Η Αμερική δεν έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με την ανταρσία των συμμάχων της. Κι όμως αυτό συμβαίνει τώρα με τη Σαουδική Αραβία, με την Τουρκία και με το Ισραήλ. Η κυβέρνηση Ομπάμα αρνείται ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Αλλά υπάρχουν εμφανείς διαφορές, κάποιες ίσως ασυμβίβαστες.
Ιδού μια σύντομη περίληψη: η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ ανησυχούν πολύ για την απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να διαπραγματευτεί με το Ιράν – τον θανάσιμο εχθρό τους.
Η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία δυσαρεστήθηκαν από την άρνηση του προέδρου Ομπάμα να εμπλακεί στρατιωτικά στη Συρία προκειμένου να εκδιώξει τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, και συγκεκριμένα από την απόφασή του να μην απαντήσει με στρατιωτικό χτύπημα στη χρήση χημικών όπλων από τον Άσαντ. Ο Ομπάμα επέλεξε μία διπλωματική λύση σύμφωνα με την οποία τα χημικά όπλα της Συρίας πρέπει να καταστραφούν. Οι Σαουδάραβες είναι επίσης δυσαρεστημένοι που ο Ομπάμα απέσυρε την υποστήριξή του προς τον έκπτωτο πρόεδρο της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, και έπειτα συνεργάστηκε με τον Μοχάμεντ Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ο οποίος αντικατέστησε τον Μουμπάρακ αλλά μετά εκδιώχθηκε και ο ίδιος. Και οι τρεις χώρες έχουν καταφύγει σε απειλές και επίδειξη της ενόχλησής τους προκειμένου να καταστήσουν γνωστή τη θέση τους.
Η Σαουδική Αραβία απέρριψε την έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, επειδή όπως είπε, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ΟΗΕ δεν μπόρεσαν να επιτύχουν μία ειρηνευτική συμφωνία στη Μέση Ανατολή ή να επιλύσουν το ζήτημα της Συρίας, λες και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διευθετήσουν από μόνες τους κάποιο από αυτά τα προβλήματα. Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς η Κίνα ή η Ρωσία θα αποτελούσαν καλύτερες εναλλακτικές, οι σαουδάραβες αξιωματούχοι άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι οι ΗΠΑ είναι αναξιόπιστες και ότι θα στρέφονταν αλλού για την ασφάλειά τους.
Στο μεταξύ, η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, είπε ότι θα προμηθευτεί ένα αντιπυραυλικό σύστημα αξίας 3,4 δισ. δολαρίων από την Κίνα επειδή η προσφορά της Κίνας ήταν καλύτερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Ευρώπης. Η απόφαση ωστόσο μπορεί επίσης να αντανακλά την ενόχληση της Τουρκίας με την πολιτική του Ομπάμα στη Συρία. (Η απόφαση ήταν ανόητη και τώρα οι τούρκοι αξιωματούχοι την επανεξετάζουν, καθώς το σύστημα της Κίνας θα είναι δύσκολο να ενσωματωθεί στον εξοπλισμό του ΝΑΤΟ, υπονομεύοντας το αμυντικό σύστημα της συμμαχίας αλλά και της Τουρκίας). Όσο για το Ισραήλ, ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, κάνει ό,τι μπορεί για να τορπιλίσει μία πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, όπως να προτρέπει το Κογκρέσο να επιβάλει περισσότερες οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν, κάτι που θα πάγωνε τις αρχικές διαπραγματεύσεις της νέας ιρανικής κυβέρνησης με τις μεγάλες δυνάμεις.
Ο θυμός προς τις Ηνωμένες Πολιτείες πηγάζει ως έναν βαθμό από την ανασφάλεια που προκάλεσαν οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης και της αναστάτωσης της παλαιάς τάξης, που έδωσε την ευκαιρία στο Ιράν να επεκτείνει την επιρροή του στη Συρία και στο Ιράκ, απειλώντας να επιδεινώσει τις σχέσεις Σουνιτών –Σιιτών. Αλλά η πρωταρχική ευθύνη του Ομπάμα πρέπει να είναι τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Και είχε απόλυτο δίκαιο να μην εμπλακεί σε έναν πόλεμο στη Συρία ή να μην πετάξει τη μοναδική ευκαιρία διαπραγμάτευσης με το Ιράν. Ο Ομπάμα έχει δηλώσει ότι θα επικεντρώσει τις διπλωματικές του ενέργειες στην αραβο –ισραηλινή αντιπαράθεση και στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν. Κάποιοι έκριναν ότι αυτό είναι αδυναμία και υποχώρηση και όχι πραγματισμός. Ευχόμαστε να είχε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην Αίγυπτο και στο Ιράκ. Αλλά οι προτεραιότητές του βγάζουν νόημα. Σκοπός του τώρα είναι να διαβεβαιώσει τους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ παραμένουν αφοσιωμένες στην προστασία της ασφάλειάς τους.
* Πρόκειται για το κεντρικό άρθρο της έγκριτης αμερικανικής εφημερίδας The New York Times