Τζόναθαν Κόου
Expo 58
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 362, τιμή 16 ευρώ
Ο Τζόναθαν Κόου μάς μεταφέρει στο μεταπολεμικό, ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί στην πρώτη Παγκόσμια Εκθεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συμμετέχουσες χώρες δηλώνουν απερίφραστα την ειλικρινή διάθεσή τους να συνεργαστούν και να συμπορευθούν όσο οι εντεταλμένοι εκπρόσωποί τους παίζουν κατασκοπικά παιχνίδια. Τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται και ο κεντρικός ήρωας Τόμας Φόλεϊ, ένας αφελής και καλόπιστος υπάλληλος της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών, πέφτει στην παγίδα των λανθασμένων, όπως αποδεικνύεται, εντυπώσεων καθώς προσπαθεί παράλληλα να ξετυλίξει το μπλεγμένο κουβάρι της προσωπικής του ζωής. Ο Κόου έχει κέφια στο δέκατο βιβλίο του και μας θυμίζει γιατί τον αγαπάμε. Για τους στέρεους χαρακτήρες του, για τον τρόπο που μεταφέρει την ιδιοσυγκρασία της εποχής στην οποία επιλέγει να διαδραματιστεί η δράση του και πάνω απ’ όλα για την οξυδερκή ειρωνεία του. Αυτή που αποκαλούμε και αγγλικό χιούμορ.
Γιατί ανατρέξατε στη δεκαετία του ’50 για να συνθέσετε την πλοκή του τελευταίου βιβλίου σας;
«Δεν είχα πρόθεση να γράψω για τη δεκαετία του ’50 ώσπου επισκέφθηκα το Atomium και έμαθα για τη Διεθνή Εκθεση του 1958. Αυτή η πληροφορία πυροδότησε τη φαντασία μου. Είχε κάτι το συγκινητικό ο τρόπος που διακηρυσσόταν αυτός ο ιδεαλισμός. Αλλά και το ίδιο το κτίριο έχει ενδιαφέρον, το πώς εξέφραζε την πίστη στην τεχνολογία, την πίστη στη δύναμη της επιστήμης. Ολα αυτά μοιάζουν αφελή σήμερα, ένιωσα όμως ότι βρήκα κάτι πολύτιμο και θέλησα να υπενθυμίσω στον κόσμο ότι πριν από 50 χρόνια υπήρχαν αυτά τα συναισθήματα και οι προθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Η επόμενη σκέψη μου ως βρετανού συγγραφέα ήταν τι θα έκαναν οι Βρετανοί σε αυτή τη συγκυρία, ποια θα ήταν η στάση τους. Ετσι ζυμώθηκε η ιδέα και από εκείνη τη στιγμή το βιβλίο εξελίχθηκε σε κωμωδία».
Πώς καταφέρατε, παρ’ όλα αυτά, να συνδεθείτε με τη δεκαετία, ιδίως από τη στιγμή που προτιμάτε να γράφετε για «εποχές που γνωρίζετε από πρώτο χέρι»;
«Το σίγουρο είναι ότι μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα, οπότε το είδα ως πρόκληση. Νιώθω ότι έχω σημείο επαφής με τη δεκαετία γιατί το κεντρικό ζευγάρι των ηρώων μου, ο Τόμας και η Σίλβια, ανήκουν στη γενιά των γονιών μου. Τους άκουγα να διηγούνται πολλές ιστορίες, οπότε μπορούσα να αντλήσω στοιχεία από τη δική τους ζωή για να αναπαραστήσω το κλίμα της εποχής. Σίγουρα ο γάμος των γονιών μου ήταν πιο ευτυχισμένος, η υφή της σχέσης τους, όμως, δηλαδή ο τρόπος που φέρονταν ο ένας στον άλλον, ακόμη και οι ρόλοι που είχαν μέσα στο σπίτι –εκείνη περισσότερο νοικοκυρά, εκείνος ο κουβαλητής, ακριβώς όπως και οι ήρωές μου -, ήταν το πρότυπο με το οποίο μεγάλωσα».
