Ντόρις Λέσινγκ: Η «επαναστάτρια» της λογοτεχνίας

Η βρετανίδα συγγραφέας Ντόρις Λέσινγκ, μια μεγάλη κυρία της σύγχρονης λογοτεχνίας, έφυγε από τη ζωή την Κυριακή σε ηλικία 94 ετών. Το «Βήμα» δημοσιεύει σήμερα μια παλαιότερη συνέντευξή της από το 2008 στη δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλλου, ένα χρόνο μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας (2007).

Η βρετανίδα συγγραφέαςΝτόρις Λέσινγκ, μια μεγάλη κυρία της σύγχρονης λογοτεχνίας, έφυγε από τη ζωή την Κυριακή σε ηλικία 94 ετών. Το «Βήμα» δημοσιεύει σήμερα μια παλαιότερη συνέντευξή της από το 2008 στη δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλλου, ένα χρόνο μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας (2007).

«Μεγαλώνοντας δεν γίνεσαι σοφός, γίνεσαι κακόθυμος»
Η Ντόρις Λέσινγκ, η κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας 2007, στέκεται χαμογελαστή στην κορυφή της σκάλας του διώροφου σπιτιού της στο καταπράσινο προάστιο του Γουέστ Χάμπστεντ του Λονδίνου. Τα γκρίζα μαλλιά της είναι πλεγμένα κοτσίδες, μαζεμένες ψηλά στο κεφάλι της, όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε στα βιογραφικά σημειώματα των βιβλίων της. Είναι σαφέστατα πιο γερασμένη, βρίσκεται άλλωστε στο κατώφλι των 90 χρόνων.
Η χροιά της φωνής της είναι και αυτή παραδομένη στο χρόνο, θυμίζει γλυκιά γιαγιά που λέει παραμύθια.Tο βλέμμα της πάντως είναι εξαιρετικά ζωηρό, σπινθηροβόλο γίνεται μάλιστα «καθαρό ατσάλι» όταν ακούει λόγια που θεωρεί περιττά. «Σας περίμενα, οπότε ξέρω ποιοι είστε» μας κεραυνοβολεί όταν της συστηνόμαστε. Αμέσως όμως χαμογελά και γίνεται και πάλι η αξιαγάπητη, περιποιητική γιαγιά που προδίδει το παρουσιαστικό της. «Πώς είναι το ξενοδοχείο σας; Δυσκολευτήκατε να βρείτε το σπίτι;» ρωτάει με αληθινό ενδιαφέρον.
Και, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, πέρα από τις κοφτές απαντήσεις της, ξέρει όντως να λέει πολύ ωραία «παραμύθια», συναρπαστικές ιστορίες από την πλούσια ζωή της, μια ζωή εννέα δεκαετιών. Δεν χαρίζεται όμως. Θα πει μόνο εκείνες που η ίδια αγαπά να διηγείται, και θα αναφερθεί στον «πόλεμο», (τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. «She’s a tough cookie» είχε συνοψίσει λίγο νωρίτερα ο φωτογράφος όσα είχε ακούσει να λέγονται από συναδέλφους του σχετικά με το πρόσωπό της. Δηλαδή, είναι σκληρό καρύδι.
Είναι η Ντόρις Λέσινγκ, μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, μια ορμητική και τολμηρή γυναίκα που έζησε έντονα κάθε λεπτό της ζωής της. Γεννήθηκε στην Περσία από Βρετανούς γονείς, μεγάλωσε στη Νότια Ροδεσία (τη σημερινή Ζιμπάμπουε), παντρεύτηκε και χώρισε δυο φορές, έκανε τρία παιδιά, τα δύο τα άφησε πίσω με τον πρώτο σύζυγο και πατέρα τους, το τρίτο το πήρε μαζί της όταν ήρθε στο Λονδίνο το 1949. Υπήρξε κομουνίστρια, τάχθηκε υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, έζησε τη σεξουαλική επανάσταση, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.
Και παράλληλα έγραψε περισσότερα από 50 πεζογραφήματα για να φτάσει να θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα, χάρη σε βιβλία της όπως το «Χρυσό Σημειωματάριο», τη βίβλο των φεμινιστριών, όπως χαρακτηρίστηκε, το οποίο έγραψε το 1962. Συναντηθήκαμε μαζί της λίγες ημέρες αφότου έχει παραδώσει τη σκυτάλη του βραβείου Νομπέλ στον Γάλλο Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό.
Ποια η γνώμη σας για τον εφετινό νικητή;

«Δεν τον έχω διαβάσει. Δεν έχω ακούσει ποτέ τίποτε γι αυτόν -το ίδιο και ορισμένοι από τους γάλλους φίλους μου. Πρέπει να μας μιλήσουν περισσότερο γι αυτόν, γιατί κανείς δεν ξέρει τίποτε».
Εσείς σε ποιόν θα δίνατε το Νομπέλ;

