Πόσο πετυχημένη ήταν η εκδήλωση της «Πρωτοβουλίας των 58» στο Ακροπόλ την περασμένη Δευτέρα;
Οχι παρά πολύ –εάν την κρίνουμε με το απαιτητικό μέτρο της ανασύστασης μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης που εκτείνεται από το φιλελεύθερο Κέντρο ως τη δημοκρατική Αριστερά.
Μάλλον αρκετά –εάν την κρίνουμε με γνώμονα τις θυμωμένες αντιδράσεις όσων πίστεψαν ότι το μέλλον της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας είναι ο μικρός διπολισμός, η άγονη σύγκρουση μεταξύ του παλαιοκομματισμού της ΝΔ και του εθνολαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι αυτό το μέλλον μας, ή μάλλον δεν χρειάζεται να είναι. Αρκεί η Κεντροαριστερά να ξαναγίνει υπολογίσιμος αντίπαλος.
Πάντως, είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης αντιδρά στην προοπτική ανασύστασης της Κεντροαριστεράς κυρίως επειδή αισθάνεται απέχθεια προς μερικά από τα προβεβλημένα στελέχη του ΠαΣοΚ (ή και όλα) που ήταν παρόντα στην εκδήλωση. Και απαιτεί να μάθει τι σκέφτονται για αυτό οι «58».
Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι άλλοι «57» (αν και μπορώ να φανταστώ). Ευχαρίστως όμως να σας πω τι σκέφτομαι εγώ.
Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι το θέμα δεν επιδέχεται υπεκφυγές. Η Κεντροαριστερά δεν έχει πολύ μέλλον εάν πρώτα δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Αυτό σημαίνει να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν για τη χρεοκοπία της χώρας. Οχι για να γυρίσουμε πίσω. Αλλά επειδή η χρεοκοπία έφερε το μνημόνιο, επειδή το μνημόνιο έφερε τη βαθιά ύφεση που βιώνουμε τώρα, και επειδή με τις συνέπειες της ύφεσης θα ζούμε αρκετά χρόνια. Δεν θα βγούμε από την κρίση χωρίς να απορρίψουμε την πολιτική κουλτούρα που μας έφερε σε αυτήν.
Πρέπει λοιπόν να παραδεχθούμε ότι παρ’ ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2008-2009 υπήρξε έργο των κυβερνήσεων Καραμανλή, στην πραγματικότητα ήταν οι παθογένειες της υπερεικοσαετούς κυριαρχίας του ΠαΣοΚ που επέτρεψαν στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό να πραγματοποιηθεί, έχοντας προηγουμένως διαβρώσει τις θεσμικές και άλλες αντιστάσεις.
Στη δημόσια συζήτηση αυτές οι παθογένειες ταυτίζονται με το μαύρο χρήμα και τη διαφθορά των πολιτικών. Αυτές είναι δίχως άλλο σημαντικές, επειδή δίνουν τον τόνο του τι επιτρέπεται και τι όχι σε μια πολιτεία. Στην πραγματικότητα όμως οι παθογένειες πάνε πολύ μακρύτερα. Αυτό που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία (και την κρατά ακόμη βυθισμένη στην ύφεση) είναι η άλωση του κράτους από ιδιωτικά συμφέροντα, δηλαδή η ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος από ομάδες συμφερόντων για ιδιοτελείς σκοπούς.
