Ρόζα
Μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου.
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 560, τιμή 18 ευρώ
Στις 31 Μαΐου 1919, έναν χρόνο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πτώμα μιας γυναίκας βρέθηκε να επιπλέει στο κανάλι Λάντβερ (παράλληλο στον ποταμό Σπρε) του Βερολίνου. Από την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι ανήκε στην ηγετική μορφή των γερμανών κομμουνιστών (των σπαρτακιστών), τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία είχε δολοφονηθεί στις 15 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς. Οι δύο ακροδεξιοί δολοφόνοι της, ο υπολοχαγός Βόγκελ και ο τυφεκιοφόρος Ρούνγκε, σε μια παρωδία δίκης, τιμωρήθηκαν με αστείες ποινές.
Η εξέγερση των σπαρτακιστών συνετρίβη με τη βοήθεια των Φράικορπς, των σωμάτων της εθνικιστικής πολιτοφυλακής που εξαπέλυσε εναντίον τους ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Φρίντριχ Εμπερτ. Αλλά και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία προέκυψε μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απομάκρυνση του Κάιζερ Γουλιέλμου, θα άντεχε ως το 1933 που ήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία.
Κράτος και παρακράτος
Τα γεγονότα είναι πασίγνωστα, το ερώτημα όμως γιατί το πτώμα της «Κόκκινης Ρόζας» βρέθηκε παραμορφωμένο πέντε μήνες μετά τη δολοφονία της παραμένει αναπάντητο. Και αυτό υπήρξε η αφορμή για τον συγγραφέα Τζόναθαν Ραμπ να στήσει το εξαίρετο μυθιστόρημά του Ρόζα, πρώτο μέρος της Τριλογίας του Βερολίνου. Αν, όπως υποθέτω, αυτό το πρώτο μέρος τύχει της υποδοχής που του αξίζει, φαντάζομαι ότι σύντομα θα μεταφραστούν στη γλώσσα μας και τα άλλα δύο: τα Σκιά και φως και Ο δεύτερος γιος, που καλύπτουν την περίοδο από το 1920 ως το 1936, τη χρονιά που ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία και διεξάγονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου.
Ο Ραμπ προκειμένου να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα υπέβαλε στον εαυτό του ένα άλλο: Αν η δολοφονία της Ρόζας δεν ήταν έργο δύο ακροδεξιών αλλά μέρος μιας συνωμοσίας που εξυφάνθηκε μέσω των μηχανισμών της εξουσίας και του πολυπλόκαμου παρακράτους της εποχής; Και εδώ τα κενά της Ιστορίας έρχεται να καλύψει η μυθοπλασία.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι Ρόζα, δεν πρωταγωνιστεί όμως η Ρόζα Λούξεμπουργκ αλλά ο αστυνομικός επιθεωρητής Νικολάι Χόφνερ, πρωταγωνιστής και στα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας.
Ο Χόφνερ, μαζί με τον βοηθό του, έναν καλό αλλά και αφελή νεαρό ονόματι Χανς Φίχτε, προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιον κατά συρροήν δολοφόνο που είχε σκοτώσει ως τότε τέσσερις μεσήλικες γυναίκες. Τα θύματα έφεραν τις ίδιες χαρακιές του δολοφόνου στην πλάτη, όπως και το πτώμα της Λούξεμπουργκ όταν βρέθηκε στο κανάλι Λάντβερ.
Τα γραφεία του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, της Κρίπο (Kriminalpolizei), βρίσκονται στην Αλεξάντερπλατς, τη θρυλική πλατεία που απαθανάτισε ο Ντέμπλιν στο Βερολίνο Αλεξάντερπλατς. Η έρευνα όμως αρχίζει να γίνεται πολύ πιο περίπλοκη και, εκτός από το Βερολίνο, επεκτείνεται και στο Μόναχο και στο Βέλγιο. Τότε επεμβαίνει η Πόλπο (Πολιτική Αστυνομία), που αρχίζει να δημιουργεί πλήθος προβλήματα στον αστυνομικό. Ο Χόφνερ όμως συνεχίζει την έρευνά του και βρίσκεται συνεχώς ένα βήμα πιο μπροστά από την Πόλπο.