«Αυτή τη χρονιά θα το έδινα στον Φίλιπ Ροθ. Γνωρίζω ότι οι Αμερικάνοι θύμωσαν πολύ πέρυσι επειδή βραβεύθηκα εγώ αντί του Ροθ».
Πριν από λίγο καιρό, ο Χόρας Ενγκνταλ, γραμματέας της επιτροπής του βραβείου Νομπέλ, είπε ότι «… οι ΗΠΑ είναι μια χώρα απομονωμένη, εσωστρεφής, τοπικιστική. Δεν μεταφράζουν αρκετά βιβλία και δεν συμμετέχουν στον μεγάλο διάλογο της λογοτεχνίας, γι αυτό δεν είναι εύκολο να κερδίσουν το Νομπέλ». Εσείς τι πιστεύετε; Ο τελευταίος αμερικανός λογοτέχνης που κέρδισε ένα ήταν η Τόνι Μόρισον το 1993…

«Ναι, αυτό ήταν ένα σοκ…Τώρα, σχετικά με το άρθρο που αναφέρετε, πιστεύω ότι αυτό ισχύει έως ένα βαθμό. Κάποιος χρησιμοποίησε τον νεολογισμό ‘ο τοπικισμός της μεγάλης χώρας’. Έχουν τόσους πολλούς συγγραφείς οπότε δεν μπορούν να πιστέψουν ότι δεν θα τους επιλέξουν κάποιον από αυτούς για το βραβείο. Η άποψή μου όμως είναι ότι οι αμερικανοί λογοτέχνες δεν είναι τόσο τοπικιστές όσο υπερσυναισθηματικοί. Για παράδειγμα η Τόνι Μόρισον που αναφέρατε προηγουμένως. Διάβασα ένα μυθιστόρημά της και το βρήκα γλυκερό. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αξιόλογοι αμερικάνοι συγγραφείς. Η Ανι Πρου για παράδειγμα».
Πιστεύετε ότι έχουν αγνοηθεί λογοτέχνες από άλλες χώρες οι οποίοι θα άξιζαν ένα Νομπέλ;

«Δεν συμφωνώ πάντα με τις επιλογές της Ακαδημίας Νομπέλ. Πιστεύω ότι δικαίως βραβεύθηκε ο Αιγύπτιος Ναγκίμπ Μαχφούζ. Είναι ένας υπέροχος συγγραφέας».
Είστε η μεγαλύτερη σε ηλικία συγγραφέας που έχει βραβευθεί με Νομπέλ στην ιστορία του θεσμού. Πιστεύετε ότι το βραβείο θα έπρεπε να είχε έρθει νωρίτερα;
«Ναι, πιστεύω ότι έπρεπε να μου το είχαν απονείμει 10-20 χρόνια νωρίτερα. Δεν μπόρεσα να πάω στην απονομή -έστειλα την κόρη μου και τις εγγονές μου. Η σπονδυλική μου στήλη είχε καταρρεύσει. Καθόμουν εδώ, σε αυτή την καρέκλα που κάθομαι τώρα και με είχαν πάρει τηλέφωνο: ‘Πίνουμε σαμπάνια στην υγειά σου, μακάρι να ήσουν εδώ’. Ηταν εξαιρετικά αστείο. Αν μου το είχαν δώσει νωρίτερα, θα είχα παρευρεθεί. Ξέρετε, υπάρχει μια λίστα με ‘συγγραφείς που θα έπρεπε να πάρουν Νομπέλ’. Κυκλοφορεί χρόνια. Γνώριζα ότι ήμουν στη λίστα. Μου είχαν όμως στείλει μια φορά έναν εκπρόσωπο για να μου πει ότι δεν με συμπαθούσε η Εκκλησία, οπότε δεν θα το έπαιρνα ποτέ. Γι’ αυτό εξεπλάγην όταν συνέβη. Αν θυμάστε, ήμουν έξω, γύριζα από το νοσοκομείο με το γιο μου και με περίμεναν οι δημοσιογράφοι».
Πόσο άλλαξε η ζωή σας μετά τη βράβευσή σας; Ο κριτικός της «Washington Post», Μάικλ Ντίρντα το έχει χαρακτηρίσει «φιλί θανάτου», διότι πολλοί συγγραφείς δεν μπορούν να γράψουν κάτι αξιόλογο έπειτα από αυτό.

