Ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος εκθέτει σπανίως και μόνο όταν έχει μαζέψει μέσα του πράγματα που αποζητούν να βγουν στο φως. Κυριολεκτικά πράγματα, γιατί αυτή η έκθεση με τον τίτλο «Τα στοιχειώδη» που τρέχει στο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς έχει κυρίαρχη την υλική διάσταση αλλά ουσιαστικά μιλάει για το υψηλό και το κύριο στη ζωή μας αυτή την εποχή και προτείνει την ιδεολογία της «λιτής ευημερίας». Ολα έχουν σημασία μέσα στις δύο διαδοχικές αίθουσες της έκθεσης, τις οποίες ενώνει μια πόρτα που ανοίγει με πρωτοβουλία του θεατή και αφήνει χαραμάδα φωτός και από τις δύο πλευρές της για να ενθαρρύνει το ταξίδι αλλά και την επιστροφή. Και κυρίως το υλικό επάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένες με τη γνωστή δεξιοτεχνία του ζωγράφου οι εμπνεύσεις του, που όχι μόνο μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή αλλά τον προκαλούν να τις αγγίξει. Είναι μεγάλα, βαριά, ξύλα που ενώνουν τα δύσκολα περάσματα πάνω στα βουνά, πάνω από βουερά ποτάμια. «Για μένα αυτά είναι η στοιχειώδης επικοινωνία του ανθρώπου» λέει ο Χρήστος Μποκόρος. «Κάθε τέτοιο ξύλο είναι μια μακρά και στενή οδός, μια στενοπορία».
Και οι αριστοτεχνικά ζωγραφισμένοι άνθρωποι πάνω στα μαδέρια των ορεινών γεφυριών είναι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι», βρίσκονται από θέση εν μέση οδώ, μεσοστρατίς, και στοχάζονται πάνω στα ταπεινά χαμομήλια ή κάτω από τον έναστρο θόλο του ουρανού. Βρίσκονται σε κρίση, κάτι κρίνουν, κάτι σκέφτονται. «Τα στοιχειώδη δείχνουν αναγκαία αυτόν τον καιρό» τονίζει ο ζωγράφος. «Βέβαια εγώ πάντα τα στοιχειώδη ζωγράφιζα. Μόνο που τώρα φαίνονται συγκεφαλαιωμένα. Είναι σαν να ζωγραφίζω ξανά όλα όσα έκανα ως τώρα σε καθεμιά από τις προηγούμενες εκθέσεις μου ανανοηματοδοτούμενα, με ένα καινούργιο νόημα, πιο αφηρημένο και ελπίζω πιο ουσιαστικό, που να έχει την πρόθεση να αντιμετωπίσει πιο άμεσα τα προβλήματα της καθημερινής ζωής». Ο Χρήστος Μποκόρος πιστεύει ότι ο ζωγράφος δεν έχει υποχρέωση να παριστά την εποχή του ή τον εαυτό του αλλά να αποδίδει μια δραστική και πειστική εικόνα των ιδανικών της κοινωνίας. «Εχουμε ένα πρόβλημα» λέει. «Η κρίση αυτό σημαίνει. Αλλά αυτό που λένε οικονομική κρίση έχει αξία για την οικονομία. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι οικονομία. Η αγορά, η καθημερινή σχέση μαζί της, η κατανάλωση, σίγουρα σώζουν την οικονομία, σώζουν όμως εμάς; Νομίζω ότι δεν είναι εκεί η σωτηρία μας. Δεν σώζονται οι άνθρωποι ψωνίζοντας. Η αγορά σώζεται. Εμείς άλλα ζητούμενα έχουμε στη ζωή μας, υψηλότερα, ουσιαστικότερα. Αυτό το άλλο οφείλουμε να το ξαναζητήσουμε. Η κρίση σημαίνει να ξανακρίνουμε τη ζωή μας. Γι’ αυτό επαναθέτω τα στοιχειώδη».

«Ζωγραφίζω, νομίζω, τα απλά και στοιχειώδη με απλό και στοιχειώδη τρόπο»
λέει ο Χρήστος Μποκόρος. Γύρω μας όλα αλλάζουν, αλλά πάντα μένουν ίδια τα ιδανικά που αναζητούμε, το καλόν καγαθόν, η ομορφιά, η καλοσύνη. Είναι τα υψηλότερα ζητούμενα του ανθρώπου που δεν θα καταφέρουμε να αγγίξουμε ποτέ γιατί μετακινούνται προς τα άνω κάθε φορά που τα πλησιάζουμε. «Τα υψηλότερα ζητούμενα του ανθρώπου» λέει ο ζωγράφος «είναι τα στοιχειώδη. Αυτό το ευ μπροστά από την καθημερινή μας σκέψη, το ευ μπροστά από την κάθε ημέρα μας, να δούμε τι σημαίνει. Να θυμηθούμε αυτό το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» των αρχαίων. Εχει αξία; Εμείς γιατί ζητούμε το περιττό και την αέναη αφθονία;».
