Συνεχίζεται η διένεξη μεταξύ του υπουργού Υποδομών, κ. Μιχάλη Χρυσοχοϊδη και του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Νίκου Χουντή για το ζήτημα της επανεκκίνησης των εργασιών στους τέσσερις αυτοκινητόδρομους που κατασκευάζονται με τη μέθοδο της σύμβασης παραχώρησης.
Ο κ. Χουντής επανήλθε στην καταγγελία του κατά του υπουργείου Υποδομών, σημειώνοντας ότι οι αναθεωρημένες συμβάσεις παραχώρησης, που σύντομα θα κατατεθούν προς έγκριση στη Βουλή, αποτελούν σκάνδαλο σε βάρος του δημοσίου, καθώς αλλάζουν το «μείγμα» της χρημαδότησης σε βάρος του κράτους και καθίστανται ετεροβαρής για το κράτος.
Μάλιστα, ο ευρωβουλευτής απαντά στην κίνηση του υπουργού Υποδομών να στείλει τα κείμενα των συμβάσεων σε όλους τους εθνικούς και κοινοτικούς ελεγκτικούς φορείς, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μηχανισμούς καταστολής.
Ο κ. Χουντής θεωρεί «ότι είναι επιτέλους ευκαιρία να ανοίξει ένας διάλογος για να φωτιστούν ορισμένες πτυχές… ενός μεγάλου σκανδάλου σε βάρος του Δημοσίου, που εξελίσσεται γύρω από τα έργα παραχώρησης των αυτοκινητοδρόμων».
Όπως αναφέρει, σχολιάζοντας την απάντηση του κ. Χρυσοχοϊδη στις καταγγελίες του, το υπουργείο Υποδομών, «προσπαθεί να ορίσει δύο περιόδους», με πρώτη αυτήν μεταξύ 2007 και 2008, «στην οποία αποδίδεται το «προπατορικό αμάρτημα»», δηλαδή οι όροι «που υποχρέωναν τις επόμενες κυβερνήσεις σε «αμυντική τακτική»» και με δεύτερη «την περίοδο 2009 έως σήμερα, όπου οι Υπουργοί ήταν και είναι επιφορτισμένοι με «αγωνιώδεις προσπάθειες» να περισώσουν και να διαχειριστούν τους ασύμφορους όρους των αρχικών συμβάσεων για το ελληνικό Δημόσιο».
Ο κ. Χουντής σημειώνει ότι «ο προκάτοχος του κ. Χρυσοχοΐδη είχε επανειλημμένα επανεκκινήσει οριστικά τα έργα, με κορυφαία εκδήλωση στις 26-4-2013» και παρατηρεί ότι «κάθε Υπουργός στην Ελλάδα οφείλει να συνδέει το όνομά του, τουλάχιστον με μία «οριστική επανεκκίνηση«».
Ο κ. Χουντής σημειώνει ότι θεωρεί «ότι είναι πολύ θετικό, να ξεκινάς ένα διάλογο με έναν κοινό τόπο» και προσυπογράφει «καθ’ ολοκληρίαν αυτό που το Υπουργείο τονίζει στην απάντησή του, ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης και της μείωσης του κυκλοφοριακού φόρτου» προέκυψε «χρηματοδοτικό κενό στη χρηματοδότηση των έργων, αφού μέρος του κόστους κατασκευής,προέρχεται από τα έσοδα διοδίων», που οδήγησε «σε αδυναμία αποπεράτωσης των έργων κατά την περίοδο κατασκευής και αποπληρωμής των δανείων κατά την περίοδο λειτουργίας».
«Εξ αιτίας της κρίσης και οι τράπεζες υπαναχώρησαν, αθετώντας τις υπογραφές τους, χωρίς καμία νομική συνέπεια. Κατά τη γνώμη μας, αυτός ο κοινός τόπος, αυτή η παραδοχή, αποτελεί κορυφαία ομολογία εκ μέρους του Υπουργείου: Ενώ υπήρξε αθέτηση του κορυφαίου συμβατικού όρου εκ μέρους των παραχωρησιούχων, καθώς ήταν στη δική τους αποκλειστικά ευθύνη και αρμοδιότητα η εξεύρεση των πόρων, οι αρμόδιες Υπηρεσίες «παρέλειψαν» να ενεργοποιήσουν τις σχετικές ρήτρες» καταγγέλει ο ευρωβουλευτής.