Τι σήμαινε να είσαι Βρετανός τη δεκαετία του ’50 και ποια στοιχεία αυτής της «βρετανικότητας» παραμένουν αναλλοίωτα σήμερα;
«Διασκέδασα πολύ γράφοντας για τα καταπιεσμένα συναισθήματα των Βρετανών. Ο Τόμας και η Σίλβια δεν μπορούν ποτέ στην ουσία να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους ο ένας για τον άλλον. Ή o Τόμας δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι πραγματικά αισθάνεται για μια άλλη γυναίκα, την Αννεκε. Οι Βρετανοί ήταν πολύ κλειστοί, ήταν κουμπωμένοι τη δεκαετία του ’50. Τουλάχιστον η μέση και η ανώτερη τάξη στις οποίες αναφέρομαι στο βιβλίο μου. Δεν ήταν ευγενικό να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, θεωρούνταν περίπου ντροπιαστικό. Νομίζω ότι αυτό έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία 50 χρόνια. Εχουμε «ανοίξει», είμαστε πιο εκδηλωτικοί».
Τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή;
«Πιστεύω ότι το ορόσημο ήταν το 1997. Ο θάνατος της Νταϊάνας απελευθέρωσε έναν χείμαρρο συναισθημάτων από την πλευρά των Βρετανών. Η βρετανική κοινωνία άλλαξε σε βάθος έπειτα από αυτό το τραγικό γεγονός».
Αλήθεια; Πάντως ο δεσμός του βρετανικού λαού με τη βασιλική οικογένεια παραμένει αναλλοίωτος.
«Οι Βρετανοί είναι συναισθηματικοί άνθρωποι όπως και οι άλλοι λαοί. Η διαφορά μας έγκειται στο πώς εκφράζουμε τα συναισθήματά μας: με μετριοπάθεια, με ειρωνεία, μέσα από μια σειρά κώδικες. Εχω δε την εντύπωση ότι η βασιλική οικογένεια είναι κατά κάποιον τρόπο πιο σημαντική το 2013 απ’ όσο ήταν το ’50. Τότε ήταν μέρος ενός κατεστημένου που ήταν πολύ καθορισμένο. Υπήρχε από πάντα και σχεδόν δεν την προσέχαμε, είχε διακοσμητικό ρόλο. Η κοινωνία έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία 50 χρόνια, αλλά η βασιλική οικογένεια αποτελεί μια σταθερά για πολλούς ανθρώπους γιατί προσφέρει τη σιγουριά της αδιάρρηκτης συνέχειας. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να εξηγήσω την κατά τ’ άλλα αινιγματική δημοτικότητα της βασιλικής οικογένειας».
Εχει αμβλυνθεί ο αυστηρός διαχωρισμός των τάξεων; Ο ήρωάς σας λοιδορείται γιατί ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μιας παμπ…
«Οι αντιθέσεις είναι τεράστιες και στις ημέρες μας έχουμε ακόμη μεγαλύτερες ανισότητες στα εισοδήματα, με την ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Ακόμη μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της δεκαετίας του ’50 θα έλεγα. Η Βρετανία είναι μια κοινωνία σαν όλες τις άλλες. Γίνεται όλο και περισσότερο άνιση. Οταν το συνδυάσεις αυτό με τις ταξικές διαφορές, οι οποίες προϋπήρχαν από πάντα, τότε οι αντιθέσεις γίνονται ακόμη πιο έντονες και πιο περίπλοκες. Πολύ ενδιαφέρον αυτό για τους συγγραφείς, πολύ δύσκολο για όλους τους υπολοίπους».
Η εθνική ταυτότητα ήταν ανέκαθεν ισχυρή και ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα πιστεύετε ότι κινδυνεύει;
«Σίγουρα θα έρχεται πάντα δεύτερη. Τουλάχιστον για τους Βρετανούς, οι οποίοι είναι ευρωσκεπτικιστές σήμερα περισσότερο από ποτέ. Αυτό που δεν έχουμε προς το παρόν είναι σοβαρές ενδείξεις νεοφασισμού, όπως έχετε στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι η οικονομία μας δεν είναι σε τόσο κακή κατάσταση. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τη μυθολογία που περιβάλλει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βρετανία. Την εθνική υπερηφάνεια που αισθανόμαστε για τον ρόλο μας στην ήττα των Γερμανών, κάτι που καθιστά κάθε φασιστική ιδεολογία ανεπίτρεπτη για τους Βρετανούς».