«Δεν έχω γράψει λέξη εδώ και ένα χρόνο. Μόνο φωτογραφίζομαι και δίνω συνεντεύξεις όπως κάνω μαζί σας αυτή τη στιγμή. Ελπίζω σε μια-δυο εβδομάδες να αρχίσω πάλι να γράφω. Για να αρχίσει να μιλάει ο Γάλλος…».
Πιστεύετε ότι η αναγνώριση και η φήμη έρχονται πιο εύκολα στους συγγραφείς που γράφουν στα αγγλικά;
«Όχι απαραίτητα. Ο λόγος που η αγγλική γλώσσα είναι τόσο ευνοημένη οφείλεται στην Αμερική. Ερχεται κόσμος να με δει και μου λέει: ‘Δεν ξέρω τι πρέπει να μάθω. Αγγλικά ή αμερικανικά;’. Πάντα επιλέγουν τα αμερικανικά. Αφού αυτή είναι η χώρα που κάνει κουμάντο».
Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στις δυο διαλέκτους;

«Πολύ μεγάλη! Η γλώσσα μάς χωρίζει. Πολλές μεμονωμένες λέξεις είναι διαφορετικές αλλά και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Οι αμερικανοί χρησιμοποιούν τη γλώσσα όπως θα έκανε μια χώρα που κάνει κουμάντο, συμπεριφέρονται σαν μια αυτοκρατορία. Γνωρίζω πολύ καλά τι εστί αυτοκρατορία διότι μεγάλωσα στο τέλος μίας. Και μπορώ να σας πω ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αμερικανική, στη βρετανική, στη ρωσική. Ολες είναι ίδιες, όπως ήταν και η Ρώμη. Είχα γνωρίσει κάποτε δυο χρυσοθήρες από την Ανατολική Ρωσία. Δυο αφοσιωμένους κομμουνιστές. Δεν ήταν διαφορετικοί από τους γονείς μου, ή από τους Αμερικανούς σήμερα…»
Πιστεύετε ότι οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να αλλάξουν με τον Ομπάμα;

«Το ελπίζω! Ξέρετε ορισμένοι εκ των Ρεπουμπλικάνων φωνάζουν: ‘Kill Obama, kill Obama’ -οι Αμερικανοί συνηθίζουν να σκοτώνουν τους προέδρους τους. Ας δούμε πρώτα εάν θα επιβιώσει! Για την ώρα, οι ΗΠΑ αποπνέουν απειλή και υπόσχεση. Αυτό που μπορεί να δούμε τώρα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είναι μια Αμερική με λιγότερη έπαρση, πιο ταπεινή».
Στο «Πέμπτο παιδί» αναφέρετε: «Αυτές είναι οι στιγμές που, όταν δεν αρκούν τα υλικά μέσα, κρινόμαστε όλοι».

«Ναι, και είναι κάτι που θα το δούμε τώρα. Η ανεργία αυξάνεται. Ισως αυτή η κρίση να βελτιώσει τα πράγματα, γιατί θα φτωχύνουμε πολύ. Αυτό θα είναι πολύ καλό. Βλέπετε, οι νεότερες γενιές δεν αντιμετώπισαν δυσκολίες, δεν πέρασαν δοκιμασίες. Καμία. Και ξαφνικά πρέπει, για πρώτη φορά, να σκεφτούν τι ξοδεύουν. Ενώ οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έχουν περάσει πολλά. Πολέμους και κάθε είδους ύφεση».
Οι δοκιμασίες είναι απολύτως απαραίτητες για να εκτιμάς τη ζωή και αυτά που έχεις;

«Ορισμένες φορές. Ας ελπίσουμε να μην είναι σε υπερβολικό βαθμό! Ακούς τον Σόρος και η καρδιά σου βουλιάζει. Περιμένει τα χειρότερα για όλους μας».
Εχετε πει ότι παλαιότερα οι νέοι επαναστατούσαν απέναντι στην εξουσία. Πώς βλέπετε τους σημερινούς νέους;

«Δυσανασχετούν πολύ. Αλλά αυτό γίνεται επειδή συνέβη κάτι που δεν περίμεναν και δεν ήταν προετοιμασμένοι γι αυτό. Πιστεύω ότι θα είναι μια χαρά όταν το συνηθίσουν. Εξάλλου, στην ουσία πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που πέρασαν τόσα πολλά τον αιώνα που μας πέρασε σε αυτή τη χώρα».
Απ’ όλα τα βιβλία που έχετε εκδώσει ποιο θεωρείτε το καλύτερό σας;

