Γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1914. Ο Τάσσος (κατά κόσμον Αναστάσιος Αλεβίζος) στις 25 Μαρτίου, στη Λευκοχώρα της Μεσσηνίας, η Βάσω Κατράκη στις 5 Ιουλίου, στο Αιτωλικό της Αιτωλοακαρνανίας. Ο πρώτος γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1930, η δεύτερη το 1936. Δάσκαλος και των δύο ο διακεκριμένος χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957). Αποφοίτησαν με διαφορά ενός χρόνου, πρώτος ο Τάσσος το 1939, με την Κατράκη να ακολουθεί το 1940. Οργανώθηκαν στο ΕΑΜ, πήραν μέρος στην Αντίσταση, μαγεύτηκαν, όπως έχει πει η Κατράκη, από την ιδεολογία του κομμουνισμού, δημιούργησαν με πάθος εμπνεόμενοι από τις θεωρίες και τις φιλοσοφίες των «Κόκκινων», αυτό όμως που άφησαν πίσω τους είναι πολύ περισσότερο από στρατευμένη τέχνη. Οι δύο σημαντικοί δημιουργοί ανέβασαν καθένας με τον τρόπο του τη χαρακτική σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα εξελίσσοντάς την μέσα από έργα που μιλάνε με αποστομωτική δύναμη για τον βασανισμένο άνθρωπο αλλά και που αποθεώνουν την ελληνικότητα ως πανανθρώπινη ιδέα που σμιλευμένη στο ξύλο και στην πέτρα (από την Κατράκη) γίνεται χάδι και κραυγή, μας συγκινεί και μας συγκλονίζει.
Η «φωνή» της πέτρας
«Το Αιτωλικό» γράφει η Βάσω Κατράκη σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα «είναι ένα μικρό νησάκι που το συνδέουνε με τη στεριά δύο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθόντανε όλο ψαράδες. Ενα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά μπακανιασμένα από την ελονοσία. Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Οταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Εκθεση στο Παρίσι. Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η εξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ η ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου». Εγινε, τελικά, χαράκτρια ξεκινώντας από το ξύλο και καταλήγοντας στην πέτρα, για να αποτυπώσει, μεταξύ άλλων, στο έργο της τους αγώνες του ελληνικού λαού. Το 1955 κάνει την πρώτη ατομική έκθεσή της. Τρία χρόνια μετά, το 1958, αποσπά το πρώτο βραβείο στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και το Premium της Διεθνούς Μπιενάλε Χαρακτικής στο Λουγκάνο, αλλά και γεννάει τα δίδυμα παιδιά της Μαριάννα και Σπύρο. Η εξαιρετικά επιτυχής καριέρα της διακόπτεται όταν το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Γυάρο. Αφήνεται ελεύθερη το 1968 έπειτα από διεθνείς πιέσεις. Το 1987 κάνει την τελευταία ατομική έκθεσή της και ιδρύει μαζί με άλλους καλλιτέχνες την Ενωση Ελλήνων Χαρακτών. Στις 27 Δεκεμβρίου 1988 φεύγει από τη ζωή. Το 2006 εγκαινιάζεται στο Αιτωλικό το Μουσείο Βάσως Κατράκη, όπου και παρουσιάζεται σε μόνιμη έκθεση όλο το έργο της.
Πρωτοπόρος και πολυπράγμων
Εκτός από τον Κεφαλληνό, καθοριστικό ρόλο στη σχέση του Τάσσου με τη χαρακτική, στην οποία αφιέρωσε όλη τη ζωή του, έπαιξε η γνωριμία του με έναν πολύ σημαντικό χαράκτη του Μεσοπολέμου και γελοιογράφο, τον Δημήτριο Γαλάνη (Αθήνα, 1882 – Παρίσι, 1966), μαθητή του Νικηφόρου Λύτρα (στο σχέδιο, στο Πολυτεχνείο της Αθήνας). Το 1936, μαθητής ακόμη, ο Τάσσος πραγματοποιεί την πρώτη έκθεσή του, ενώ το 1938 συμμετέχει στην Πρώτη Πανελλήνια Εκθεση Πρωτοτύπου Χαρακτικής της Ομάδος Ελλήνων Ζωγράφων – Χαρακτών. Το 1941, υπό την καθοδήγηση της Ηλέκτρας Αποστόλου και μαζί με τους Λουκία Μαγγιώρου (τη ζωγράφο, χαράκτρια και σύντροφο της ζωής του), Μέμο Μακρή, Φώτη Ζαχαρίου, Βάσω Κατράκη κ.ά., συγκροτεί ομάδα καλλιτεχνών για τις ανάγκες του ΕΑΜ. Στα χαρακτικά του αποτυπώνει την Κατοχή. Μετά την απελευθέρωση, εκτός από τα θέματα του πολέμου, αρχίζει να φιλοτεχνεί και πορτρέτα, γυμνά, νεκρές φύσεις, πρωτοπορώντας καθώς αρχίζει να βάζει σε αρκετά από εκείνα χρώμα. Το 1948 ξεκινάει μακροχρόνια συνεργασία με τον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων (η αγάπη του για τα βιβλία ήταν μεγάλη και τον ενδιέφερε πάντα η εικονογράφησή τους), με πρώτη δουλειά του το «Αναγνωστικόν Εκτης Δημοτικού» που κυκλοφόρησε το 1949. Τον ίδιο χρόνο μαζί με άλλους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένης πάλι της Κατράκη, ιδρύουν τη «Στάθμη», μια ομάδα εικαστικών (ανάμεσά τους οι Μπουζιάνης, Βασιλείου, Γουναρόπουλος και Ζογγολόπουλος) που ανέπτυξαν πλούσια δραστηριότητα.
Στη θεματολογία του έχουν αρχίσει να προστίθενται οι εικόνες της αγροτικής ζωής. Το 1959 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου και διδάσκει για σειρά ετών ως το 1967. Το 1963 αναγορεύεται επίτιμος ακαδημαϊκός της Accademia del Αrte del Disegno της Φλωρεντίας.
Η στρατευμένη τέχνη του αποκτά ακόμη πιο έντονη φωνή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, οπότε και έζησε εκτός Ελλάδας, αυτοεξόριστος. Το 1977 ιδρύει μαζί με άλλες προσωπικότητες του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση με αποστολή της την αποκέντρωση της καλλιτεχνικής ζωής. Εικονογραφεί βιβλία και συνεργάζεται με τα ελληνικά και τα κυπριακά ταχυδρομεία σχεδιάζοντας γραμματόσημα με χρήση για πρώτη φορά πολυχρωμίας. Πεθαίνει στις 13 Οκτωβρίου 1985. Τον Φεβρουάριο του 1987 η Εθνική Πινακοθήκη φιλοξενεί αναδρομική έκθεσή του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