Τα παιδιά του εμφυλίου.
Από την «Κοινωνική Πρόνοια» του Φράνκο
στον «Ερανο» της Φρειδερίκης (1936-1950)
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας,
2013, σελ. 363, τιμή 17 ευρώ
Το 1947, στη χειρότερη περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, η βασίλισσα Φρειδερίκη ίδρυσε τον Ερανο Βορείων Επαρχιών Ελλάδος, ο οποίος είναι γνωστότερος ως Ερανος της Βασίλισσας. Παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές μεταφέρονταν σε παιδουπόλεις που είχαν επί τούτου δημιουργηθεί για να «προστατευθούν» και να εκπαιδευθούν, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. Τον αμέσως επόμενο χρόνο η Προσωρινή Κυβέρνηση του Βουνού άρχισε να μετακινεί παιδιά στις τότε λαϊκές δημοκρατίες, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται στις 25.000 περίπου.
Οι νικητές του Εμφυλίου χρησιμοποίησαν (για προπαγανδιστικούς λόγους φυσικά) δύο όρους: «παιδοφύλαγμα» όσον αφορά τη συγκέντρωση των παιδιών στις παιδουπόλεις και «παιδομάζωμα» τις μεταφορές παιδιών στις λαϊκές δημοκρατίες. Ετσι, το μεν ΚΚΕ χαρακτήριζε τις παιδουπόλεις του Εράνου «χιτλερικά στρατόπεδα», ενώ οι αντίπαλοί του το κατηγορούσαν ότι στόχευε στον αφελληνισμό των περίπου 25.000 παιδιών που έστειλε στις λαϊκές δημοκρατίες και στη μετατροπή τους σε «κόκκινους γενίτσαρους».
Εχουν περάσει 65 χρόνια από τότε και το θέμα εξακολουθεί να προκαλεί αντιπαραθέσεις. Η ιδεολογική φόρτιση είναι αναπόφευκτη, αν και μόνο σκεφτεί κανείς πως έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια ώσπου να πάψουμε επισήμως να χρησιμοποιούμε τη λέξη «συμμοριτοπόλεμος». Κι ακόμη, να εμφανιστούν νεότεροι ιστορικοί και με νηφαλιότητα να προσεγγίσουν τις πτυχές του Εμφυλίου, μια από τις οποίες ήταν και το δράμα των παιδιών, ιδιαίτερα στην επαρχία.
«Παιδομάζωμα» και «παιδοφύλαγμα»;
Το βιβλίο Τα παιδιά του Εμφυλίου του νεότερου ιστορικού Λουκιανού Χασιώτη συνιστά μια εξαιρετική συμβολή στη μελέτη αυτής της εποχής, ιδιαίτερα μάλιστα επειδή τη συγκρίνει με τα όσα αντίστοιχα συνέβησαν στην περίοδο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και μετά (1936-1950). Βασισμένος στα αρχεία ο συγγραφέας καταρρίπτει μύθους που ανέπτυξαν και οι δύο πλευρές σχετικά με το «παιδομάζωμα» ή το «παιδοφύλαγμα», με κυριότερους τους εξής:
Πρώτον, ότι οι παιδουπόλεις της Φρειδερίκης μπορεί μεν να μην ήταν «χαρούμενες κατασκηνώσεις» αλλά δεν ήταν και στρατόπεδα χιτλερικού τύπου, όπως έλεγε το ΚΚΕ, αφού η είσοδος σε αυτές ήταν συνήθως εθελοντική. Παρουσίαζαν όμως αρκετές ομοιότητες με τις εστίες Κοινωνικής Πρόνοιας (Auxilio Social) της φρανκικής Ισπανίας, αν και οι τελευταίες ήταν πολύ σκληρότερες από τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης και άτεγκτες όσον αφορά την προπαγάνδα. Η Κοινωνική Πρόνοια του Φράνκο στόχευε στην απαρέγκλιτη εφαρμογή του δόγματος της Φάλαγγας ώστε να διασφαλίζεται «η κοινωνική ασφάλεια των μετόπισθεν».
Δεύτερον, ότι στόχος του ΚΚΕ, όταν μετέφερε τα περίπου 25.000 παιδιά στις λαϊκές δημοκρατίες, δεν ήταν, όπως έλεγαν οι αντίπαλοί του, ο αφελληνισμός τους και η μετατροπή τους σε «κόκκινους γενίτσαρους» –για έναν πολύ απλό λόγο: οι γονείς των περισσότερων από εκείνα τα παιδιά ήταν ήδη αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Το ότι τα παιδιά χρησιμοποιήθηκαν ως όμηροι προκειμένου οι γονείς τους να μη λιποτακτήσουν από τον Δημοκρατικό Στρατό είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούν ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί αλλά, είτε το δέχεται κανείς είτε όχι, δεν αλλάζει την παρατήρηση του Χασιώτη, ούτε και το ότι κάποια από αυτά εκπαιδεύτηκαν και στη συνέχεια στάλθηκαν να πολεμήσουν με τον Δημοκρατικό Στρατό.
Τρίτον, ότι πολλά παιδιά που πέρασαν από τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης αντιμετώπισαν μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα και πολλά δυσκολεύτηκαν να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία. Οσα είχαν αριστερούς γονείς αντιμετωπίζονταν τουλάχιστον με καχυποψία κουβαλώντας ως «στίγμα» –ένα είδος, ας πούμε, προπατορικού αμαρτήματος –τις πολιτικές ιδέες και τη δράση των γονέων τους.
