Ο γενναίος στρατιώτης με το ένα πόδι έλιωσε γρήγορα στη φωτιά χάρη στην υψηλή περιεκτικότητά του σε μαλακό κασσίτερο
Ο Μολυβένιος Στρατιώτης, που δεν ήταν ακριβώς μολυβένιος αλλά ένα κράμα μολύβδου και κασσιτέρου, είναι μια από τις ωραιότερες διηγήσεις του Αντερσεν. Οπως λέγεται μάλιστα, δεν έχει πηγή κάποιο άλλο λαϊκό παραμύθι αλλά είναι κάπως αυτοβιογραφικό. Ο μαλακός στρατιώτης με το ένα πόδι, που δεν έχει και τόση επιτυχία στις γυναίκες, έπειτα από πολλές περιπέτειες, αλλάζει τελικά σχήμα όταν άθελά του πέφτει στη φωτιά και καταλήγει να γίνει μια μεταλλική καρδιά. Διότι ακριβώς ο κασσίτερος, καλύτερα και από τον μόλυβδο και από άλλα μέταλλα, μπορεί να υποστεί επεξεργασία, να λιώσει και να πάρει όποιο σχήμα θελήσουμε.
Το αποτέλεσμα της αναγωγής αρσενικούχων χαλκομεταλλευμάτων ήταν η παραγωγή αρσενικούχου κρατερώματος με 2%-3% περιεκτικότητα κατά βάρος σε αρσενικό (As). Συχνά το κρατέρωμα συγχέεται με τον ορείχαλκο, που είναι κατά βάση κράμα χαλκού – ψευδαργύρου. Στη γλώσσα της αγοράς, «μπρούντζοι» ή «κρατερώματα» αποκαλούνται τα πιο καφεκόκκινα κράματα χαλκού (88% χαλκός, 12% κασσίτερος ή και 95%-5%), ενώ τα κράματα χαλκού με ψευδάργυρο και χρώμα κιτρινόχρυσο αποκαλούνται ορείχαλκοι και ήταν ανακάλυψη των Ρωμαίων μάλλον, από τον 2ο αιώνα π.Χ.
Ο μπρούντζος ορισμένες φορές περιέχει μικροποσότητες από άλλα μέταλλα, όπως αρσενικό, αντιμόνιο ή μόλυβδο. Το αρσενικό και το αντιμόνιο κάνουν σκληρό το κράμα, ενώ ο μόλυβδος διευκολύνει τη χύτευσή του. Τα μεταλλεύματα κασσιτέρου για την πρώτη παραγωγή κρατερώματος στη Μεσοποταμία προήλθαν ίσως από το Αφγανιστάν, που η γη του ήταν πάντα πολύ πλούσια σε πολύτιμα μεταλλεύματα ή και από αρχαία ορυχεία που ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια στο όρος Ταύρος της Τουρκίας.
Δεν είναι επικίνδυνος ο κασσίτερος για την υγεία σε μικρές ποσότητες και η επικινδυνότητα που είχαν οι παλιές κονσέρβες οφειλόταν στον μόλυβδο που χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές για να σφραγίζουν τα κουτιά.
Ο κασσίτερος είναι παρών και σε κράματα νομισμάτων, όπως αυτό το διώβολον του 1878, με την προτομή του βασιλέως Γεωργίου Α’
Οι άποικοι από την Ελλάδα συνιστούσαν μια διπλή απειλή: να υπονομεύσουν τους Φοίνικες με την προσφορά καλύτερων προϊόντων και να αναλάβουν τον έλεγχο του δικτύου διανομής. Η Καρχηδόνα, ως εμπορική αυτοκρατορία, θα προτιμούσε την ειρήνη, αλλά ως εμπορική αυτοκρατορία έπρεπε να διεξάγει συνεχώς πολέμους –όπως συνέβη στην πραγματικότητα, αρχικά εναντίον των Ελλήνων και ακολούθως κατά των Ρωμαίων. Εξαρτιόταν υπερβολικά από το εμπόριό της με την Ταρτησσό και εν γένει την Ιβηρία, από όπου προμηθευόταν τεράστιες ποσότητες αργύρου, μολύβδου, χαλκού και, το σημαντικότερο, του ορυκτού κασσιτερίτης, που ήταν απαραίτητος στην παραγωγή μπρούντζου. Οι εμπορικές σχέσεις της Καρχηδόνας με τους Ιβηρες και η ναυτική ισχύς για την επιβολή του μονοπωλίου της σε αυτές τις συναλλαγές καθώς και με την πλούσια σε κασσιτερίτη Αγγλία, της έδωσαν τη δυνατότητα να καταστεί ο μοναδικός σημαντικός προμηθευτής κασσιτέρου και παραγωγός μπρούντζου.
Το μονοπώλιο αυτό, μια από τις σημαντικότερες πηγές δύναμης και ευημερίας της Καρχηδόνας, έπρεπε να διαφυλαχθεί πάση θυσία. Οπως έχει γραφτεί χαρακτηριστικά, ένας καρχηδόνιος καπετάνιος θα προτιμούσε να ρίξει το πλοίο του στα βράχια των ακτών της Βρετανίας παρά να αποκαλύψει σε κάποιον ανταγωνιστή πώς θα μπορούσε να την προσεγγίσει με ασφάλεια. Αν μάλιστα αυτό είναι και αλήθεια, δικαιολογεί και τον μύθο για τις Κασσιτερίδες νήσους, που ήταν μάλλον δημιούργημα της φαντασίας, και την άγνοια των συγγραφέων της εποχής για το από πού ακριβώς προμηθεύονταν οι έμποροι κασσίτερο. Σήμερα πάντως η άποψη που επικρατεί είναι πως η περιζήτητη αυτή περιοχή ήταν η Κορνουάλη, στις νότιες ακτές της Αγγλίας.
Τι ήταν το γάνωμα των ταψιών;
Το γάνωμα μιας χάλκινης μαρμίτας ήταν με άλλα λόγια «κασσιτέρωμα»
Αλλη μια μέθοδος ήταν η εξής. Ο γανωτής άναβε τη φωτιά και έβαζε τα χαλκώματα να ζεσταθούν καλά και να λιώσουν όλα τα λίπη και η λίγδα που μπορεί να είχαν τα σκεύη. Υστερα τα έπαιρνε και τα έβαζε σε μια ρηχή γούρνα, το γιαλάκι, και τα έτριβε με άμμο για να καθαρίσει. Μετά το έβαζε στη φωτιά και μόλις ζεσταινόταν καλά, έπαιρνε το νισιατίρι (μια σκόνη σαν ζάχαρη, χλωριούχο αμμώνιο, που δρούσε σαν αντιοξειδωτικό και διευκόλυνε τη συγκόλληση) και πασάλειβε καλά το σκεύος από το μέσα μέρος. Επειτα έβαζε πάνω και το καλάι (=κασσίτερος) όπου το άλειφε καλά για να πιάσει και μετά με το παλάτσι, κάτι σαν βαμβάκι, το έτριβε καλά για να γίνει το λεγόμενο κασσιτέρωμα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