής αυτοκρατορίας στα μέσα του 19ουαιώνα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