«Το ‘Χρυσό Σημειωματάριο’ είναι σίγουρα το πιο φορτισμένο. Συνέχεια αναδημοσιεύεται κάπου στον κόσμο. Καλύτερά μου έργα, όμως, θεωρώ και τη σειρά ‘Κάνωπος, Αστερισμός του Αργους: Αρχεία’ και συγκεκριμένα τα βιβλία ‘Οι ζώνες της Σικάστα’ και ‘Τα πειράματα του Σείριου’. Αυτό το τελευταίο το θεωρώ ένα από τα καλύτερα βιβλία μου. Το πρώτο βιβλίο της σειράς, το ‘Σικάστα’ το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Αρχικά εγώ το είχα θεωρήσει αποτυχία, όμως στάθηκε αφορμή για να ξεκινήσει μια ‘θρησκεία’ στην Αμερική! Με είχαν καλέσει σε κάποια τελετή τους, αλλά εγώ τους είπα: ‘Κοιτάξτε, πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι για μοντέλο θρησκείας’. Ξέρετε, γιατί δεν αρχίζετε και εσείς μια θρησκεία; Δεν αστειεύομαι, θα κάνετε μια περιουσία. Ξέρω ένα άτομο που ξεκίνησε μια θρησκεία κατά λάθος! Δεν είχε δουλειά, ούτε και λεφτά. Σκεφτόταν λοιπόν, ‘τι μπορώ να πουλήσω;’. Περνούσε από ένα χασάπικο και είδε πόδια λαγού. Λέγεται ότι φέρνουν τύχη. Αρχισε λοιπόν να πουλάει πόδια λαγού μέσω ταχυδρομείου. Σε πολύ λίγο χρόνο μετρούσε πολλούς πελάτες. Με κάθε παραγγελία του έστελναν και μια σπαρακτική επιστολή τύπου ‘ο άντρας μου με απατάει’ κτλ. Τύπωσε γράμματα με παρηγορητικά λόγια, καθιέρωσε μια ώρα για κοινή προσευχή -αρχικά μια φορά την εβδομάδα, αργότερα κάθε μέρα. Μετά προσέλαβε και υπαλλήλους γιατί η ζήτηση αυξήθηκε. Ξεκίνησε τη θρησκεία χωρίς να το θέλει και μετά ντρεπόταν πολύ γι αυτό. Αν θέλεις να πλουτίσεις, αυτή είναι η συνταγή».
Θα μπορούσατε κι εσείς να ξεκινήσετε τη δική σας;

«Με δουλεύετε; Θα θεωρούσα τον εαυτό μου εγκληματία».
Ποια είναι η άποψή σας για τη θρησκεία;

«Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα. Τι να μου αρέσει; Κοιτάξτε τον κόσμο. Είναι φοβερό. Δεν μου άρεσε η θρησκεία από τότε που ήμουν έντεκα χρόνων».
Πως ήταν η παιδική σας ηλικία;

«Ηταν έντονη. Γεννήθηκα στο σημερινό Ιράν και προτού κλείσω τα πέντε μου χρόνια ταξίδεψα στη Ρωσία -ήμασταν η πρώτη οικογένεια που ταξιδέψαμε εκεί ως τουρίστες. Εχω πολύ ζωντανή την ανάμνηση ενός αστακού που προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τα χέρια ενός ψαρά στην Αγγλία. Είχαμε μείνει εκεί για έξι μήνες. Αργότερα ήμουν σε ένα γερμανικό πλοίο για τη Νότια Αφρική, προς τη Νότια Ροδεσία, ταξιδεύοντας με τρένα στο εσωτερικό της ηπείρου, σε κλινάμαξα σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι εξερευνητές στην Αμερική. Όλα αυτά μέχρι τα πέντε μου! Είχα αποκτήσει από νωρίς πολλές εμπειρίες. Ζούσα κοντά στη φύση, μαζί με τα ζώα».
Πώς ήταν η προσαρμογή σας στην Αγγλία όταν ήρθατε στη χώρα το 1949;

«Ηρθα σε ένα μέρος όπου όλα ήταν σκοτεινά. Το Λονδίνο είχε βομβαρδιστεί πολύ άσχημα. Μέχρι να έρθουν οι Ιταλοί και οι Ινδοί με τα φτηνά τους εστιατόρια και τα καφέ, ήταν αδύνατο να φας έξω. Το φαγητό ήταν χάλια. Κοίταζα το κόκκινο των λεωφορείων και των ταχυδρομικών κουτιών για να χορτάσω λίγο χρώμα. Και αυτό όμως ήταν τόσο σκονισμένο και γκρίζο. Επειτα από δέκα χρόνια όμως η κατάσταση άλλαξε. Υπήρχε η νέα γενιά που έβρισκε τον πόλεμο πληκτικό και ζούσε μαζί με τους ανθρώπους που είχαν ζήσει τον πόλεμο. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι γελούσαν. Τότε θεωρούσα ότι ήταν απαίσιο επειδή πίστευα ότι ξεχνούσαν όσα είχαν περάσει οι γονείς τους. Τώρα το βρίσκω πολύ υγιές. Δεν μπορείς να ζεις διαρκώς με το παρελθόν και με τις φρίκες του».
Πώς σας αντιμετώπισε η κοινωνία του Λονδίνου δεδομένου ότι ήσασταν μια μητέρα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της, μια single mother;