«Πιστεύουμε ότι αντί αυτή τη στιγμή το ελληνικό Δημόσιο να βρίσκεται στη θέση του «κατηγορούμενου», θα έπρεπε να βρίσκεται στη θέση του «κατήγορου». Στην προσπάθεια συγκάλυψης αυτών των τεράστιων ευθυνών, το Υπουργείο, με την απάντησή του, ανέπτυξε σειρά επιχειρημάτων και ισχυρισμών» συνεχίζει.
«Ισχυρισμός 1ος: Το Υπουργείο αναφέρει: «Το ελληνικό δημόσιο σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων παραχώρησης θα πλήρωνε την αξία του εκτελεσμένου έργου μέχρι την καταγγελία».
Απαντάμε: Όπως γνωρίζουμε, το ελληνικό Δημόσιο μέχρι σήμερα, έχει ήδη εξοφλήσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του για τα εκτελεσμένα έργα. Αυτό μάλιστα χωρίς να συνυπολογίσουμε την είσπραξη των διοδίων από τους εργολάβους, για δρόμους που ούτε καν κατασκευάζονται και τις αποζημιώσεις-δώρα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που δόθηκαν στους παραχωρησιούχους με διάφορα προσχήματα. Διευκρινίζεται ότι μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινωθεί το σύνολο των αποζημιώσεων, οι οποίες έχουν δοθεί ανά οδικό άξονα, ως ενεργοποίηση ποινικών ρητρών σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου» σημειώνει.
«Ισχυρισμός 2ος: Το Υπουργείο αναφέρει: «Σύμφωνα με την παγκόσμια πάγια πρακτική για παρόμοια έργα, οποιαδήποτε στιγμή οι τράπεζες θεωρήσουν ότι τα έργα παραχώρησης είναι μη βιώσιμα μπορούν να σταματήσουν τη χρηματοδότηση χωρίς επιπτώσεις για αυτές».
Απαντάμε: Το αν έφυγαν ή όχι οι Τράπεζες δεν αφορά το ελληνικό Δημόσιο. Η ευθύνη εξεύρεσης κεφαλαίων είναι αποκλειστικά του παραχωρησιούχου και όχι του ελληνικού Δημοσίου. Οι συμβάσεις παραχώρησης, στο άρθρο 7, ξεκάθαρα ορίζουν ότι «ο παραχωρησιούχος θα είναι υπεύθυνος να διασφαλίζει ότι θα υπάρχει ανά πάσα στιγμή χρηματοδότηση διαθέσιμη για την πλήρη και προσήκουσα εκτέλεση του έργου». Διευκρινίζουμε σε όποιον δεν καταλαβαίνει ότι, το «ανά πάσα στιγμή», δεν σημαίνει ότι ισχύει μόνο κατά το χρόνο έγκρισης των συμβάσεων, ούτε κατά το χρόνο διαπίστωσης της αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους των παραχωρησιούχων, αλλά περιλαμβάνει και τη στιγμή που ο νυν Υπουργός ανέλαβε τα καθήκοντά του» υπογραμμίζει ο κ. Χουντής.
«Ισχυρισμός 3ος: Αναφέρει το Υπουργείο: «Αν καταγγέλλαμε τις συμβάσεις υπέρ του Δημοσίου τα έργα δε θα μπορούσαν να συνεχισθούν ως Δημόσια, διότι το νέο ΕΣΠΑ δεν εστιάζει στη χρηματοδότηση οδικών δικτύων και υποδομών». Ισχυρίζεται επίσης ότι «Το ελληνικό Δημόσιο δεν έβαλε ενέχυρο πόρους της ΕΕ».
Απαντάμε: Τα «στελέχη» του Υπουργείου οφείλουν να γνωρίζουν ότι μπορεί το νέο ΕΣΠΑ να μην εστιάζει στη χρηματοδότηση οδικών δικτύων και υποδομών, αλλά τα επιτρέπει και τα χρηματοδοτεί. Το πιο πιθανό άλλωστε είναι ότι, λόγω των καθυστερήσεων που υπάρχουν, τα έργα αυτά θα συνεχιστούν και στο επόμενο ΕΣΠΑ.