Παρατηρώ ότι χρειαζόμαστε άφθονα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας για να ονειρευόμαστε έχοντας κατά νου το έργο «Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι μας μια ανάσταση». «Ετσι οφείλουμε να το βλέπουμε» σχολιάζει ο ζωγράφος. «Εκεί είναι το υψηλό. Μια ανάσταση. Απειρο το Σύμπαν, όσο κι αν το εξερευνήσουμε, την απειρότητά του θα ανακαλύψουμε. Οσο κι αν προχωρούμε στη γνώση μας, την αγνωσία μας θα επιβεβαιώσουμε. Αυτή η συνείδηση μας κάνει συνεχώς κρινόμενους. Και η καθημερινή μας κρίση μάς κάνει συνεχώς καλύτερους και κυρίως μας κάνει συνεχώς ανθρώπους».
Στη δεύτερη αίθουσα τα πράγματα είναι πιο γήινα, πιο κοντά στο ανθρώπινο μέτρο. «Αυτό είναι ο άνθρωπος. Ανω θρώσκων. Να υψώνει το ανάστημά του. Η καθημερινή μας ανάσταση, η καθημερινή μας σχέση. Δεν υπάρχουν αναστάσεις σε άλλες ζωές, δεν ξέρω εγώ από άλλες ζωές. Εγώ εδώ ξέρω. Εμείς είμαστε η οδός. Εγώ προτείνω να προσπαθήσουμε να βρούμε αυτά που έχουμε, να δούμε αυτά που έχουμε, τα αυτονόητα και τα στοιχειώδη». Οπως το πιάτο το φαγητό, το ποτήρι το κρασί, το ψωμί, οι ελιές, τα χλωρά κρεμμυδάκια, τα φρούτα, πάνω στο μαδέρι της υψηλής γέφυρας που έχει στήσει ο ζωγράφος εδώ σε αυτή την έκθεση. «Δεν είναι το πιάτο» λέει. «Είναι τα πιάτα, τα ποτήρια, τα φρούτα για όλους. Είναι η συντροφία. Λέμε σύντροφο αυτόν που αγαπάμε, είναι ο άνθρωπος που τρέφεται μαζί μας. Αυτό το έργο για εμένα δεν είναι το βάρος της υλικότητας που χρειάζεται ο άνθρωπος για να επιβιώσει αλλά το σύμβολο της αγάπης».
Σε ορθή γωνία με το «Λίγο φαΐ» υπάρχει το «Νερό να ευπρεπιστούμε». Πετσέτα, σαπούνι, νερό, καθρεφτάκι. «Ναι, να πλυθούμε, να νίψουμε το πρόσωπό μας, αλλά εγώ θυμάμαι και το «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». Απευθύνεται και σε ένα άλλο επίπεδο κάθαρσης του ανθρώπου, ένα άλλο πρόσωπο πρέπει να αποδώσουμε. Καθαρό πρόσωπο, καθαρή ψυχή, έναν καλύτερο εαυτό».
Την κατά κάποιον τρόπο τριλογία των στοιχειωδών της ανθρώπινης υπόστασης συμπληρώνει το έργο «Κατάλυμα», το σεντόνι, το μαξιλάρι, η κουβέρτα. «Είναι μια κλίνη» λέει ο Χρήστος Μποκόρος. «Είναι ένα απάγκιο να καταλύσουμε το κορμί μας. Η κλίνη για όλους μας είναι σημείο αναφοράς όλης της ζωής μας, από την καθημερινή μας ανάπαυση ως τη γέννηση και τον θάνατο. Και αυτό το χρώμα της κουβέρτας που οι θεατές το βλέπουν μοβ είναι το χρώμα της πορφύρας, είναι το πολύτιμο, το πολυτιμότερο για να μας σκεπάσει».

πότε & πού:
Χρήστος Μποκόρος «Τα στοιχειώδη» Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138. Διάρκεια ως τις 26 Ιανουαρίου 2014.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