Σοκαρισμένη η βρετανική κοινή γνώμη παρακολουθεί τις εξελίξεις στην υπόθεση των τριών γυναικών, που κρατούνταν ως σκλάβες επί 30 χρόνια σε «ένα συνηθισμένο σπίτι» του Λονδίνου.
«Στο Λονδίνο έχουμε ασχοληθεί με περιπτώσεις ανθρώπων που κρατήθηκαν «σκλάβοι» μέχρι και για 10 χρόνια. Αλλά 30 χρόνια είναι κάτι που δεν έχουμε ξανασυναντήσει» δήλωσε στον Guardian ο επικεφαλής των αστυνομικών ερευνών Κέβιν Χάιλαντ.
Το ζευγάρι των υπόπτων που ζούσε στο συγκεκριμένο σπίτι, αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση.
Οι τρεις γυναίκες ήταν μια 69χρονη από τη Μαλαισία, μία 57χρονη ιρλανδή και μια 30χρονη γυναίκα από την Βρετανία.
Όλα ξεκίνησαν όταν η 57χρονη από την Ιρλανδία είδε στην τηλεόραση ένα ρεπορτάζ για την οργάνωση Freedom Charity.
H Ανίτα Πρεμ, πρόεδρος της οργάνωσης, σημειώνει ότι αυτό ακριβώς το ρεπορτάζ όπου μιλούσε και η ίδια ήταν καταλυτικό για να αποκαλυφθεί η υπόθεση.
«Με είδε στην τηλεόραση. Το όνομα της οργάνωσης Freedom Charity ήταν καταλύτης. Γιατί αυτό ακριβώς ήθελαν αυτές οι γυναίκες. Ελευθερία» σημείωσε.
Αμέσως μετά η γυναίκα αυτή τηλεφώνησε στις Αρχές. Όλα αυτά έγιναν στα μέσα Οκτωβρίου. Και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται περί τα τέλη εκείνου του μήνα.
Οι γυναίκες βρίσκονται σε ασφαλή τοποθεσία. Οι άνθρωποι που ασχολούνται τώρα μαζί τους περιγράφουν ότι πρόκειται για «βαθύτατα τραυματισμένα πρόσωπα».
Πάντως, δεν θα ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να μάθουν οι αστυνομικοί τι ακριβώς συνέβαινε σε αυτό το σπίτι.
«Ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τα γεγονότα, καθώς δεν είχαμε αντιμετωπίσει ποτέ άλλοτε μια τέτοια υπόθεση. Τελικά καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες ζούσαν σε συνθήκες εγκλεισμού για τουλάχιστον 30 χρόνια.
» Είχαν κάποια πολύ περιορισμένη και ελεγχόμενη ελευθερία, αλλά οι ζωές τους ήταν κυρίως οι ζωές ανθρώπων σε συνθήκες σκλαβιάς.»
Μιλώντας στο BBC, η Ανίτα Πρεμ περιέγραψε επίσης τις πρώτες ώρες που οι γυναίκες αυτές βγήκαν από το σπίτι: «Με αγκάλιασαν και με ευχαρίστησαν για αυτό που κάναμε. Ήταν μια πολύ συναισθηματική στιγμή.»
Η Πρεμ συμπλήρωσε ότι έχει ήδη περάσει πολλές ώρες μαζί τους: «νομίζω ότι έχουμε σημειώσει πρόοδο, όση τουλάχιστον πρόοδο μπορούμε να αναμένουμε υπό αυτές τις συνθήκες».