J. M. Coetzee
Η παιδική ηλικία του Ιησού
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά.
Eκδόσεις Μεταίχμιο 2013,
σελ. 350, τιμή 15,50 ευρώ

Ο Τζ. Μ. Κούτσι δεν χαρακτηρίζει μυθιστόρημα (novel) αλλά μυθοπλασία (fiction) το νέο του βιβλίο Η παιδική ηλικία του Ιησού. Είναι το πιο παράξενο και αινιγματικό έργο ενός συγγραφέα που τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο Booker (το 1983 και το 1999) και με το Νομπέλ το 2003. Δεν υπάρχει βιβλίο του που να μην έχει υμνηθεί από τη διεθνή κριτική. Και είναι εξίσου αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός, παρά το αντισυμβατικό του γράψιμο, διαβάζεται από μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού.

Ο Κούτσι έχει και στη χώρα μας το κοινό του, το οποίο ασφαλώς και διευρύνθηκε μετά τις τιμές που αποδόθηκαν παγκοσμίως στον συγγραφέα, κοινό πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άλλων διακεκριμένων νοτιoαφρικανών συγγραφέων όπως η Ναντίν Γκόρντιμερ και ο Αντρέ Μπρινκ, για έναν πολύ απλό λόγο, θα έλεγα: είναι καλύτερος συγγραφέας.
Δεν ξέρω αν πρόκειται για σύμπτωση, πάντως είναι ενδιαφέρον που η έκδοση συμπίπτει με την επανέκδοση του σημαντικότερου βιβλίου του (μαζί με τη Ζωή του Μάικλ Κ): το Περιμένοντας τους βαρβάρους, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Κρύσταλλο. Για όσους γνωρίζουν και αγαπούν το έργο του συγγραφέα είναι μια πρόκληση να το συγκρίνουν με το νέο του βιβλίο, με το οποίο έχει αρκετές ομοιότητες –και άλλες τόσες διαφορές. Ομοιότητες που εντοπίζονται στη χρήση της αμφιλογίας και στις περιγραφές ενός ουτοπικού –ή δυστοπικού –περίγυρου, ο οποίος ενώ στο Περιμένοντας τους βαρβάρους είναι η Νότια Αφρική, εδώ είναι η Αυστραλία (όπου ζει μόνιμα εδώ και χρόνια ο συγγραφέας).
Ο περίγυρος παρουσιάζεται εμφανώς στην πρώτη περίπτωση ενώ ελάχιστα ή διόλου αναγνωρίσιμος στη δεύτερη. Δύο από τις μείζονες διαφορές είναι αφενός η ειρωνεία, η οποία τώρα κυριαρχεί, ενώ δεν υπάρχει στο Περιμένοντας τους βαρβάρους, και αφετέρου η χρήση του διαλόγου που παλαιότερα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και τώρα στην Παιδική ηλικία του Ιησού λειτουργεί ως όχημα της αφήγησης. Οχι όμως όπως στα ψευδορεαλιστικά μπεστ σέλερ της δεκάρας αλλά με τη σωκρατική ή καλύτερα την πλατωνική έννοια. Ομως και εδώ έχουμε μια ουσιαστική διαφορά: οι διάλογοι του Κούτσι δεν απαντούν σε ερωτήματα αλλά διευρύνουν το φάσμα των αποριών. Πρόκειται δηλαδή για διαλεκτική χωρίς συμπεράσματα, κάτι εκ των πραγμάτων αντιφατικό κι όμως καθοριστικό της αφηγηματικής γοητείας ενός βιβλίου που η υπόθεσή του είναι στοιχειώδης:
Κάποιος μεσήλικος ονόματι Σιμόν και ένα παιδί πέντε ετών που το λένε Νταβίντ με ένα σαπιοκάραβο προσφύγων φτάνουν σε κάποιον τόπο που δεν προσδιορίζεται και τον οποίο ο συγγραφέας ονομάζει Νοβίλα.
Δεν υπάρχει συγγένεια μεταξύ τους, το παιδί έχει χάσει τους γονείς του, όπως κι ένα χαρτί όπου έγραφε ποιοι είναι, και ο μεσήλικος αναλαμβάνει να το προστατέψει και να το βοηθήσει να τους βρει. Ο Νταβίντ δεν τους θυμάται, είναι όμως βέβαιος πως αν δει τη μητέρα του θα την αναγνωρίσει αμέσως. Το να μη θυμάται ένα παιδί τους γονείς του δεν είναι φυσικά σύνηθες. Αλλά εδώ έχουμε την πρώτη αλληγορία. Με άλλα λόγια, τόσο ο Σιμόν όσο και ο Νταβίντ φτάνοντας στη Νοβίλα αφήνουν πίσω τις αναμνήσεις τους, δηλαδή τον κόσμο που εγκατέλειψαν, που σημαίνει πως η μνήμη είναι τελικά η αληθινή μας πατρίδα.
Τα παραπάνω δεν μας γνωστοποιούνται εξαρχής, αλλά τα μαθαίνουμε στην πορεία της αφήγησης, που αρχίζει τη στιγμή κατά την οποία ο Νταβίντ και ο Σιμόν εισέρχονται στο στρατόπεδο προσφύγων που ονομάζεται Centro de Reubicacion Novilla (Κέντρο Μετεγκατάστασης της Νοβίλα). Τα ισπανικά είναι η επίσημη γλώσσα και η ονομασία του στρατοπέδου ελαφρώς ως πολύ ειρωνική, βεβαίως.
Αργότερα ο Σιμόν βρίσκει δουλειά ως λιμενεργάτης και κάποια μέρα συναντούν μια κοπέλα ονόματι Ινές που ενώ δεν είναι η πραγματική μητέρα του αγοριού εκείνο την «αναγνωρίζει» ως τέτοια και η Ινές το δέχεται. Τώρα, αν κάποιος προβεί στις σχετικές παραπομπές και δει στο πρόσωπο του Νταβίντ τον Χριστό (ας θυμίσω ότι το Χριστός –Χεσούς στα ισπανικά –είναι ένα αρκετά συνηθισμένο ανδρικό όνομα στη Λατινική Αμερική), δεν θα έχει άδικο, χωρίς να σημαίνει ότι ο Κούτσι προβαίνει στην παραμικρότερη νύξη επ’ αυτού. Τότε όμως γιατί η γλώσσα στη Νοβίλα είναι τα ισπανικά; Και γιατί ο τίτλος; Υποπτεύομαι ότι σε αυτές τις υποθέσεις και τα ερωτήματα μας ωθεί πονηρά ο συγγραφέας, αφού στον τίτλο χρησιμοποιεί τη λέξη Jesus –και όχι Christ ή έστω Jesus Christ.

