Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 οι θεατρόφιλοι του Λονδίνου εξεπλάγησαν από τη μοντέρνα εκδοχή του «Αμλετ» με τον Αλεκ Γκίνες στο Old Vic. Στον ίδιο χώρο τον απήλαυσαν ως Ριχάρδο Γ’ και Κοριολανό, ενώ περίπου εκείνη την εποχή, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (στον οποίο ο Γκίνες υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό), άρχισαν να γίνονται πλατύτερα γνωστές οι τεράστιες υποκριτικές ικανότητές του και στον κινηματογράφο.
Το ντεμπούτο του στο θέατρο είχε γίνει το 1934. Ο Τζον Γκίλγουντ τον είχε διακρίνει πρώτος και ο Γκίνες δεν το ξέχασε ποτέ. Στα τέλη της αμέσως επόμενης δεκαετίας, το 1949, ο Γκίνες, ενώ είχε ήδη ενσαρκώσει τον καλύτερο ίσως Φάγκιν που έχουμε δει στο σινεμά –στο «Ολιβερ Τουίστ» του Ρόναλντ Νιμ -, άφησε εποχή υποδυόμενος τα… οκτώ μέλη της οικογενείας Ντ’ Ασκόιν στην αριστουργηματική «μαύρη» κωμωδία του Ρόμπερτ Χάμερ «O 13os κληρονόμος» («Kind hearts and coronets»).
Αυτή η «συλλογή» διαφορετικών μορφών ανά ταινία κορυφώθηκε σε πολλές κωμωδίες των στούντιο Ealing κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 («Η συμμορία του Λάβεντερ Χιλ», «Ο άνθρωπος με το λευκό κοστούμι», «Η συμμορία των πέντε») και είχε ως επακόλουθο την ετικέτα «Ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα», ένα διαφημιστικό τρικ του ατζέντη του, το οποίο ο ίδιος ο Γκίνες ανέκαθεν απεχθανόταν. «Μια κουταμάρα που μόλυνε όλη μου τη ζωή» θα ομολογούσε αργότερα.
Η μετριοφροσύνη αλλά και η αφοσίωση του σπουδαίου αυτού ηθοποιού, που δεν ζήτησε ποτέ κανενός την προσοχή, φαίνονταν μόνο στη δουλειά του. «Προσπαθώ να βρεθώ μέσα στον χαρακτήρα που υποδύομαι και να τον προβάλω» είχε πει ο Γκίνες, ο οποίος πίστευε ότι μόνο από τη στιγμή που ήλεγχε το βάδισμα του ήρωα μπορούσε να παραδεχθεί ότι τον είχε πλήρως κατακτήσει. «Μπορείς να είσαι μόνο η προσωπικότητά σου και εγώ είμαι χαρούμενος που είμαι ηθοποιός. Αν προσπαθούσα να κάνω κάτι διαφορετικό, δεν θα ήξερα πώς να συμπεριφερθώ. Και αν προσπαθούσα να επιβληθώ ως σουπερστάρ, θα ήμουν ένας περίγελος».
Γεννημένος στις 2 Απριλίου 1914, ο λονδρέζος ηθοποιός ξεκίνησε τις σπουδές του στην υποκριτική ενώ εργαζόταν ήδη στον χώρο της διαφήμισης απ’ όπου… απολύθηκε. Ακόμη πιο παράδοξο είναι το ότι η τότε καθηγήτριά του στην Υποκριτική, η Μάρσια Χαντ, προσπάθησε να τον αποθαρρύνει λέγοντάς του ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ηθοποιός! (Επαιξαν μαζί το 1946 στην πρώτη μεγάλη επιτυχία του Γκίνες, τις «Μεγάλες προσδοκίες», όπου η Χαντ αναγκάστηκε φυσικά να καταπιεί τη γλώσσα της.) Ο Αλεκ Γκίνες είχε το μεγάλο χάρισμα να υποβάλλει τη διφορούμενη φύση του κάθε ήρωα, τη θλίψη πίσω από τη φάρσα, την αξιοπρέπεια πίσω από την αξιοθρήνητη αποτυχία, την αληθινή πίκρα της ανόητης ήττας.
Η προσφορά του στην κινηματογραφική κωμωδία υπήρξε ανεκτίμητη, αλλά παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε έναν δραματικό ρόλο για να κερδίσει τη μεγαλύτερη διάκρισή του, ένα Οσκαρ. Το κατάφερε υποδυόμενος τον ματαιόδοξο συνταγματάρχη Νίκολσον της «Γέφυρας του ποταμού Κβάι» του Ντέιβιντ Λιν, έναν αιχμάλωτο πολέμου ο οποίος με την πεισματάρικη συμπεριφορά του παλινδρομεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό, μη μπορώντας να ερμηνεύσει την έννοια του στρατιωτικού καθήκοντος.
Ακολούθησαν πολλοί ρόλοι, με τον Γκίνες σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο πάντοτε να ξεχωρίζει. Ανάμεσά τους, σε ταινίες όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» και ο «Δρ Ζιβάγκο», επίσης του Λιν. Ηταν και ένας απολαυστικός κατάσκοπος, ατσίδα στη χρήση της… ηλεκτρικής σκούπας στο «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα». Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο Γκίνες κατάφερε να γίνει ο δημοφιλέστερος ηθοποιός της τρίτης ηλικίας στα μάτια του παιδικού κοινού. Υπήρξε ο Ομπι Γουάν Κενόμπι της τριλογίας του «Πολέμου των Αστρων», ταινίας την οποία ο Γκίνες μίσησε, μη μπορώντας να ανεχθεί την πενιχρότητα των διαλόγων της (απαξιούσε μάλιστα να ανοίξει τα χιλιάδες γράμματα των θαυμαστών του). Επαιξε πάντως και στις τρεις ταινίες, οι οποίες έλυσαν τα οικονομικά προβλήματά του εφ’ όρου ζωής.

