Όταν πριν από τρία χρόνια η ιταλοελληνίδα ηθοποιός Βαλέρια Γκολίνο έκανε το μοντάζ της πρώτης μικρού μήκους ταινίας της, έτυχε να διαβάζει ένα βιβλίο που την ενόχλησε πολύ. Ηταν το μυθιστόρημα του Μάουρο Κοβάβιτς «A Νome Τuo» το οποίο πραγματεύεται το πολύκροτο ζήτημα της ευθανασίας. «Με έκανε να σκεφτώ πολύ και τελικά μου έδωσε την ιδέα για μια ταινία» είπε το μεσημέρι της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη η Γκολίνο η οποία επισκέφτηκε το φεστιβάλ για την παρουσίαση της εν λόγω ταινίας που εν τέλει γυρίστηκε με τον τίτλο «Miele» («Μέλι»).
Μετά από τα πολύ καλά σχόλια αλλά και την Ειδική Αναφορά της Οικουμενικής Επιτροπής στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του τελευταίου φεστιβάλ των Κανών, το «Μέλι» κέρδισε επίσης μια από τις τρεις υποψηφιότητες για το βραβείο LUX που απονέμει κάθε χρόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι άλλες δύο ταινίες που διαγωνίζονται για το βραβείο είναι οι «Ραγισμένα όνειρα» του Φέλιξ φαν Γρένινγκεν (Βέλγιο) και «Εγωιστής γίγαντας» της Κλίο Μπάρναρντ (Βρετανία), που επίσης παίχτηκαν στο 54ο ΦΚΘ.
Ο θεσμός του βραβείου LUX έγινε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2007 ως μία πρωτοβουλία ιδιαίτερης σημασίας για την Ευρώπη. Το βραβείο «απονέμεται σε μια προσπάθεια ευρύτερης και ουσιαστικής στήριξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού» είπε ο κ. Λεωνίδας Αντωνακόπουλος, επικεφαλής του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, επίσης παρών στην συνέντευξη Τύπου.
Η ιστορία του «Μελιού», όπου παρακολουθούμε μια νεαρή γυναίκα (Γιασμίνε Τρίνκα _ένθετη φωτογραφία) που βγάζει το ψωμί της προκαλώντας τον θάνατο των ανθρώπων που τον αποζητούν είναι ένα από τα πιο σοβαρά ηθικά ζητήματα που υπάρχουν σήμερα. Για την Β. Γκολίνο, «η παρουσία της θρησκείας σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα καθιστούν το θέμα ακόμη πιο ευαίσθητο. Όμως νομίζω ότι ο κόσμος είναι έτοιμος, πιο έτοιμος από τις κυβερνήσεις. Πρέπει λοιπόν οι κυβερνήσεις να έχουν επαφή με τον κόσμο, γι’ αυτό και περιμένουμε η Ευρώπη να πάρει αυτό το θέμα στα σοβαρά».
Η Γκολίνο στην αρχή ήθελε να παίξει στην ταινία ως ηθοποιός αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να αναλάβει τη σκηνοθεσία. «Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο να βρω χρηματοδότηση στην Ιταλία για μία τέτοια ταινία που ασχολείται με ένα τόσο σοβαρό ηθικό ζήτημα. Όχι ότι είμαστε ήρωες, αλλά είναι δύσκολο σήμερα στην Ιταλία να κάνεις ταινίες που δεν είναι κωμωδίες. Δεν έχει υπάρξει πιο δύσκολη στιγμή για να κάνεις σινεμά για τους λόγους που κάνω εγώ: για να μιλάω για την ομορφιά. Ξέραμε ότι θα δίναμε μάχη».
Ήταν μια μάχη που άξιζε τον κόπο, όπως φάνηκε από τα λεχθέντα τόσο της Γκολίνο όσο και του παραγωγού Ρικάρντο Σκαρμάτσιο. Η παραγωγή άρχισε κυριολεκτικά από το μηδέν και στη συνέχεια βρέθηκε στο δρόμο η RAI, που εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, αυτή την στιγμή είναι ο μόνος θεσμός στην Ιταλία που χρηματοδοτεί ταινίες.
Ωστόσο, για την κινηματογραφίστρια ο χαμηλός προϋπολογισμός λειτούργησε και θετικά γιατί ζητώντας λίγα χρήματα από πολλούς μπόρεσαν να γυρίσουν την ταινία «που θέλαμε χωρίς άλλον πάνω από το κεφάλι μας. Αν θέλεις να κάνεις δύσκολες ταινίες στην Ευρώπη, καλύτερα είναι να τις κάνεις με λίγα χρήματα. Τότε είσαι πιο ελεύθερος».
Τεράστιο βήμα για το θεσμό του LUX που καλύπτει τη μεταγλώττιση σε 24 γλώσσες των τριών υποψήφιων ταινιών, είναι το γεγονός ότι το κοινό συμμετέχει στη διαδικασία ανάδειξης της νικήτριας ταινίας παράλληλα με τους ευρωβουλευτές, μέσα από ηλεκτρονική ψηφοφορία. Το κοινό του φεστιβάλ έχει την δυνατότητα να ψηφίσει την ταινία της προτίμησής του στην ιστοσελίδα luxprize.eu ή στην αντίστοιχη σελίδα στο facebook.
Για το LUX διαγωνίζονται πάντα τρεις ταινίες που «προκρίνονται» από τα 15 μέλη μιας επιτροπής ειδικών μέσα από ένα μεγάλο σύνολο ταινιών. Το βασικό κριτήριο είναι η κοινωνική διάσταση και ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας των ταινιών. Μια πρώτη λίστα περιλαμβάνει δέκα ταινίες και εν συνεχεία καταλήγουν σε τρεις, διαδικασία που διαρκεί έξι μήνες.
Ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Μισέλ Δημόπουλος, επίσης παρών στην συνέντευξη Τύπου, είπε ότι η τελική επιλογή γίνεται με δημιουργικό διάλογο καθότι η 15μελής επιτροπή αποτελείται από σκηνοθέτες, παραγωγούς, κριτικούς κινηματογράφου και διανομείς. Η μόνες ελληνικές ταινίες που μέχρι σήμερα έχουν διεκδικήσει το βραβείο LUX είναι η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου το 2010 και το «Attenberg» (2011) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη στην οποία μάλιστα είχε κάνει ένα μικρό πέρασμα ο ίδιος ο κ. Δημόπουλος.
«Είναι μία αισιόδοξη ματιά στην Ευρώπη που ταλανίζεται από την οικονομική και όχι μόνο κρίση» ανέφερε χαρακτηριστικά η Ευρωβουλευτής κυρία Χριστίνα Παλιαδέλη επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή στην ψηφοφορία για το βραβείο αποτελεί πρόγευση για τη συμμετοχή στις Ευρωεκλογές.