Και δεν είναι μόνο η Πόλπο. Πολλοί άλλοι θα προσπαθήσουν να του βάλουν εμπόδια: από τα Φράικορπς ως ομάδες ρατσιστών, αντισημιτών και εθνικιστών, οι οποίες αποτέλεσαν τη μαγιά των πρωτοναζιστών που θα πολλαπλασιάζονταν ραγδαία και δεκατέσσερα χρόνια αργότερα θα έρχονταν στην εξουσία.
Οι συνέπειες της έρευνας θα απέβαιναν μοιραίες στη ζωή του Χόφνερ. Γράφοντας βεβαίως για ένα βιβλίο που είναι ταυτοχρόνως μυθιστόρημα νουάρ, κατασκοπικό θρίλερ και ιστορικό μυθιστόρημα, δεν πρέπει να αποκαλύπτει κανείς τις συνέπειες αυτές, διότι το βιβλίο χάνει μέρος του ενδιαφέροντός του –αν και το μυθιστόρημα του Ραμπ είναι πολύ περισσότερο από ένα turn pager, τουτέστιν ένα βιβλίο που το διαβάζεις και ανυπομονείς να γυρίσεις σελίδα για να δεις τι γίνεται παρακάτω. Αποβαίνουν εν τούτοις καθοριστικές όσον αφορά τη διαμόρφωση του κεντρικού χαρακτήρα, γιατί ο πρωταγωνιστής δεν είναι ο τυπικός αστυνομικός που παραμένει ίδιος ως το τέλος. Η έρευνα και τα γεγονότα τον διαφοροποιούν σε τέτοιον βαθμό που παύει πλέον να είναι ο ίδιος άνθρωπος.
Ο Χόφνερ είναι εξαίρετος αστυνομικός, ευφυής ντετέκτιβ, αφοσιωμένος επαγγελματίας –αλλά και με αδυναμίες: δεν είναι καλός σύζυγος και πατέρας και πίνει πέραν του δέοντος. Εδώ ο Ραμπ χρησιμοποιεί ένα εύρημα που δεν είναι νέο στην πεζογραφία, επιτυγχάνει όμως δύο μεγάλους στόχους: να αναδείξει την προσωπικότητα μέσα από τον τρόπο που επιδρά στην ψυχολογία, στη συμπεριφορά, ακόμη και στον συναισθηματικό κόσμο του Χόφνερ· και να περιγράψει τη διαδικασία μέσω της οποίας ένας άνθρωπος μεταμορφώνεται αργά από τα γεγονότα και τις αλλαγές που επιφέρουν στο περιβάλλον και στον ψυχισμό του.
Το Βερολίνο και η σκιά του
Στο μυθιστόρημα παρελαύνουν και πλήθος πραγματικά πρόσωπα: ο Αλμπερτ Αϊνστάιν· η γλύπτρια και χαράκτρια Κέτε (κι όχι Κάτε, όπως τη θέλει η μεταφράστρια) Κόλβιτς· ο Αντον Ντρέξλερ, στέλεχος της ρατσιστικής Εταιρείας της Θούλης, η οποία μετεξελίχθηκε αργότερα και έγινε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανών Εργατών, δηλαδή το ναζιστικό κόμμα· ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντίτριχ Εκαρτ, κι αυτός στέλεχος της Θούλης, που πρωτοδημοσίευσε στην εφημερίδα του τα ψευδή Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, μέντορας του Χίτλερ, ο οποίος του αφιέρωσε τον δεύτερο τόμο του Ο Αγών μου.