«Ποτέ μου δεν αποφάσισα να αφοσιωθώ αποκλειστικά στο σινεμά ή στο θέατρο»
θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Γκίνες. «Αρχισα όμως την καριέρα μου από το θέατρο και εξακολουθώ κατά κάποιον τρόπο να αισθάνομαι ασφαλέστερος σε αυτό».
Ο Γκίνες ζούσε με τις εμμονές του. Δεν παντρεύτηκε παρά μόνο μία φορά, εξήντα δύο χρόνια δηλαδή πριν από τον θάνατό του, στις 5 Αυγούστου 2000 (μαχόταν επί χρόνια με τον καρκίνο που είχε εμφανισθεί στο συκώτι του). Εμεινε με την ίδια γυναίκα, την ηθοποιό Μέρουλα Σάλαμαν, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Μάθιου, που είναι επίσης ηθοποιός. Δεν έδινε πολλές συνεντεύξεις και δεν ήθελε να παίζει στην τηλεόραση, μη αντέχοντας την προχειρότητα του μέσου.
Πραγματικά οι δύο σειρές κατασκοπείας στις οποίες τελικά εμφανίστηκε υποδυόμενος τον γερόλυκο κατάσκοπο του Τζον Λε Καρέ Τζορτζ Σμάιλι («Tinker, tailor, soldier, spy» και «Οι άνθρωποι του Σμάιλι») παραμένουν υποδειγματικές περιπτώσεις σοβαρών και άρτιων σε όλους τους τομείς τηλεοπτικών προϊόντων. Το 1985 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του «Blessings in disguise», ενώ χρίστηκε ιππότης το 1960.

Με τα δικά του λόγια
«Η καλύτερη ίσως δουλειά μου» είπε για τον σκωτσέζο φωνακλά και μέθυσο συνταγματάρχη Τζον Σινκλέρ που ενσάρκωσε στην ταινία του Ρόναλντ Νιμ «Ουίσκι και δόξα» («Tune of glory») που γυρίστηκε τρία χρόνια μετά τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι» και ήταν η αγαπημένη του Γκίνες.

Για τη στρατιωτική θητεία του: «Υποδύθηκα κάποτε τον αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, ένας πολύ μικρός ρόλος με μεγάλη διάρκεια…».

Στην αυτοβιογραφία του «Blessings in disguise» ο Γκίνες έλεγε περισσότερα για τους «ταλαντούχους και εκκεντρικούς» ανθρώπους που είχε γνωρίσει παρά για τον εαυτό του.

Ο Τζον Γκίλγουντ έδωσε στον Γκίνες τη μεγάλη ευκαιρία για να διακριθεί επιλέγοντάς τον για τον ρόλο του Οσρικ σε μια παράσταση του «Αμλετ» το 1934.

Για την επιτυχία: «Η αποτυχία έχει χιλιάδες ερμηνείες. Η επιτυχία δεν χρειάζεται ούτε μία».

Για τις απολογίες: «Ζούμε την εποχή των απολογιών. Περιμένουμε απολογίες, αληθινές ή πλαστές, από καταστροφείς αυτοκρατοριών, δουλεμπόρους και κατηγόρους αιρετικών. Από ανθρώπους, δηλαδή, που σύμφωνα με την άποψή μας τα έκαναν θάλασσα. Ετσι, ενώ πλησιάζω τα 85, θα ήθελα και εγώ να απολογηθώ για κάτι. Φαίνεται ότι θα πρέπει να απολογηθώ που υπήρξα άνδρας, λευκός και Ευρωπαίος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