«Δεν υπήρχε αυτή η έκφραση εκείνη την εποχή. Απλώς είχα ένα παιδί. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι είμαι single mother».
Δεν υπήρχε κοινωνικό στίγμα;

«Όχι, δεν υπήρχε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν. Ο πόλεμος είχε αναστατώσει τα πάντα, τίποτε δεν λειτουργούσε φυσιολογικά. Δεν ήμουν η πρώτη γυναίκα με παιδί χωρίς ‘ορατό’ σύζυγο. Αυτό που ήταν άσχημο είναι ότι υπήρχαν γυναίκες με παιδιά χωρίς σύζυγο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και ξαφνικά, μια των ημερών ο σύζυγος επέστρεφε σπίτι. Και αναλογιζόταν το παιδί: ‘Τι κάνει αυτός ο ξένος άνδρας στο σπίτι μας;’. Πρέπει αυτό να ήταν κάτι φοβερό για τις γυναίκες εκείνες».
Και σήμερα; Ποια είναι η άποψή σας για τις γυναίκες που επιλέγουν να μεγαλώσουν μόνες τους ένα παιδί;

«Είναι τρελές! Το λέω από προσωπική εμπειρία, επειδή μεγάλωσα έναν γιο χωρίς τον πατέρα του. Οποιος αποφασίζει κάτι τέτοιο είναι τρελός. Υποθέτω βέβαια ότι τα καταφέρνουν, αλλιώς δεν θα το έκαναν! Γνωρίζω την ανάγκη, έχω δυο εγγονές, η μία έχει παιδί, η άλλη ψάχνει τον άνδρα που θα παρέχει το σπέρμα. Στη ζωή μου τίποτε δεν ήταν φυσιολογικό. Ολοι οι άνθρωποι που γνώρισα τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν στρατιώτες. Ξέρετε, είχα ένα φίλο στη Νότια Ροδεσία, ήταν εφημεριδοπώλης από την Αθήνα, ένας από τους πιο θαυμάσιους ανθρώπους που είχα γνωρίσει. Τον έλεγαν Αθωνα Γουλιέλμο. Σκοτώθηκε στην Αθήνα μετά τον πόλεμο όταν ακολούθησαν όλοι αυτοί οι σκοτωμοί. Θυμάστε,δεν μπορείνα έχετε ξεχάσει ό,τι συνέβη. Είχαμε κάνει λοιπόν μια συμφωνία. Εάν λάμβανα, λέει μια καρτ-ποστάλ από τον Αθωνα, θα σήμαινε ότι ήταν νεκρός. Μια μέρα την έλαβα. Κοιτάζω πίσω και αναλογίζομαι ότι ο Αθων Γουλιέλμος θα ήταν σήμερα 80 χρόνων…Περασμένα, ξεχασμένα. Συχνά σκέφτομαι ότι ξέρω τόσους πολλούς ανθρώπους που δεν θα έπρεπε να είναι νεκροί. Μα γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Πάει μισός αιώνας από τότε».
Υπάρχει κάποια περίοδος στη ζωή σας στην οποία θα θέλατε να γυρίσετε για να την ξαναζήσετε;

«Θα ήθελα να πάω πίσω στην εποχή που ήμουν παιδί και ζούσα στη Ροδεσία. Θα ήθελα να είχα κάνει πολύ περισσότερα ως κόρη ενός λευκού κτηνοτρόφου. Γιατί δεν έμαθα ποτέ κάποια από τις τοπικές διαλέκτους ή την τοπική μουσική; Ηταν καταπληκτική. Θυμάμαι κάθε βράδυ άκουγα ένα ρυθμικό χτύπημα από τον καταυλισμό. Αλλά αυτό ήταν η ‘αυτοκρατορία’ και οι γονείς μου ήταν ‘εραστές’ της. Είχα έναν φίλο από τη Ζιμπάμπουε και η θεία του αφηγούνταν εκπληκτικές ιστορίες. Καμία όμως από αυτές δεν διασώθηκε γιατί δεν μπόρεσε να τις μάθει αυτός. Πήγαινε σε σχολείο Ιησουιτών, οι οποίοι δεν επέτρεπαν στους ντόπιους να μιλούν τη γλώσσα τους ή να γνωρίσουν την ιστορία τους. Εμείς, οι λευκοί, τους τη στερήσαμε με τη βία. Αυτά τα γεγονότα με οδηγούν σε πολύ ενδιαφέροντες συλλογισμούς. Και εμείς οι Βρετανοί ήμασταν υπό κατοχή ξανά και ξανά από τους ρωμαίους και μετά. Από πολλούς μπάσταρδους. Και αναρωτιέμαι ποιες ιστορίες μάς έχουν στερήσει με τη βία;».
Μετανιώνετε για άλλα πράγματα;

