Πέρα από το τεράστιο κοινωνικό, σημαντικό είναι και το οικονομικό κόστος για την Ευρώπη από την πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης -συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής- από τους νέους Ευρωπαίους.
Δυστυχώς, όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (cedefop), με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ο αριθμός αυτός παραμένει ανησυχητικά υψηλός, στοιχίζοντας στην ευρωπαϊκή οικονομία 1,25% του ΑΕΠ της.
Ο αριθμός των νέων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση στην Ευρώπη, οι οποίοι κινδυνεύουν περισσότερο από τη μακροχρόνια ανεργία, τη φτώχεια και την εγκληματικότητα, σε σχέση με τους άλλους συνομηλίκους τους, εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος, σημειώνει το cedefop.
Η κρίση δε, όπως ήταν αναμενόμενο, επιδεινώνει τα φαινόμενα αυτά με την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία να εμφανίζουν ποσοστά υψηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ-28.
Το ποσοστό των νέων 18-24 ετών, οι οποίοι εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ των 28 κρατών- μελών, αν και οριακά χαμηλότερο από εκείνο των χωρών Ισπανία και Ιταλία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης, τα οποία υπερβαίνουν σημαντικά τον κοινοτικό μέσο όρο, σημειώνονται κατά σειρά στις χώρες Βουλγαρία (όπου τείνει στο 25%), Σλοβακία και Ιρλανδία.
Να σημειωθεί ότι, όπως διευκρινίζει το cedefop, τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης που καταγράφονται στις διάφορες χώρες της ΕΕ δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα, αφού τα κράτη διαφέρουν όσον αφορά την ηλικία ολοκλήρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Σε ορισμένες χώρες, όσοι διακόπτουν ένα πρόγραμμα κατάρτισης θεωρούνται ότι εγκατέλειψαν πρόωρα, ακόμη κι αν έχουν ξεκινήσει άλλο πρόγραμμα. Από τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία δεν μπορεί να προσδιοριστεί εάν όσοι εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση επανέρχονται αργότερα.
Ποιοι και γιατί εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση;
Οι νέοι που τείνουν να εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση είναι κυρίως άντρες, χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (όπως οι μετανάστες) ή αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες.
Γιατί την εγκαταλείπουν; Οι λόγοι, σύμφωνα με τον cedefop, είναι πολλοί. «Μπορεί κάλλιστα ο νέος να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα, αλλά να το εγκαταλείψει στην πορεία, διότι συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε. Ενδεχομένως να μην του ταιριάζει το είδος ή το επίπεδο του προγράμματος ή του επαγγέλματος που επέλεξε κ.λπ.»
» Στο στάδιο αυτό ο νέος χρειάζεται καθοδήγηση, ώστε να μπορέσει να αποφασίσει το επόμενο βήμα του. Χωρίς σωστή καθοδήγηση, τέτοια πρόσκαιρα εμπόδια μπορεί να τον οδηγήσουν σε πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης» σημειώνει.
Άλλος λόγος μπορεί να είναι οι μισθολογικές διαφορές, που ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν το επίπεδο των προσόντων. Για παράδειγμα, οι ρυθμίσεις, που διέπουν τις θέσεις εργασίας στον αναπτυσσόμενο τομέα των υπηρεσιών είναι πιο χαλαρές, με αποτέλεσμα να παρέχονται λιγότερα κίνητρα για την απόκτηση προσόντων.
Επιπλέον, μπορεί οι εργοδότες να προσφέρουν εργασία σε μαθητευόμενους, προτού αυτοί ολοκληρώσουν την κατάρτισή τους.
Τέλος, ορισμένοι εγκαταλείπουν την επαγγελματική εκπαίδευση γιατί βρίσκουν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, οι οποίες, ενώ δεν απαιτούν ιδιαίτερα προσόντα, αμείβονται καλύτερα από πιο απαιτητικές θέσεις στην πατρίδα.
