Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται στις 2 Δεκεμβρίου από την γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Της γυναίκας – μύθου, της θρυλικής ντίβας της Οπερας που κατάφερε ν΄αλλάξει την ίδια την πορεία του λυρικού θεάτρου μέσα από τις ερμηνείες της οι οποίες αποτελούν διαρκές σημείο αναφοράς. Πού έγκειται, ωστόσο, η μοναδικότητά της; Κατά καιρούς έχουν χυθεί τόνοι μελανιού προκειμένου ν΄απαντηθεί το ερώτημα…Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της σχετικής συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο «Βήμα της Κυριακής» ο σούπερ σταρ ιταλός αρχιμουσικός Ρικάρντο Μούτι τον Σεπτέμβριο του 2007, στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος της εφημερίδας στα 30χρονα από τον θάνατό της και αποτελεί, αναμφίβολα, μια από τις πλέον εύστοχες κι ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις…

Την επαύριο του θανάτου της,δηλώνατε πως η Κάλλας υπήρξε για το λυρικό τραγούδι ό,τι ο Τοσκανίνι για τη διεύθυνση ορχήστρας.Τριάντα χρόνια μετά,κατά πόσον εξακολουθεί να σας αντιπροσωπεύει η δήλωση αυτή;

«Με αντιπροσωπεύει απολύτως, και μάλιστα θα μπορούσα να πριμοδοτήσω λέγοντας πως υπήρξε παράλληλα ό,τι ο Αρτούρο Μπενεντέτι Μικελάντζελι για το πιάνο ή ο Γιάσα Χάιφετς για το βιολί. Η Κάλλας στάθηκε τόσο σημείο αναφοράς όσο και σημείο καμπής για το λυρικό τραγούδι. Επέφερε πραγματική επανάσταση σε έναν κατεστημένο τρόπο, ο οποίος αποτελούσε βεβαίως παράδοση, αλλά έχω την αίσθηση πως, σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον, ήταν κακή παράδοση…».

Δηλαδή;

«Θα μου επιτρέψετε μια μικρή, ας πούμε, εισαγωγή. Ο δάσκαλός μου, ο Αντονίνο Βότο, ένας από τους μαέστρους που είχαν συνεργαστεί πολύ στενά με την Κάλλας, μου μιλούσε συχνά για τον επαγγελματισμό της. Μου έλεγε χαρακτηριστικά πως στις πρόβες τραγουδούσε με «όλη της τη φωνή», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση. Δεν φυλαγόταν, δεν έκανε οικονομία δυνάμεων. Αυτό και μόνο ήταν μια διαφορετική προσέγγιση σεσχέση με ορισμένους άλλους σύγχρονούς της τραγουδιστές, που είτε δεν πήγαιναν καν στις πρόβες είτε πήγαιναν απροετοίμαστοι. Η Κάλλας τα έδινε όλα γιατί είχε έναν σκοπό, ένα όραμα…».

– Το οποίο ήταν;

«Προσπαθούσε να βρει, μέσα από την πείρα που αποκτούσε ημέρα με την ημέρα και με τη βοήθεια αρχιμουσικών όπως ο Βότο και ο Σεραφίν, τον καλύτερο τρόπο ώστε ο λόγος να αποτελέσει όχημα και αναπόσπαστο στοιχείο της μουσικής. Εκεί ακριβώς κρύβεται και ο μοντέρνος χαρακτήρας της προσέγγισής της. Στην προσήλωσή της στον συνθέτη. Θέλησε, και το κατάφερε, να κάνει τον ερμηνευτή «υπηρέτη» του συνθέτη και όχι το αντίθετο. Από ‘κεί και πέρα, σε κάποιους άρεσε, σε κάποιους άλλους όχι».

Μιλήστε μας γι’ αυτό…

«Στην εποχή της Κάλλας οι σύγχρονοί της ήθελαν τη φωνή αψεγάδιαστη. Ειδικά κάποιες υψίφωνοι ανησυχούσαν περισσότερο γι’ αυτή καθαυτή την ομορφιά της φωνής και λιγότερο για την ερμηνεία. Εκείνη έφερε κάτι το διαφορετικό, το ασυνήθιστο. Δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ομορφιά του ήχου όσο για το να είναι εκφραστικός, ικανός να υπηρετήσει τις δραματικές κορυφώσεις της όπερας. Η φωνή της σε κάποιες περιπτώσεις ήταν σαν μαχαίρι που μπορούσε να «κόψει» ό,τι έβρισκε στον δρόμο της».