«Δεν μπορείς να φτάσεις στην ηλικία μου χωρίς να μετανιώνεις για ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν σκοτίζομαι να ασχοληθώ με αυτά».
Στα 15 σας εγκαταλείψατε το σχολείο και μορφωθήκατε μόνη σας. Είχατε απορρίψει την ακαδημαϊκή μόρφωση;

«Όχι! Τα πράγματα είναι απλά. Εάν πήγαινα πανεπιστήμιο θα πήγαινα σε αυτό του Κέιπ Τάουν το οποίο δεν εθεωρείτο από τα καλύτερα παγκοσμίως. Εννοείται, θα σπούδαζα φιλολογία. Λοιπόν σκέφτηκα ότι μπορείς να διαβάσεις μόνος σου και ότι δεν χρειάζεται να πας στο πανεπιστήμιο. Μετανιώνω πάντως που δεν ασχολήθηκα καθόλου με τα μαθηματικά, διότι είναι μια ‘γλώσσα’ που σου ανοίγει δρόμους για τη φυσική. Και εκεί βρίσκονται όλα τα συναρπαστικά πράγματα».
Εχετε πει ότι «καλλιεργούμε πολλές ιδέες, κάποιες φορές αντιφατικές». Σε ορισμένα από τα βιβλία σας φαίνεται ότι υποστηρίζετε το δικαίωμα της γυναίκας σε μια ζωή χωρίς οικογενειακές δεσμεύσεις, τις οποίες μάλιστα έχετε περιγράψει ως αυτοüπομόνευση…

«Μα ξεχνάτε κάτι. Είχαμε πόλεμο! Μιλάτε σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. Ξέσπασε το 1939 και διέκοψε τα πάντα. Ημουν μια καλή νοικοκυρά, είχα δυο παιδιά. Ολες εμείς οι κοπέλες λέγαμε ότι δεν θα φέρουμε σε αυτόν τον μοχθηρό κόσμο άλλο ένα παιδί. Αυτό λένε και σήμερα. Όταν το ακούω, θέλω να γελάσω. Δεν λέω να κάνεις τρία παιδιά σε πέντε χρόνια, αλλά είναι ολέθριο να λες κάτι τέτοιο».
Η ερώτηση είχε και δεύτερο σκέλος. Αυτό που ήθελα να συμπληρώσω είναι ότι στα ίδια βιβλία υπάρχει πάντα μια μητρική φιγούρα, για παράδειγμα η Φίλις του «Η Βικτόρια και οι Στάβενι», η οποία θυσιάζεται για την συναισθηματική ανάπτυξη και την κοινωνική εξέλιξη των άλλων.

«Ισως, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Στο βιβλίο ‘Το πιο γλυκό όνειρο’, που έγραψα αντί του τρίτου τόμου της αυτοβιογραφίας μου, ήθελα να αναβιώσω τη δεκαετία του ’60. Ηταν μια συναρπαστική εποχή, ακριβώς επειδή ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν αυτό που αναφέρετε. Προσωπικά, ήμουν η μάνα. Μάνα όλων! Ξέρετε, είχα ένα σπίτι γεμάτο παιδιά ηλικίας από 14 ως 23 ετών. Τότε σου χτυπούσαν την πόρτα και σου έλεγαν: ‘Είμαι ο Φρέντι, φίλος τους Τζόνι’. Και του απαντούσες: ‘Βέβαια, πέρασε μέσα’. Εμεναν για εβδομάδες. Ποτέ δεν πήραν τηλέφωνο οι γονείς τους να ρωτήσουν: ‘Γεια σου Ντόρις, τι κάνει το παιδί μου;’. Ούτε εγώ θα τολμούσα να πάρω τηλέφωνο εκεί που βρισκόταν ο γιος μου. Δεν τα πήγαινε καλά μαζί μου και θα με σκότωνε αν το έκανα. Το ίδιο και οι άλλοι γονείς. Αυτό συνέβαινε για χρόνια. Και μια μέρα όλο αυτό τέλειωσε, έτσι απλά, όπως όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα στον κόσμο».
Στο «Πέμπτο παιδί» γράψατε ότι τα 60ς ήταν μια «άπληστη και εγωιστική δεκαετία».

«Ηταν το αντίθετο. Είχαν μια ζεν γενναιοδωρία. Ανθρωποι ζούσαν σε σπίτια άλλων για εβδομάδες και μήνες. Όλα αυτά τελείωσαν στη δεκαετία του ΄70, μια βίαια επιθετική δεκαετία, πολύ αιχμηρή και δύσκολη».