Επιπλέον, το ελληνικό Δημόσιο, κάνοντας χρήση του Άρθρου 36Α του κανονισμού 1083/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 423/2012, απέσπασε από το ΕΣΠΑ 1,2 δισ. ευρώ για την ολοκλήρωση των οδικών αξόνων. Τα χρήματα αυτά, με εφαρμογή του Μέσου Επιμερισμού Κινδύνου, αποσπάστηκαν από άλλα προγράμματα του ΕΣΠΑ, τα οποία, απ’ όσο γνωρίζουμε, είναι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα προγράμματα αυτά πιστεύουμε ότι θα προσέφεραν περισσότερες αλλά κυρίως μόνιμες θέσεις εργασίας» επισημαίνει.
«Θα ήταν ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι, ο ίδιος ο κ. Hoyer, πρόεδρος του Management Committee της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που χθες υπέγραψε τη σύμβαση για άλλο ένα δάνειο του ελληνικού Δημοσίου, χάριν των εργολάβων, είχε τα συγκεκριμένα οδικά έργα «παλαιομοδίτικα, και εφιαλτική την δομή σχέσεων μεταξύ των εργολάβων, της ελληνικής κυβέρνησης και της ΕΤΕπ»» παρατηρεί.
«Ισχυρισμός 4ος: Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι «επέλεξε αντί να πληρώνει αποζημιώσεις καταγγελίας, να διαθέσει τους πόρους αυτούς για την ολοκλήρωση των έργων». Επίσης ισχυρίζεται ότι αυτό το έκανε για «να αποφύγει την οποιαδήποτε επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού».
Απαντάμε: Πρόκειται για παραλογισμό. Όταν ομοφωνούμε ότι οι εργολάβοι δεν είχαν τα κεφάλαια να συνεχίσουν τα έργα, και ως εκ τούτου παραβιάστηκε ο πιο ουσιώδης όρος της συμφωνίας, είναι παράλογο να ισχυρίζονται ότι το ελληνικό Δημόσιο θα πλήρωνε αποζημιώσεις για το λόγο αυτό. Ο ακραίος μάλιστα αυτός συλλογισμός συμπληρώνεται με την αιτιολογία ότι αυτό γίνεται για «να αποφευχθεί η οποιαδήποτε επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού»» τονίζει.
Ο κ. Χουντής σημειώνει ότι μέρος από τα 22 δισ. ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν σε έσοδα του δημοσίου, «με τις νέες συμβάσεις που ετοιμάζονται, θα χαθούν», ενώ παρατηρεί ότι οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί ελεγκτικοοί φορείς, στους οποίους ο κ. Χρυσοχοϊδης θα στείλει τις συμβάσεις για έλεγχο, ότι αποτελούν «κατασταλτικούς μηχανισμούς ελέγχου και όχι προληπτικούς».
«Θα ήταν πολύ χρήσιμο να εξηγήσει σε αυτούς τους μηχανισμούς, πώς είναι συμβατές με την κοινοτική νομοθεσία, οι εισπράξεις διοδίων χωρίς δρόμους και χωρίς καν να εκτελούνται έργα, πώς είναι συμβατές οι τεράστιες, προκλητικές για τον ελληνικό λαό αποζημιώσεις, και οι οποίες ερευνώνται από την άποψη κρατικών ενισχύσεων» σημειώνει ο ευρωβουλευτής.
«Όλες οι απαντήσεις μας βασίζονται στους πέντε νόμους κύρωσης των συμβάσεων παραχώρησης και στον Κανονισμό της ΕΕ 1083/2006, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει» τονίζει. «Ευχόμαστε στα στελέχη του Υπουργείου «Καλή ανάγνωση»» καταλήγει ο ευρωβουλευτής.
Η απάντηση του υπουργείου Υποδομών
Δυστυχώς ο Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χουντής παρά το ότι επικαλείται την «ευκαιρία να ανοίξει ένας διάλογος», αρκείται και πάλι σε καταγγελτικό μονόλογο μιας και είναι προφανές ότι αποφεύγει να απαντήσει στα επιχειρήματα του Υπουργείου, περιοριζόμενος στο να επαναλαμβάνει τις αστήρικτες καταγγελίες του.