Οι ιστορικές αναφορές –και ιδίως οι λιγότερες γνωστές που αναφέρονται στα αποκρυφιστικά ενδιαφέροντα των πρωτοναζιστών –βοηθούν τον πληροφορημένο αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το μυθιστόρημα, αν και δεν είναι απαραίτητο να ανατρέξει στις σχετικές πηγές. Μπορεί εδώ να έχουμε μιαν ατμοσφαιρική πόλη (το Βερολίνο), μια μυθική σκιά της Ιστορίας (που όμως για τον πρωταγωνιστή είναι απολύτως πραγματική) και έναν αστυνομικό, η μυθιστορηματική γοητεία του οποίου συνιστά συνδυασμό των γνωρισμάτων του ως ανθρώπου και της επαγγελματικής του ιδιοφυΐας, αλλά το συναρπαστικό είναι ο αρμονικός συνδυασμός των στοιχείων που αξιοποιεί ο συγγραφέας και κυρίως το γεγονός ότι μπορεί να αναγάγει τα περιστατικά στο πεδίο της μυθοπλασίας. Με άλλα λόγια, να αποδεικνύει πως ο κόσμος αυτός είναι κάτι μεγαλύτερο από ό,τι γνωρίζουμε.
Στη Ρόζα πέφτει πολύ χιόνι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτό που παγώνει τον χρόνο στις στιγμές έξαρσης της δράσης, όταν ο Χόφνερ βγαίνοντας από το οικιστικό τοπίο στις κρίσιμες στιγμές της αφήγησης αισθάνεται πως αποχωρεί από ένα μέρος του εαυτού του και του κόσμου που γνωρίζει και εισέρχεται σε χώρους που δεν φανταζόταν πως υπάρχουν. Θα έλεγε κανείς πως η τεχνική είναι κινηματογραφική και πως το κάθε κεφάλαιο μοιάζει με σεκάνς η οποία καταλήγει σε ένα πλάνο όπου έχεις την αίσθηση ότι η εικόνα πήρε φως: το φως του χιονιού που απορροφά όλα τα χρώματα.
Πεζογραφικό επίτευγμα
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έχει επηρεάσει τον Ραμπ, όχι τόσο μέσω της λογοτεχνίας όσο μέσω του κινηματογράφου. Αυτό αποδεικνύεται και από το δεύτερο μυθιστόρημα της Τριλογίας του Βερολίνου, όπου ένας από τους χαρακτήρες του είναι και ο Φριτς Λανγκ. Η επίδραση αφορά και την ατμόσφαιρα και την τεχνική. Η Ρόζα βεβαίως δεν είναι μίμηση κινηματογραφικού σεναρίου και το στακάτο γράψιμο του Ραμπ δεν παραπέμπει σε εναλλαγή εικόνων μέσω των φράσεων.
Ο Ραμπ είναι τέκνο του Μεταπολέμου (γεννήθηκε το 1964) και το υλικό του μυθιστορήματός του αποτελεί άθροισμα στοιχείων και βιωμάτων άλλων. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα αλλά από τα πιο δύσκολα ως προς την πραγμάτευση του θέματος, αφού η εποχή δεν είναι όσο μακρινή θα χρειαζόταν ώστε να την αναπλάσει κανείς ελεύθερα σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο. Μοιάζει με βιβλίο υβριδικό, ωστόσο δεν είναι τέτοιο. Είναι πεζογραφικό επίτευγμα πρώτης γραμμής. Και σίγουρα ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει σε αυτό το μυθικό –και άλλο τόσο πραγματικό –Βερολίνο του Ραμπ τις αντανακλάσεις της ίδιας πόλης που γοήτευσε κάποιους από τους επιφανέστερους δημιουργούς της, όπως ο Μπρεχτ και ο Ντέμπλιν. Και το καθιστά γοητευτικότερο το ότι ο συγγραφέας του κατάφερε να βάλει στην αφήγησή του, σε μικρές και ισορροπημένες δόσεις, κάτι από τον Μαλρό όσον αφορά τον ρυθμό, από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ στους διαλόγους και από τον Ντάσιελ Χάμετ και τον ντετέκτιβ του Σαμ Σέιντ του Γερακιού της Μάλτας όσον αφορά την προσωπικότητα του Νικολάι Χόφνερ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