Υπήρχε δόση υπερβολής στη σεξουαλική επανάσταση;

«Κοιτάξτε, τα παιδιά στο σπίτι μου ήταν προβληματικά -με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Αλλά δεν θεώρησα αυτή την κατάσταση ως απόρροια της σεξουαλικής επανάστασης. Δεν ήταν αυτό το θέμα. Το θέμα ήταν ότι επρόκειτο για ‘πρόσφυγες’, παιδιά που είχαν δραπετεύσει από τους γονείς τους. Είχαμε μαριχουάνα αλλά όχι και σκληρά ναρκωτικά. Αυτοί οι άνθρωποι μόνο έπιναν. Λάμβανα επιστολές από την Αμερική, την Ισπανία και μου έγραφαν: ‘Γεια σας, ο Πολ μένει μαζί σας εδώ και έξι εβδομάδες. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάτι για αυτόν. Μήπως θα έπρεπε να επισκεφθεί κάποιον γιατρό;’».
Γιατί ήταν προβληματικά τα παιδιά αυτά;

«Δεν γνωρίζω, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι είχε να κάνει με τον πόλεμο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν παιδιά στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πραγματικότητα γνωρίζω αρκετούς από αυτούς τους ανθρώπους σήμερα, είναι φίλοι μου. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να γράψω τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας μου, διότι δεν μπορώ να αναφέρω τα ονόματά τους. Αυτό θα ήταν μεγάλη προδοσία. Ενας από αυτούς θα έρθει να με δει αύριο. Ηταν και εξακολουθεί να είναι προβληματικός».
Γιατί αποχωρήσατε από το κομμουνιστικό κόμμα;

«Ξέρετε, στο 20ό συνέδριο του 1956 ο Χρουστσόφ είπε ότι ο Στάλιν είναι μπάσταρδος. Αυτό έκανε κομμάτια την αριστερά. Οι περισσότεροι από τους συντρόφους πίστεψαν ότι ήταν καπιταλιστική προπαγάνδα. Πολλοί λίγοι ήταν έτοιμοι να παραδεχτούν ότι ο Στάλιν ήταν όντως ένα κάθαρμα. Υπήρχαν λίγοι, ανάμεσά τους και, εγώ που ευχαριστήθηκαν πολύ αυτό που έκανε ο Χρουστσόφ. Αλλά περιμέναμε περισσότερα. Διότι εμείς γνωρίζαμε -και δεν έχει σημασίαπώςτο γνωρίζαμε- ότι τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στη Σοβιετική Ενωση, όπως και στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Ο Χρουστσόφ δεν τα έβγαλε όλα στη φόρα, απλώς φανέρωσε μια ελάχιστη δόση της αλήθειας. Ηταν φοβερά όσα συνέβαιναν. Όμως δεν υπάρχει πλέον Σοβιετική Ενωση. Θα σας πω την αγαπημένη μου ιστορία. Μια φίλη μου ταξίδευε με το αεροπλάνο και δίπλα της κάθισε ένας άνδρας και της λέει: ‘Ημουν στα Ιμαλάια χρόνια ολόκληρα και δεν έχω δει εφημερίδα. Πείτε μου τι συνέβη όσο έλειπα’. Οπότε εκείνη του λέει: ‘Δεν υπάρχει πια η Σοβιετική Ενωση, τελείωσε το απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, το τείχος του Βερολίνου έπεσε’. Και αυτός της απαντά: ‘Α, μη με δουλεύετε!’».
Πιστεύετε στην τύχη;

«Ναι, πολύ. Και πιστεύω ότι έχω υπάρξει πολύ τυχερή στη ζωή μου. Ξεκίνησε με το πρώτο μου βιβλίο το ‘The Grass is singing’. Βγήκε μετά το ‘Cry of the beloved country’ και άλλαξε την άποψη όλων σχετικά με ό,τι συνέβαινε στη Νότια Αφρική. Αυτό ήταν υπέρ του βιβλίου μου. Ηταν καθαρή τύχη. Δεν θα τα είχα καταφέρει καλύτερα όσο και αν είχα προσπαθήσει. Αλλά δεν ήταν η μόνη φορά, πολλές φορές έχω υπάρξει τυχερή».
Εχετε γράψει βιβλία επιστημονικής φαντασίας, όμως φαίνεται ότι δεν τα πάτε καλά με την τεχνολογία. Εχετε δηλώσει ότι «το μυαλό μας έχει υποστεί ζημιά από την τεχνολογία».

