Την περασμένη Τετάρτη, όταν ο Τόμας Βίζερ, επικεφαλής της παλαιάς Νομισματικής Επιτροπής και εκπρόσωπος της σκληρής αυστριακής οικονομικής σχολής στις Βρυξέλλες, ξεστόμισε εκείνο το απίθανο «πρώτα θα πάμε για σκι και μετά θα συζητήσουμε με τους Ελληνες», μαύρα φίδια έζωσαν πολλούς στην Αθήνα. Και δικαίως, αφού η δήλωση –ανώνυμη μεν αλλά όλοι ήξεραν το πρόσωπο που τη μετέδωσε –ήλθε την παραμονή της κρίσιμης συνεδρίασης του Eurogroup και ουσιαστικά προδίκαζε το αποτέλεσμά της.
Την επομένη το μήνυμα του συμβουλίου των ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών προς τον κ. Ι. Στουρνάρα ήταν σαφές. Εν μέσω διθυράμβων για τους Ιρλανδούς και τους Ισπανούς, εκείνος βρέθηκε αντιμέτωπος με επιτακτικές παραινέσεις του τύπου «έχετε πολλά να κάνετε ακόμη, εφαρμόστε όσα υποσχεθήκατε, καλύψτε το δημοσιονομικό κενό για το 2014 και το 2015, προωθήστε τις αποκρατικοποιήσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές που συμφωνήσατε και μετά βλέπουμε…».
Και όλα αυτά χωρίς κανέναν δισταγμό, χωρίς καμία επιείκεια. Η αναγνώριση της δημοσιονομικής προόδου έγινε σχεδόν ψιθυριστά, δεν άλλαξε, ούτε επηρέασε τα αισθήματα καχυποψίας που οι εταίροι διατηρούν για την Ελλάδα και το πολιτικό προσωπικό της. Ούτε βεβαίως τους απασχόλησαν οι ενδεχόμενες πολιτικές αναστατώσεις που μπορούν να πυροδοτηθούν στην Αθήνα από τη στάση τους.
Σε αυτό το κλίμα, ο υπουργός Οικονομικών κ. Ι. Στουρνάρας επρόκειτο να επαναλάβει την Κυριακή το πρωί τις συζητήσεις με τον Πόουλ Τόμσεν, τον Ματίας Μορς και τον Κλάους Μαζούχ. Ο ίδιος, φύσει αισιόδοξος, ελπίζει σε συμφωνία και ξεκαθάρισμα των διαφορών με τους Ευρωπαίους.
Ωστόσο, στους πολιτικούς κύκλους των Αθηνών αρχίζει να διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι θα ασκήσουν την ευρύτερη δυνατή πίεση τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο «Βήμα» σημαίνων υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά «οι εταίροι παραμένουν καχύποπτοι απέναντί μας, θεωρούν ότι με την πρώτη ευκαιρία θα διολισθήσουμε σε σπάταλες πολιτικές και γι’ αυτό, εν όψει και της επερχόμενης νέας ρύθμισης των χρεών μας, επιζητούν τις ευρύτερες δυνατές εξασφαλίσεις».
Με άλλα λόγια, δεν εμπιστεύονται τις αντοχές των κκ. Σαμαρά και Βενιζέλου και πολύ περισσότερο δεν θέλουν να δεσμευθούν όταν υποθέτουν ότι πιθανώς θα τους διαδεχθεί ο κ. Αλ. Τσίπρας, τον οποίο επιπλέον θεωρούν αριστερό λαϊκιστή και εχθρικό προς τις αντιλήψεις και τις πολιτικές που εκπορεύονται από την κυριαρχούσα τα τελευταία χρόνια ευρωπαϊκή ελίτ.
Βάσει των παραπάνω στην Αθήνα είναι πολύ δημοφιλής τελευταίως η εκτίμηση ότι οι Ευρωπαίοι, στην περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία, οργανώνουν μια «περίοδο χάους» στην Ελλάδα, ώστε κάτω από δύσκολες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες να επιλέξει η χώρα οριστικά και αμετάκλητα τι ακριβώς θέλει, αν δηλαδή επιλέγει να ζήσει σε οργανωμένο ευρωπαϊκό περιβάλλον με όρους, κανόνες, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή διαλέγει μια πορεία μοναχική και ελεύθερη, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά δύσκολη και εθνικά επικίνδυνη.
Συγκεκριμένα πολιτικά στελέχη διακινούν τη θεωρία πως επίσημοι ευρωπαϊκοί παράγοντες έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση ότι αν δεν εφαρμοσθούν τα συμφωνηθέντα θα διακοπούν για μερικούς μήνες, μέχρι την άνοιξη, η διαπραγμάτευση και η βοήθεια. Πρόκειται προφανώς για ακραίο σενάριο, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, η απειλή έχει διατυπωθεί. Ορισμένοι μάλιστα συνδέουν το ταξίδι του πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο με αυτήν ακριβώς τη σκληρή προοπτική. Εικάζεται ότι ο κ. Σαμαράς την προσεχή Παρασκευή θα προσπαθήσει να πείσει την ομόλογό του κυρία Ανγκελα Μέρκελ για τις προθέσεις και τη διάθεσή του να προωθήσει τα διαρθρωτικά μέτρα ώστε να αποφευχθεί μια –μοιραία και καταστροφική για πολλούς –σύγκρουση της Ελλάδας με την Ευρώπη.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος έδωσε οδηγίες στους υπουργούς να επιταχύνουν το μεταρρυθμιστικό έργο, να καλύψουν τα προαπαιτούμενα. Ούτε είναι επίσης τυχαίο ότι οι επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών προετοιμάζουν για τις συζητήσεις με την τρόικα την Κυριακή πακέτο διαρθρωτικών και άλλων μέτρων συνολικού ύψους 1,5 δισ. ευρώ για το 2014, ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις των ξένων για αντίστοιχου ύψους δημοσιονομικό κενό. Ο κ. Σαμαράς πάντως πιστεύει ότι οι διαπραγματεύσεις θα πάνε καλά, ότι ο Σόιμπλε δίνει τον τόνο και όχι ο Βίζερ και τέλος πάντων πιστεύει ακράδαντα ότι στη συνάντηση του Βερολίνου θα λυθούν οι παρεξηγήσεις και όλα θα ομαλοποιηθούν. Ο ίδιος πάντως δηλώνει ότι δεν θα αποδεχθεί οριζόντια μέτρα περικοπής μισθών και συντάξεων, ούτε μέτρα που ανακόπτουν την πορεία προς την ανάπτυξη. Αντιθέτως δείχνει δεκτικός σε όλα τα διαρθρωτικά.

