Με το σκεπτικό «γιατί να μην κάνουμε εμείς μια δική μας προσπάθεια;» ο Δημήτρης Τάρλοου αποφάσισε να μπει στην περιπέτεια της θεατρικής μεταφοράς της «Μεγάλης Χίμαιρας». Το μυθιστόρημα που έγραψε ο παππούς του το 1936 με τον τίτλο «Χίμαιρα» και αναθεώρησε ο ίδιος το 1953 θα μεταφερθεί στην Αίθουσα Η της Πειραιώς 260 το προσεχές καλοκαίρι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Πρόκειται για ένα λεπτομερές ψυχογράφημα μιας νεαρής Γαλλίδας, της Μαρίνας, που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρο, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της.

«Τα τελευταία χρόνια είχαν φτάσει στα χέρια μου σενάρια ή υποτιθέμενα σενάρια, προσπάθειες, πρωταγωνιστές, τηλεοράσεις…»
λέει ο Δημήτρης Τάρλοου που είχε την ιδέα και θα αναλάβει τη σκηνοθεσία. «Εδωσα λοιπόν στον Στρατή Πασχάλη το μυθιστόρημα και του ζήτησα να το διασκευάσει. Προβληματίστηκε… Υστερα από μερικούς μήνες μου έφερε μια πρώτη διασκευή».
Και έτσι ξεκίνησε, κάνοντας σκέψεις γύρω από την παράσταση, σε ένα πρώτο, προπαρασκευαστικό στάδιο.

«Βλέπω μια πλοκή του κινηματογράφου μέσα στην ιστορία. Από πλευράς αποστασιοποίησης και μόνο (ένα στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό στον Καραγάτση) αλλά και γιατί όλοι βλέπουν τη «Μεγάλη Χίμαιρα» όχι τόσο στο θέατρο όσο στην οθόνη».
Ενα δεύτερο ερώτημα προς απάντηση είναι η απεικόνιση: «Δεν με ενδιαφέρει όμως μια πιστή απεικόνιση –τι θα πει άλλωστε πιστή; Συνήθως είναι και η πιο άπιστη» συμπληρώνει και εξηγεί ότι «ουσιαστικά πρόκειται για τη δική μου αντίληψη απέναντι στο μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα του παππού μου. Πού θα στηριχθεί η παράσταση;

«Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα είδα και μια αστεία πλευρά. Ο Καραγάτσης, ως φυσιοδίφης, παίρνει έναν μεγεθυντικό φακό και τον βάζει για να δει πώς αντιδρούν οι ήρωές του, σαν πειραματόζωα. Αυτό είναι μια ολόκληρη ιδεολογία του Καραγάτση που δεν είναι και πολύ αρεστή». Και επισημαίνει ότι στην τριλογία που περιλαμβάνει τον «Γιούγκερμαν», τον «Λιάπκιν» και τη «Μεγάλη Χίμαιρα» ο Καραγάτασης βάζει έναν ξένο για να δει πώς αντιδρά στην ελληνική πραγματικότητα.

Ο Δημήτρης Τάρλοου στέκεται ιδιαίτερα και στη φύση αναζητώντας τρόπους ώστε να αποδοθούν τα στοιχεία της. Επίσης, στην ανάδειξη του κωμικού μέσα από το κωμικοτραγικό, μαζί με το παιχνίδι με την οθόνη, καθώς και στη σημασία στη λεπτομέρεια.

«Το κυριότερο ωστόσο για μένα κομμάτι είναι η ιδεολογική και βιολογική αντιπαράθεση Δύσης – Ανατολής, πώς, δηλαδή, οι ξένοι βλέπουν το ελληνικό φως, ως ένα απίστευτο τοπίο φωτοσκιάσεων, αλλά όταν έρχονται εδώ, καίγονται»
.
Και ακόμα, η γυναικεία και η ανδρική ιδιοσυγκρασία. «Πολλοί λένε ότι ο Καραγάτσης έχει στοιχεία μισογυνισμού –δεν θα διαφωνήσω. Αλλά πρέπει να δούμε τι είναι αυτός ο μισογυνισμός…».
Τέλος, ο σκηνοθέτης, ο οποίος στοχεύει σε μια «συνεπή παράσταση», υπογραμμίζει την ανάγκη «να είμαστε απολύτως πιστοί στην εποχή, στα κοστούμια και στο σκηνικό. Οτιδήποτε σύγχρονο να εντάσσεται στην ίδια την ιδιοσυγκρασία των προσώπων». Γι’ αυτό και η παράσταση θα διαθέτει πολλά στοιχεία της γενιάς του ’30 –ποίηση, μουσική, εικαστική πλευρά.
Κλείνοντας ο Δημήτρης Τάρλοου προσθέτει ότι ο ίδιος θα υποδυθεί στην παράσταση τον παππού του: «Υπάρχει μια σκηνή όπου ο Καραγάτσης βγαίνει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και παρουσιάζεται ως βιομήχανος ετοίμων ενδυμάτων. Χορεύει τη Μαρίνα έναν χορό και προβλέπει το τέλος της…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