«Δεν με ενοχλεί η τεχνολογία, αρκεί να μη χρειάζεται να την χρησιμοποιήσω! Σίγουρα έχουμε αλλάξει πολύ εξαιτίας της. Συρρικνώνεται ολοένα το εύρος της προσοχής μας, υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι δεν μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο. Χρησιμοποιούμε την τεχνολογία χωρίς να διερωτόμαστε τι πρόκειται να συμβεί αργότερα. Τα ίδια συνέβησαν και όταν ανακαλύφθηκε η τυπογραφία. Δεν γνωρίζαμε και δεν φανταζόμασταν πόσο θα άλλαζε τη ζωή μας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις συμβαίνουν και εμείς ακολουθούμε».
Εσείς ακολουθείτε την τεχνολογία;

«Εχω ένα κομπιούτερ το οποίο μπορώ να χρησιμοποιήσω, αλλά δεν μου αρέσει η εφεύρεση του e-mail. Θεέ μου, δεν είσαι ποτέ μόνος. Πάντα λαμβάνεις άλλο ένα μήνυμα με ένα φρικτό αστείο. Εχω κάπου ένα κινητό, αλλά δεν το χρησιμοποιώ ποτέ. Ξέρετε, μπορεί να ζήσει κάποιος και χωρίς κινητό. Κοιτάξτε, ζω μια μοντέρνα ζωή, έχω φαξ, έχω συσκευές, αυτός είναι ο τρόπος που ζούμε πλέον».
Εχετε έρθει στην Ελλάδα;

«Ναι, και έβρεχε ασταμάτητα για μια εβδομάδα! Ηθελα να δω τον όμορφο, γαλανό ουρανό της Ελλάδας και αντ’ αυτού βρέθηκα με δανεικές γαλότσες. Είχε λάσπη παντού και πήγα να δω τον τάφο του Αγαμέμνονα, επισκέφτηκα στην Ακρόπολη, πάντα μέσα στη βροχή. Δεν το περίμενα έτσι. Ηταν πριν από επτά χρόνια περίπου. Ισως ξαναέρθω. Δυστυχώς, λόγω ηλικίας, μου είναι δύσκολο να ταξιδεύω».
Ποιες χαρές βιώνετε μεγαλώνοντας;

«Απολύτως καμία. Δεν υπάρχει τίποτε καλό για να ειπωθεί. Μεγαλώνοντας δεν γίνεσαι σοφός, γίνεσαι κακόθυμος. Ιδίως εάν έχεις υπάρξει ένας ανεξάρτητος και δυνατός άνθρωπος. Διότι αυτομάτως έχεις έπαρση, νομίζεις ότι εξακολουθείς να είσαι δυνατός και ότι μπορείς να τα καταφέρνεις όλα. Δεν είναι έτσι όμως. Περπατάω με μπαστούνι, σπανίως βγαίνω έξω. Γι αυτό είμαι κακόθυμη».
*Δημοσιεύθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2008 στο περιοδικό «ΒΗΜΑgazino».

Το«Xρυσό σημειωματάριο» είναι, κατά γενική ομολογία, το magnum opus της Ντόρις Λέσινγκ.Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962 και θεωρείται πλέον ένα από τα μείζονα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Αφηγείται την ιστορία της Άννας Βουλφ, μιας χωρισμένης μητέρας και μυθιστοριογράφου, η οποία παλεύει ενάντια στο συγγραφικό μπλοκάρισμα στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1950. Από φόβο μήπως τρελαθεί, καταγράφει τα βιώματά της σε τέσσερα χρωματιστά σημειωματάρια.
Στο μαύρο σημειωματάριο καταγράφει τη συγγραφική της ζωή, στο κόκκινο τις πολιτικές της απόψεις, στο κίτρινο τη συναισθηματική της ζωή και στο μπλε καθημερινά γεγονότα. Ωστόσο, είναι το πέμπτο σημειωματάριο -το χρυσό- το οποίο ενώνει τα νήματα της ζωής της και κρατάει το κλειδί της ανάρρωσής της.
Τολμηρό, διαφωτιστικό και απαραίτητο, το«Xρυσό σημειωματάριο»είναι η συναρπαστική περιγραφή μιας γυναίκας σε αναζήτηση προσωπικής και πολιτικής ταυτότητας, αντιμέτωπης με το τραύμα της συναισθηματικής απόρριψης και της σεξουαλικής προδοσίας, με την επαγγελματική αγωνία και τις εντάσεις της φιλίας και της οικογένειας.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί – όπως και τα περισσότερα στην ελληνική γλώσσα – από τις εκδόσεις Καστανιώτη (μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου). Διαβάστε εδώ έναν εκτενή πρόλογο της συγγραφέως γι’ αυτό το μυθιστόρημα με αφορμή την επανέκδοσή του το 1971.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.