Η κριτική που δέχεστε είναι ότι τα τελευταία βιβλία σας δεν έχουν την ίδια σατιρική δριμύτητα που διέθεταν τα παλαιότερα. Παραιτηθήκατε, μαλακώσατε ή σας έδωσε άλλη οπτική το γεγονός ότι στο μεταξύ γίνατε πατέρας δύο παιδιών;
«Δεν θα έλεγα ότι μαλάκωσα μεγαλώνοντας ή ότι έγινα πιο αισιόδοξος, το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που με φοβίζει είναι ο κυνισμός. Οταν γίνεσαι απόλυτα κυνικός, νομίζω ότι έχεις τελειώσει και δεν έχεις άλλη χρησιμότητα ως συγγραφέας. Το πρόβλημά μου με τη σάτιρα -τουλάχιστον στη Βρετανία, γιατί δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα –είναι ότι την έχουμε συνηθίσει. Είναι πλέον ένα κλισέ. Είναι μια ασθενής αντίδραση στις πολιτικές εξελίξεις και βρίσκεται πολύ κοντά στον κυνισμό. Ενας πολιτικός επιδεικνύει κακή στάση, εμείς ανασηκώνουμε τους ώμους και κάνουμε ένα αστείο. «Είναι όλοι ίδιοι» σκεφτόμαστε και δεν ξεβολευόμαστε, δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφθούμε κάτι διαφορετικό. Η σάτιρα είναι άχρηστη αν δεν ανατρέπει τις προσδοκίες σου. Ο τρόπος που έγραψα για τον θατσερισμό στο «Τι ωραίο πλιάτσικο» ταίριαζε στην εποχή που γράφτηκε 20 χρόνια πριν, προτού εκφυλιστεί η σάτιρα. Δεν πιστεύω ότι θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα σήμερα».
Ποιος ο λόγος λοιπόν να γράψετε ένα τέτοιο βιβλίο από τη στιγμή που η κωμωδία και η σάτιρα δεν έχουν πλέον τη δύναμη της ανατροπής;
«Δεν ήταν συνειδητή απόφαση, προέκυψε στην πορεία. Η αφέλεια, η αθωότητα, ο ιδεαλισμός του ’58 με οδήγησαν σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι αλήθεια ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι ανατρεπτικό. Αν με ρωτούσατε, το πνεύμα της γραφής ποιου συγγραφέα προσπαθώ να ανασυνθέσω θα έλεγα ένα όνομα που παλαιότερα δεν υπήρχε περίπτωση να κατονομάσω γιατί δεν ήταν του γούστου μου: Π. Τζ. Γουντχάουζ. Προσπαθώ να πιάσω αυτό το κέφι το οποίο δίνει έναν πολύ διαφορετικό τόνο στο βιβλίο από το «Τι ωραίο πλιάτσικο» και «Το σπίτι του ύπνου». Οταν τα έγραψα η κωμωδία είχε άλλη δύναμη».
«Ανυπομονώ να έρθω στην Ελλάδα» Πώς αισθάνεσθε που έρχεστε στην Ελλάδα;
«Ανυπομονώ να συναντήσω τους αναγνώστες μου. Οι Ελληνες έχουν υποδεχθεί τα βιβλία μου με μεγάλη θέρμη. Αυτό είναι ιδιαίτερα ευχάριστο όταν προέρχεσαι από μια χώρα με ανθρώπους οι οποίοι –ό,τι και αν λέμε –τελικά δεν εκφράζουν εύκολα τα συναισθήματά τους, οπότε ακόμη και όταν τους αρέσει η δουλειά σου δεν θα σου πουν πολλά γι’ αυτό. Θα ήθελα επίσης να μιλήσω και με φίλους, για να δω τι συμβαίνει ακριβώς στην Ελλάδα».
Ισως βρεθείτε αντιμέτωπος με ερωτήσεις που αφορούν την άποψή σας για την πολιτική και την κρίση, τις «δυσκολότερες», όπως τις έχετε χαρακτηρίσει.
«Δεν υπάρχει αντίστοιχη παράδοση στη Βρετανία, οπότε το βρίσκω αρκετά παράξενο όταν μου απευθύνουν τέτοιες ερωτήσεις. Γιατί να ρωτήσεις έναν συγγραφέα, κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, περιμένοντας από αυτόν να διατυπώσει μια λύση; Δεν λέω, είναι κολακευτικό που ο κόσμος πιστεύει ότι έχουμε τόσο βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης ή των διεργασιών που θέτουν σε κίνηση την Ιστορία. Εάν ήμασταν ικανοί να επιλύσουμε προβλήματα πολιτικής φύσεως, θα ήταν πολύ ανεύθυνο από μέρους μας να σπαταλάμε όλον αυτόν τον χρόνο γράφοντας ιστορίες. Μάλλον θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο Κοινοβούλιο ή να κατέχουμε κάποιο δημόσιο αξίωμα».
Ο Τζόναθαν Κόου θα συνομιλήσει με τη Μαριλένα Αστραπέλλου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 4/12 στις 7.00 μ.μ. στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Λέξεις και σκέψεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