Υπό τον έλεγχο της μοναρχίας
Το καθεστώς της πλύσης εγκεφάλου που επέβαλε το πλήθος των υπηρεσιών τις οποίες δημιούργησε η Φρειδερίκη μέσω του Εράνου της Βασίλισσας είναι πρωτοφανές, δεδομένου ότι η δράση του Εράνου –ας το θυμίσουμε –συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Το 1955 μετονομάστηκε σε Βασιλική Πρόνοια. Η Φρειδερίκη, που ήθελε να παίξει τον ρόλο της «μητέρας του έθνους», παραιτήθηκε με τον θάνατο του Παύλου το 1965 και οι συνταγματάρχες το 1970, στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν την πρόνοια από τα φιλοβασιλικά στοιχεία, τη μετονόμασαν σε Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας.
Κανονικά, με τη λήξη του Εμφυλίου θα τερματιζόταν και η περίοδος του «παιδοφυλάγματος». Αλλά το ιδεολογικό περιεχόμενο που είχε αποκτήσει έπρεπε να μετατραπεί σε ένα σύστημα θεσμών που θα όριζαν την ελληνική κοινωνία σε βαθμό απίστευτο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα: Τι Σπίτια του Παιδιού, τι Ομάδες Βοήθειας Υπαίθρου, τι Πρόνοιες Συμμοριτοπλήκτων, τι Φίλοι του Χωριού, τι Συνεργεία Βοήθειας Υπαίθρου και Κέντρα Νεότητος δημιουργήθηκαν. Μεγάλο μέρος της χώρας τελούσε υπό βασιλική προστασία, που σημαίνει υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της μοναρχίας.
Τα «πειθήνια σώματα»
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σύγκριση που επιχειρεί ο Χασιώτης ανάμεσα στη φρανκική Πρόνοια και στον ελληνικό Ερανο της Βασίλισσας. Τα συμπεράσμάτα του, όπως προκύπτουν από το εξαιρετικού ενδιαφέροντος τελευταίο κεφάλαιο, είναι πως και στις δύο περιπτώσεις οι προθέσεις ήταν διπλού χαρακτήρα: να δώσουν έμφαση στην περίθαλψη, στη σίτιση, στη στέγαση και στην εκπαίδευση των ορφανών, εγκαταλελειμμένων ή άπορων παιδιών του πολέμου αλλά και να χρησιμοποιήσουν το δράμα τους για προπαγανδιστικούς λόγους –γι’ αυτό και οι παιδουπόλεις είχαν ημιστρατιωτικό χαρακτήρα. Η οργάνωσή τους ήταν στρατιωτικού και φρονηματικού τύπου και στόχευε στην κατά τον Μισέλ Φουκό (στον οποίο ευφυώς παραπέμπει ο Χασιώτης) δημιουργία «πειθήνιων σωμάτων». Το γεγονός ότι το δίκτυο των «ολοκληρωτικών ιδρυμάτων» της Φρειδερίκης άντεξε τόσα χρόνια και καθόρισε τη ζωή στην ελληνική επαρχία σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο φαντάζονται οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων δείχνει όχι μόνο την ανθεκτικότητα αλλά και την πρακτική του επιτυχία. Το πώς πλήρωσε την «επιτυχία» αυτή η χώρα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία μας είναι φυσικά «μια άλλη ιστορία», όπως θα έλεγε ο Κίπλινγκ.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σύγκριση που επιχειρεί ο Χασιώτης ανάμεσα στη φρανκική Πρόνοια και στον ελληνικό Ερανο της Βασίλισσας. Τα συμπεράσμάτα του, όπως προκύπτουν από το εξαιρετικού ενδιαφέροντος τελευταίο κεφάλαιο, είναι πως και στις δύο περιπτώσεις οι προθέσεις ήταν διπλού χαρακτήρα: να δώσουν έμφαση στην περίθαλψη, στη σίτιση, στη στέγαση και στην εκπαίδευση των ορφανών, εγκαταλελειμμένων ή άπορων παιδιών του πολέμου αλλά και να χρησιμοποιήσουν το δράμα τους για προπαγανδιστικούς λόγους –γι’ αυτό και οι παιδουπόλεις είχαν ημιστρατιωτικό χαρακτήρα. Η οργάνωσή τους ήταν στρατιωτικού και φρονηματικού τύπου και στόχευε στην κατά τον Μισέλ Φουκό (στον οποίο ευφυώς παραπέμπει ο Χασιώτης) δημιουργία «πειθήνιων σωμάτων». Το γεγονός ότι το δίκτυο των «ολοκληρωτικών ιδρυμάτων» της Φρειδερίκης άντεξε τόσα χρόνια και καθόρισε τη ζωή στην ελληνική επαρχία σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο φαντάζονται οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων δείχνει όχι μόνο την ανθεκτικότητα αλλά και την πρακτική του επιτυχία. Το πώς πλήρωσε την «επιτυχία» αυτή η χώρα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία μας είναι φυσικά «μια άλλη ιστορία», όπως θα έλεγε ο Κίπλινγκ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