Οπως και να έχει πάντως, η διελκυστίνδα με την τρόικα ανακατεύει την ελληνική πολιτική κουζίνα. Εναντι των παραπάνω, πιθανών και απίθανων εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους και την τρόικα, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας –φανερές και υπόγειες –κινητοποιούνται, τοποθετούνται, σχεδιάζουν και προετοιμάζονται αναλόγως.
Είναι άλλωστε γεγονός ότι οι πολιτικές διεργασίες εντείνονται το τελευταίο διάστημα. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση τελούν εν βρασμώ, οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις περισσεύουν, γενικώς η ελληνική πολιτική μοιάζει με χύτρα ταχύτητας έτοιμη να σκάσει.
Η πρωτοβουλία Τσίπρα, που εκδηλώθηκε με την κατάθεση μομφής, είχε μεν ως αφορμή την ΕΡΤ αλλά δεν ήταν χωρίς υπόβαθρο. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως όλα δείχνουν, είχε υπόψη πιθανές αποσκιρτήσεις περισσότερων βουλευτών του ΠαΣοΚ, πέραν δηλαδή της κυρίας Τζάκρη, όταν κατέθετε την πρόταση δυσπιστίας.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι τουλάχιστον άλλοι τρεις βουλευτές ήταν έτοιμοι για άλμα εξόδου, αλλά δεν το απετόλμησαν την τελευταία στιγμή.
Στο ΠαΣοΚ σχεδόν όλοι γνωρίζουν το φλερτ ορισμένων συναδέλφων τους με τον κ. Τσίπρα, αλλά και το ενδιαφέρον του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξελίξεις στη ΔΗΜΑΡ. Οι επιτελείς της Κουμουνδούρου βλέπουν ότι μια πιθανή συνεργασία με τους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου είναι πολιτικά και ιδεολογικά προβληματική και προτιμούν συνεργασία και ενίσχυση από στελέχη και παράγοντες της ευρύτερης Δημοκρατικής Παράταξης. Είναι επίσης γνωστό το φλερτ με «καραμανλικούς» βουλευτές, οι οποίοι δεν θέλουν ούτε να ακούν για τον κ. Σαμαρά και την ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου.
Φημολογείται άλλωστε ότι και τινές νεοδημοκράτες ήταν και παραμένουν, έστω σε καταστολή, ακόμη στα κάγκελα. Ετσι βεβαίως εξηγείται και η σπουδή που επέδειξε η κυρία Μπακογιάννη για επάνοδο της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, ώστε να καλυφθούν τυχόν κενά πλειοψηφίας από ενδεχόμενη αποχώρηση βουλευτών. Οπως και να έχει, το προξενιό της Ντόρας δεν είναι τυχαίο, όπως δεν είναι τυχαίες και οι βολιδοσκοπήσεις βουλευτών του ΠαΣοΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπροσθέτως δεν είναι άσχετη με τις τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες η αναβίωση των σχεδίων του κ. Σαμαρά για μια νέα μεγάλη ευρωπαϊκή παράταξη, την οποία ο κ. Θ. Πάγκαλος έχει φαντασθεί ως κοινή κοινή κάθοδο Νέας Δημοκρατίας – ΠαΣοΚ στις ευρωεκλογές, αλλά οι επιτελείς του Μαξίμου τη θέλουν ευρύτερη αποζητώντας επαφή ακόμη και με τον κύκλο των «58 της Κεντροαριστεράς».
Το σίγουρο είναι ότι ΠαΣοΚ – ΔΗΜΑΡ και ανένταχτοι της Κεντροαριστεράς διεκδικούνται από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα κινούνται και τα άκρα του πολιτικού τόξου. Η Ακροδεξιά καλά κρατεί, παρά το μπλόκο στους νεοναζί, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά υπερασπίζεται την επάνοδο στη δραχμή και τα «πιστόλια ξεκλειδώθηκαν».
Οπως και αν έχει, το νέο δίπολο οικοδομείται, το καζάνι της πολιτικής βράζει και το ερώτημα που τίθεται είναι αν όντως οι Ευρωπαίοι και η τρόικα πιέζουν στα άκρα τις αντοχές του πολιτικού συστήματος, ελπίζοντας σε ένα δημιουργικό χάος. Με τη διαφορά ότι εδώ είναι Βαλκάνια και το χάος, όταν εγκαθίσταται για τα καλά, σχεδόν μονιμοποιείται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