Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι βουλευτές ψηφίζουν κατά συνείδηση (άρθρο 60). Τελευταίως, όμως, φαίνεται ότι, για ορισμένα τουλάχιστον νομοθετήματα, πρέπει να λαμβάνουν σοβαρώς υπόψη, πριν από την ψηφοφορία, και το ενδεχόμενο αφορισμού τους από την Εκκλησία ή από τον Μητροπολίτη της περιφέρειας όπου εκλέγονται… Θεωρώ, λοιπόν, επάναγκες να διαφωτίσω, εγκαίρως και, ελπίζω, εγκύρως, τα μέλη του Κοινοβουλίου, και όχι μόνο, για το τι πρόκειται να συμβεί στην περίπτωση που η απειλή πραγματοποιηθεί…
Ο αφορισμός είναι η βαρύτερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και διακρίvεται, αvαλόγως με τo περιεχόμεvό τoυ, σε μικρό και μεγάλo αφoρισμό. Ο μεγάλoς αφoρισμός ή αvάθεμα συvεπάγεται τηv oλoσχερή και διαρκή απoκoπή τoυ τιμωρημένoυ από τηv Εκκλησία, εvώ o μικρός αφoρισμός περιoρίζεται στoν απoκλεισμό τoυ τιμωρημένoυ από τις ιερές τελετές και κυρίως στηv πρoσωριvή στέρηση της θείας κoιvωvίας.
Ο αφορισμός, που επιβλήθηκε στο παρελθόν σε σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών, συνοδεύεται από ένα πολύ σκληρό κείμενο του τύπου: «…έχομεν αυτόν αφορισμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Εστω τρέμων και σταίνων επί της γης ως ο Κάιν, σχισθείη η γη και καταπίη αυτόν ως τον Κορέ, Δαθάν και Αβειρών. Κληρονομησάτω την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα. Ο σίδηρος και αι πέτραι λυθήτωσαν, αυτός δε ουδαμώς, αλλά μενέτω άλυτος και τυμπανιαίος…». Τύχη αγαθή, Θεού θέλοντος, ο μεγάλoς αφoρισμός ή αvάθεμα μετά τη μεταπολίτευση και υπό τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) επιβάλλεται μόνον μετά από απόφαση της I. Συνόδου της Ιεραρχίας, όλων δηλαδή των εν ενεργεία Μητροπολιτών, και μάλιστα με απόφασή της, η oπoία πρέπει vα ληφθεί με αυξημέvη πλειoνoψηφία τωv 2/3 τoυ όλoυ αριθμoύ τωv μελώv της. Πιθανότερη, συνεπώς, εμφανίζεται σήμερα η επιβολή του μικρού αφορισμού, δηλαδή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, από τον τοπικό Μητροπολίτη.
Προσφάτως η ποινή αυτή απειλήθηκε κατ’ εκείνων που θα ψήφιζαν στη Βουλή την επέκταση του συμφώνου συμβιώσεως και σε ομόφυλα ζευγάρια, με επιχειρήματα κατά της ομοφυλοφιλίας. Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να αναφερθώ στην εντυπωσιακή, αναμφιβόλως, δήλωση του προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος, εφέτος τον Ιούλιο, δήλωσε με παρρησία σε σχετική ερώτηση, «ποιος είμαι εγώ να κρίνω» αυτούς τους ανθρώπους;
Παρ’ ότι η τοποθέτηση αυτή πολύ μου άρεσε, την αντιπαρέρχομαι αμέσως, διότι προέρχεται από έναν αιρετικό, και μάλιστα τον Πάπα της Ρώμης… Και περιορίζομαι σε ένα πιο πεζό, αλλά νομικό επιχείρημα, που υποστηρίχθηκε, ότι δηλαδή «η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει δικαίωμα να νομοθετεί σε συγκεκριμένα θέματα ερήμην της Εκκλησίας», διότι ο Καταστατικός της Χάρτης (Ν. 590/1077, άρθρο 2) ορίζει ότι «η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να συμπράττει» μετά της Εκκλησίας επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, όπως η εξύψωση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας, κ.λπ.
Η ακριβής διατύπωση της διατάξεως είναι, όμως, διαφορετική, και μάλιστα αντίστροφη! Δηλαδή ο νόμος προβλέπει ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας προκειμένου περί θεμάτων…», πράγμα που σημαίνει ότι η Πολιτεία σε καμία περίπτωση δεν νομοθετεί από κοινού με την Εκκλησία!
Ανεξαρτήτως πάντως του αποτελέσματος που θα έχουν οι απειλές για την επιβολή αφορισμού, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω, προς απειλούντας και απειλουμένους, τον αφορισμό –φιάσκο –που είχε επιβάλει η Διαρκής Ι. Σύνοδος στο διορισμένο από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, σύμφωνα με τις διατάξεις του, γνωστού ως «Νόμου Τρίτση», Ν. 1700/1987, διοικητικό συμβούλιο του «Οργανισμού Διοίκησης Μοναστηριακής Περιουσίας». Ο μικρός αυτός αφορισμός, «διετούς αποχής από της Μεταλήψεως», επιβλήθηκε και στα επτά μέλη του ΔΣ στις 19 Αυγούστου 1987. Οταν όμως διαπιστώθηκε το ατελέσφορο του πράγματος, η ίδια η Σύνοδος, με πρόσχημα τις «επικείμενες εορτές του Πάσχα», προέβη την 1η Μαρτίου 1988 στην άρση του επιτιμιακού αυτού αφορισμού…
Τέλος, εκ των πραγμάτων, τίθεται ένα ευρύτερο ζήτημα που αφορά τη διοικούσα Εκκλησία. Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι επισκοποσυνοδικό και, συνεπώς, ζητήματα μείζονα πρέπει να συζητούνται και να αποφασίζονται από την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή την Ι. Σύνοδο της Ιεραρχίας, στην οποία προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Οταν, λοιπόν, έχει ζητηθεί ήδη η έκτακτη σύγκλησή της, η εύγλωττη σιωπή και η απόλυτη απραξία μπορεί να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι είναι και η καλύτερη αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