– Εννοείτε πως τη χρησιμοποιούσε προκειμένου να κατακτήσει μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία;

«Ακριβώς. Είχε βεβαίως καταπληκτική τεχνική και μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωνή με θαυμάσιο τρόπο: ακόμη και σήμερα, ακούγοντας τις κολορατούρες της, μένουμε άφωνοι. Ωστόσο δεν ενδιαφερόταν για την καθαρή ευχαρίστηση σε ό,τι αφορά τον ήχο ή, τουλάχιστον, δεν της αρκούσε αυτό. Χρησιμοποιούσε αριστοτεχνικά το χάρισμα που κατείχε ως πραγματικό θαύμα της φύσης κάνοντας επί σκηνής πράγματα που σε άλλους ήταν αδιανόητα. Σε ρόλους, ας πούμε, όπως η Νόρμα, η Αμίνα στην «Υπνοβάτιδα», η Μήδεια, ή στις όπερες του Ντονιτσέτι όπου η υψίφωνος πρέπει να είναι η βασίλισσα της σκηνής, το ολοκληρωμένο ερμηνευτικό αποτέλεσμα στο οποίο έφτανε «προσθέτοντας» στη δύναμη της φωνής της ήταν κυριολεκτικά μοναδικό».

Ωστόσοαπό τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά τον θάνατό της ως σήμερα,από καιρού εις καιρόν βλέπουμε στον Τύπο χαρακτηρισμούς όπως «η καινούργια Κάλλας»ή «η Κάλλας της εποχής μας»,αναφερόμενους σε κάποια νέα,ανερχόμενη υψίφωνο.Πώς το σχολιάζετε;Ποια είναιτελικάη Κάλλας του σήμερα;

«Τέτοιου τύπου χαρακτηρισμοί είναι τόσο ανόητοι ώστε δεν θα ήθελα καν να τους σχολιάσω. Πρώτα απ’ όλα κάθε καλλιτέχνης, έστω κι αν δεν έχει τόσο ιδιαίτερη φωνή ή προσωπικότητα όπως η Κάλλας, είναι ο εαυτός του. Προϊούσης της εποχής της κλωνοποίησης δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά προς το παρόν έτσι είναι. Ευτυχώς. Η Κάλλας ήταν μοναδική και κανένας δεν μπορεί να τη μιμηθεί, όπως κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί τον Τοσκανίνι ή τον Χάιφετς. Τόσο μεγάλα μεγέθη είναι ανεπανάληπτα, γι’ αυτό και αποτελούν διαρκή σημεία αναφοράς. Ισως λέγοντας κανείς «η Κάλλας της εποχής μας» να εννοεί το νούμερο ένα. Μπορεί. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο».

Παρ’ όλ’ αυτά,στα κατοπινά χρόνια πώς πιστεύετε ότι αξιοποιήθηκε η καλλιτεχνική της παρακαταθήκη;Σήμερα ο κόσμος της όπερας βαδίζει στα χνάρια του δρόμου που εκείνη έδειξε ή οι κατευθύνσεις είναι διαφορετικές;

«Θα έλεγα πως το τραγούδι της Κάλλας εξακολουθεί να θεωρείται σήμερα ένα σημαντικό μάθημα, αλλά φοβάμαι πως δεν έχουμε όλοι το ταλέντο, την ποιότητα και τη σοβαρότητα για να το ακολουθήσουμε. Αυτή τη στιγμή στο ιταλικό ρεπερτόριο ειδικά – όχι στον Μότσαρτ, στον Στράους ή στον Βάγκνερ- υπάρχει η τάση να πάμε πίσω, σε ορισμένες κακές συνήθειες του παρελθόντος: πιο βολικές και με περισσότερη απήχηση σε ένα κάποιο τμήμα του κοινού».

Δηλαδή;

«Βλέπουμε πως υπάρχει και πάλι μια τάση συρρίκνωσης των προβών, ορισμένοι τραγουδιστές είτε δεν πάνε σε αυτές είτε φτάνουν τις τελευταίες ημέρες, ο τρόπος τραγουδιού γίνεται δυνατός, θορυβώδης. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από τις διδαχές της Κάλλας, η οποία κάθε άλλο παρά κοιτούσε τη βολή της. Εκείνη υπέφερε προκειμένου να καταφέρει ό,τι κατάφερε. Δούλευε σκληρά, όπως οι μεγάλοι αθλητές…».