Κάπου εδώ η συζήτηση γίνεται άβολη, επειδή το θέμα παύει να προσφέρεται για εύκολη δημαγωγία. Το ΠαΣοΚ όντως επιδόθηκε σε πελατειακούς διορισμούς, εξέθρεψε συντεχνίες, σπατάλησε δημόσιο χρήμα σε αγορές του αιώνα, πολιτιστικές πρωτεύουσες, ολυμπιακούς αγώνες, φαραωνικά έργα, κοινοτικά προγράμματα. Αλλά ούτε η συντηρητική παράταξη (ακόμη και η σημερινή, του success story) φαίνεται να έχει διδαχθεί τίποτε. Ποιος ξεχνά ότι η ΝΔ είναι πρωταθλήτρια των πελατειακών διορισμών, ποιος δεν βλέπει ότι προστατεύει τις δικές της συντεχνίες, ποιος δεν ανησυχεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις προσφέρουν ευκαιρίες σπατάλης δημοσίου χρήματος και πολιτικής διαφθοράς;
Αλλωστε, όταν οι κυβερνήσεις Σημίτη προσπάθησαν να συμμαζέψουν το κράτος, καταφέρνοντας να μηδενίσουν το έλλειμμα και να σταθεροποιήσουν το χρέος, ποιους βρήκαν απέναντί τους; Μα αυτούς που φωνάζουν σήμερα –και βέβαια ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας θυμηθούμε την ετήσια τελετουργία της καταψήφισης του προϋπολογισμού ως «αντιλαϊκού και αντιαναπτυξιακού» επειδή δεν είχε περισσότερες δαπάνες και λιγότερους φόρους (δηλαδή περισσότερα ελλείμματα). Ας θυμηθούμε τη λυσσαλέα αντίδραση κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση και υπέρ των συντεχνιακών προνομίων την άνοιξη του 2001 ή τη μάχη κατά του ΣΔΟΕ και υπέρ των φοροφυγάδων της Υδρας το καλοκαίρι του 2012. Για να μη μιλήσουμε για τον ενθουσιασμό με τον οποίο έχει αγκαλιάσει απεχθείς εκπροσώπους του προηγούμενου καθεστώτος ή του διεφθαρμένου συνδικαλισμού, κατ’ εξαίρεση παραβλέποντας ότι προέρχονται από το ΠαΣοΚ (αρκεί να είχαν πρώτα αναβαπτισθεί στην αντιμνημονιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ).
Δεν θα αναφερθώ καθόλου στους Ανεξάρτητους Ελληνες ή στη Χρυσή Αυγή, επειδή θεωρώ ότι είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να μιλάνε για διαφθορά. Αλλά δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι ούτε η ΔΗΜΑΡ απέκλινε από την πεπατημένη στους λίγους μήνες που συμμετείχε στην τρικομματική κυβέρνηση. Ο διαβόητος κανόνας του «4-2-1» (δικής της έμπνευσης, όπως πληροφορηθήκαμε), αντί να σταματήσει τους πελατειακούς διορισμούς, τους νομιμοποίησε εφαρμόζοντας σύστημα απλής αναλογικής, οικοπεδοποιώντας το κράτος αντί να το εξυγιάνει. Ο υπουργός Δικαιοσύνης (επίσης δικής της υπόδειξης) πολιτεύθηκε ως υπουργός δικαστών και δικηγόρων. Για να μη μιλήσουμε για τους χειρότερους εκπροσώπους του αυριανού λαϊκισμού τους οποίους φιλοξένησε στα ψηφοδέλτιά της.
Ολοι ένοχοι ίσον κανένας ένοχος; Κάθε άλλο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η διαφθορά, η πελατειακή πολιτική και η υπόθαλψη ομάδων συμφερόντων δεν περιορίζονται στο ΠαΣοΚ και δεν θα εξαλειφθούν εάν αυτό κάποτε εκλείψει. Θα εξαλειφθούν όταν το πολιτικό σύστημα αποφασίσει να εργαστεί για περισσότερη διαφάνεια, θεσμική εξυγίανση, αποκατάσταση της νομιμότητας.
Στο κρίσιμο αυτό πεδίο πρέπει να διακριθεί η Κεντροαριστερά. Οχι μόνο γυρίζοντας την πλάτη στους πιο εκτεθειμένους από τους πολιτικούς της προηγούμενης εποχής. Αλλά εξασφαλίζοντας ότι ποτέ πια στο μέλλον δεν θα αναλάβουν το τιμόνι της χώρας τέτοιοι πολιτικοί, από οποιαδήποτε παράταξη.
Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι ένας από τους «58».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