Παραδείγματα χωρών προς… έμπνευση
Στη Γερμανία και την Αυστρία, η έναρξη εργασίας σε μια επιχείρηση προηγείται της συμμετοχής σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και μαθητείας.
Στη Γαλλία, τον Ιούλιο του 2013 ψηφίστηκε νέος νόμος περί εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει σε όλους τους νέους τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους έως ότου αποκτήσουν ως τυπικό προσόν το επίπεδο 3 της ISCED.
Στη Λιθουανία, χάρη σε τροποποιήσεις της νομοθεσίας, οι νέοι κάτω των 29 ετών μπορούν να λάβουν στήριξη μέσω επιδοτήσεων στους εργοδότες: έτσι, παρέχεται θέση εργασίας και κατάρτιση σε ανέργους, καθώς και φορολογικά κίνητρα στους εργοδότες. Στους σπουδαστές παρέχονται επίσης υποτροφίες ως κίνητρο για να παραμείνουν στην επαγγελματική εκπαίδευση.
Εξάλλου η Λιθουανία δίνει βαρύτητα στην αναγνώριση των προσόντων: η τυπική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση αναγνωρίζει την πρακτική κατάρτιση μέσω εργασίας, η προηγούμενη δε μάθηση ή πείρα μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση τίτλου επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Στην Τσεχία ορισμένες επιχειρήσεις συνεργάζονται με σχολές και παρέχουν στους εκπαιδευόμενους οικονομική στήριξη. Οι τελευταίοι μπορούν να απασχοληθούν σε θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο επίπεδο των προσόντων τους, υπό τον όρο να υπογράψουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με την επιχείρηση.
Ορισμένες χώρες (π.χ. Ισπανία, Κύπρος) εφάρμοσαν προγράμματα μάθησης με βάση την εργασία ή προγράμματα μαθητείας, ή τροποποίησαν τα ήδη υπάρχοντα σε μια προσπάθεια να προσελκύσουν νέους οι οποίοι, σε διαφορετική περίπτωση, ήταν πιθανό να διέκοπταν την εκπαίδευσή τους.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο παρέχονται υπηρεσίες «αντιστοίχισης» επιχειρήσεων και εκπαιδευομένων.
Πολλές χώρες δίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην επαγγελματική κατάρτιση των μεταναστών, εστιάζοντας στην εκμάθηση της γλώσσας και στην ανάπτυξη άλλων βασικών ικανοτήτων και επαγγελματικών δεξιοτήτων.
Εργοδότες: Η γραφειοκρατία μεγαλύτερο αντικίνητρο για την παροχή κατάρτισης
Η παραμονή των ατόμων στην (επαγγελματική) εκπαίδευση, επισημαίνει το cedefop, είναι ένα ζήτημα που δεν λύνεται μόνο με εκπαιδευτικά μέτρα.
Εξαρτάται και από γενικότερα ζητήματα, που άπτονται της αγοράς εργασίας και της κοινωνικής πρόνοιας, όπως: ο επίσημος αρχικός μισθός, η συμμετοχή των εργοδοτών, η πρόσβαση στα επαγγέλματα, η επικρατούσα αντίληψη για την αξία των προσόντων και το εύρος των υπηρεσιών προσανατολισμού και καθοδήγησης που προσφέρονται στους σπουδαστές.
Οι διαμορφωτές πολιτικής μπορούν να ενθαρρύνουν τις συνεργασίες μεταξύ επαγγελματικών σχολών και επιχειρήσεων.
Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τόσο τα οικονομικά μέτρα όσο και τις συνεργασίες αυτές, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους.
Όλα τα μέτρα όμως θα πρέπει να είναι εύκολα στην εφαρμογή τους: οι εργοδότες αναφέρουν ως μεγαλύτερο αντικίνητρο στην παροχή κατάρτισης τη γραφειοκρατία και όχι την οικονομική επιβάρυνση.