Η πραγματικότητα όμως τον διαψεύδει. Συγκεκριμένα:
1. Τα 22 δισ. που αποτελούσαν την πρόβλεψη κατά το χρόνο υπογραφής των συμβάσεων και που μόνο ως «προπατορικό αμάρτημα» δεν μπορούν να θεωρηθούν, έχουν ήδη αποδεδειγμένα μειωθεί σε 8,4 δισ. λόγω της κρίσης και του επακόλουθου περιορισμού της κυκλοφορίας. Τα στοιχεία αυτά είναι στη διάθεση του καθενός.
2. Τα έσοδα του Δημοσίου, έστω και μειωμένα, όχι μόνο δεν χάνονται, αλλά είναι προφανές ότι αξιοποιούνται κατά τον καλύτερο τρόπο προς όφελος των φορολογουμένων.
3. Ο ισχυρισμός ότι εισπράττονται διόδια χωρίς να γίνονται έργα απλώς διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Τα έργα που έχουν μέχρι σήμερα εκτελεστεί στους 4 αυτοκινητοδρόμους είναι αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, στα οποία πρέπει να προστεθεί και το μέχρι σήμερα κόστος της συνεχιζόμενης λειτουργίας και συντήρησής τους που ανέρχεται σε 500 εκ. ευρώ. Ένα μέρος αυτών των δαπανών έχει χρηματοδοτηθεί από τις εισπράξεις διοδίων.
4. Η εκ του ασφαλούς ερμηνεία των συμβάσεων, μπορεί να εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ασφαλή και κυρίως επωφελή για το Δημόσιο διαπραγμάτευση. Αντίθετα η αναδιάρθρωση των συμβάσεων έγινε με αξιοποίηση όλου του πλέγματος των συμβατικών ρυθμίσεων οι οποίες, όπως όφειλε να γνωρίζει, δεν περιορίζονται στο άρθρο 7. Και βέβαια δεν θα έπρεπε να αγνοεί το γεγονός ότι η τυχόν καταγγελία των συμβάσεων παραχώρησης και η ανάθεση τους ως δημόσιο έργο δεν θα είχε μόνο ως συνέπεια την υποχρέωση αποζημιώσεως των παραχωρησιούχων, αλλά και την επιστροφή της Ενωσιακής συνδρομής που καταβλήθηκε γι αυτά κατά την προγραμματική περίοδο 2000-06.
5. Ο κ. Χουντής θα πρέπει επειγόντως να επικαιροποιήσει τις γνώσεις του για τα Ευρωπαϊκά Προγράμματα, μιας και φαίνεται να αγνοεί το γεγονός ότι ο κανονισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων δεν επιτρέπει την γέφυρα έργων μεταξύ τριών προγραμματικών περιόδων και ένα έργο δεν μπορεί να χρηματοδοτείται για 3 Προγραμματικές Περιόδους, όπως προτείνει. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που (κατόπιν διαπραγματεύσεων με την ΕΕ) θα ήταν δυνατό να διασωθούν οι πόροι που καταβλήθηκαν την περίοδο 2000-2006 πάλι δεν θα ήταν δυνατή η συνέχιση της χρηματοδότησης κατά την περίοδο 2014-2020. Όλα αυτά τα δεδομένα αναλύθηκαν και προσμετρήθηκαν προκείμενου να διασφαλισθεί το Δημόσιο συμφέρον μέσα από την ολοκλήρωση των αναπτυξιακών αυτών έργων. Τα στελέχη του Υπουργείου και η ηγεσία του ενήργησαν κατόπιν συνεννοήσεων με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με την υποστήριξη της Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα (Task Force Greece), με πλήρη διαφάνεια και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των κανονισμών των Διαρθρωτικών Ταμείων.
6. Σε ό, τι αφορά την αναφορά σε δηλώσεις του κ. Hoyer, το γεγονός και μόνον ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, όχι μόνον εξακολουθεί να παραμένει δανειστής των έργων αλλά και αυξάνει τη συμμετοχή της στη χρηματοδότησή τους, δίνει τη πιο πειστική απάντηση στους ισχυρισμούς αυτούς.
Τέλος, για να μην εκτίθεται ο κ. Χουντής υποστηρίζοντας δημοσίως ανακριβή πράγματα, θα ήταν χρήσιμο για τον ίδιο να ζητήσει να ενημερωθεί από τις υπηρεσίες του υπουργείου ώστε να έχει ακριβή και ασφαλή γνώση των όσων υποστηρίζει δημοσίως.