Ενα ασυνήθιστο παιδί

Τον μικρό, παραβολικά, μπορούμε να τον εκλάβουμε ως έναν Χριστό, επειδή, όπως και ο Ναζωραίος, είναι παιδί εντελώς ασυνήθιστο, με μια παράξενη ευφυΐα, η οποία, αναπόφευκτα, το φέρνει σε σύγκρουση με τους δασκάλους του. Διαβάζει με τον δικό του τρόπο, μετράει με τον δικό του τρόπο, βλέπει τους άλλους επίσης με τον δικό του τρόπο. Ποιος όμως μπορεί να είναι ο «τρόπος» του αναγνώστη; Γιατί λ.χ. τον σκύλο του ο Νταβίντ τον φωνάζει Μπολίβαρ; Ο καθένας μπορεί να προβεί σε όσες εικασίες –ή ακόμη και ερμηνείες –θέλει. Η ασυνήθιστη ονοματολογία με ένα βιβλίο μυθοπλασίας δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Και η ονοματολογία της Παιδικής ηλικίας του Ιησού συνιστά, πιστεύω, μέρος του αφηγηματικού δόλου αυτού του ευφυέστατου συγγραφέα. Αλλά τα δεύτερα και τρίτα επίπεδα των υπαινιγμών αποτελούν ουσιαστικά γνωρίσματα της αφηγηματικής γοητείας του Κούτσι, που τα καθιστά ακόμη πιο γοητευτικά το ότι γεννώνται από ένα ουδέτερο, στα όρια της ακραίας αντικειμενικότητας, ύφος.
Ο ατομιστής κηδεμόνας

Ο Σιμόν είναι ατομιστής, αναρχούμενη φύση καλύτερα, σε μια κοινωνία ας πούμε σοσιαλιστική, όπου όλοι, εκτός από τον ίδιο, παρουσιάζονται ικανοποιημένοι με τα λίγα που τους προσφέρονται, χωρίς να διαμαρτύρονται, για παράδειγμα, που το φαγητό δεν είναι καλό, ούτε και οι αμοιβές. Εξαιρετική σημασία δίνεται στο ψωμί. Ο αναγνώστης μπορεί να προβεί σε συγκρίσεις όσον αφορά τη σημασία του στην Καινή Διαθήκη, αλλά κι αυτό με μιαν, ας πούμε, φαντασιακή προσέγγιση. Ως εκεί ωστόσο.
Ο Σιμόν συζητεί με τους συναδέλφους του στην εργασία πολλά και διάφορα. Εκείνοι αναφέρονται στις κοινωνικές αξίες, ενώ αυτός προβάλλει τις ατομικές αντίστοιχες, για τούτο και μονίμως σχεδόν διαφωνούν. Αν αναρωτηθεί κάποιος πώς οι απανωτές φιλοσοφικές, τρόπος του λέγειν, συζητήσεις μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα έργο μυθοπλασίας χωρίς να το υπονομεύουν, την απάντηση δίνει η εξαίρετη αφηγηματική ικανότητα του Κούτσι που χωρίς να κατονομάζει τον περίγυρο και απογυμνώνοντάς τον μπορεί να κινεί όλα του τα πρόσωπα με απόλυτη ελευθερία, βάζοντας στο στόμα τους φράσεις, κρίσεις ή συμπεράσματα τα οποία θα περίμενε κανείς να διατυπώνονται μόνο από διανοουμένους.
Κι όμως, όλα τούτα τα μη πραγματικά μάς ακούγονται απολύτως φυσικά. Οπως –κατ’ αναλογία –ακούγεται φυσικό ο σκύλος του Νταβίντ να ονομάζεται Μπολίβαρ, το ίδιο φυσικό είναι και το όνομα του παιδιού το οποίο ο Νταβίντ θεωρεί τον καλύτερο φίλο του να είναι Φιντέλ. Εδώ εν τούτοις μπορεί να μην υπάρχει αλληγορία και να πρόκειται για απλό παιχνίδι, όπως επίσης το ότι ο Κούτσι «κόβει» στα δύο το όνομα του ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα της Λατινικής Αμερικής Σιμόν Μπολίβαρ και το πρώτο μισό το δίνει στον μεσήλικο χαρακτήρα του ενώ το άλλο στον σκύλο του μικρού Νταβίντ.

Τα ίχνη του Κάφκα

Υποπτεύομαι ότι ο ευφυέστατος αυτός μυθιστοριογράφος –και εξαίρετος δοκιμιογράφος –ήθελε να διασκεδάσει με τους κριτικούς, τους μελετητές και τους ερευνητές πάσης φύσεως που θα μπουν στον πειρασμό να εξερευνήσουν ένα συμβολικό πεδίο το οποίο ενδέχεται και να μην υπάρχει. Ισως και για να αποδείξει ότι η μυθοπλασία και η δημιουργική φαντασία κινούνται σε μια περιοχή που υπερβαίνει τους συμβολισμούς και θίγουν κάτι πολύ βαθύτερο: τα γνωρίσματα και το βάθος του νοήματος, άρα της ίδιας της ύπαρξης. Ο Κούτσι στο ζήτημα αυτό συγγενεύει, αλλά με έναν τρόπο παράξενο, με τον Κάφκα, τα ίχνη του οποίου βρίσκει κανείς και στο υπόλοιπο έργο του.
Καφκικό εύρημα θεωρώ και τον τρόπο με τον οποίο «εξαπατά» τον αναγνώστη, που ενώ από τον τίτλο περιμένει ότι θα διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο θα είναι παραβολική ανάγνωση και προβολή των Ευαγγελίων στη σημερινή εποχή, διαβάζει ένα βιβλίο για την εξορία, την αμφιβολία και την υπαρξιακή αβεβαιότητα. Γι’ αυτό και στο τέλος, όταν εξαιτίας της εριστικής συμπεριφοράς του αγοριού οι Αρχές της περιοχής απειλούν ότι θα στείλουν το παιδί μακριά, σε άλλο σχολείο και περιβάλλον, δηλαδή σε ένα αναμορφωτήριο, η μικρή οικογένεια, που την αποτελούν ο Νταβίντ, η υποτιθέμενη μητέρα του, Ινές, και ο Σιμόν, αποφασίζει να πάνε αλλού, μακριά επίσης, «να ξεκινήσουν μια νέα ζωή».
Το βιβλίο, έργο χωρίς ίχνος αισθηματολογίας αλλά βαθύτατα συγκινητικό, διαβάζεται απνευστί –και ας συμβαίνουν φαινομενικά τόσο λίγα. Αυτό μόνον οι συγγραφείς πρώτης γραμμής, όπως ο Τζ. Μ. Κούτσι, το επιτυγχάνουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