Οι μιλιταριστικές παρελάσεις δεν είναι ελληνική ευρεσιτεχνία. Παρόμοιες γίνονται και σε άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και μη. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι η στρατοκρατική αντίληψη του πατριωτισμού. Όμως πουθενά αλλού δεν γίνεται τέτοια αυτογελοιοποίησή τους, όσο στην Ελλάδα. Η παρέλαση στη Θεσσαλονίκη με χορηγία πέντε «λεφτάδων» για τα έξοδα κίνησης των αρμάτων μάχης και των μαχητικών αεροπλάνων, είναι για γέλια. Και το θέαμα ενός υπουργού παιδείας, που στέκεται σαν ξόανο στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα αφήνοντας να περνούν μπροστά του οι αθηναίοι μαθητές σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια, είναι για κλάματα.
Όμως ο κλαυσίγελος θα ήταν δικαιολογημένος και χωρίς τέτοια παρατράγουδα. Οι παρελάσεις, ακόμα και οι μη μιλιταριστικές, αποτελούν πλέον αναχρονισμό στην Ευρώπη. Κι αυτό επειδή η κυρίαρχη τάση στην ήπειρό μας, ιδίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού πριν 23 χρόνια, είναι εκείνη για ειρήνη και διακρατική ένωση (όπως αυτή αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση), όχι για πόλεμο και κρατικό κατακερματισμό, που θα μπορούσε να δώσει το πρόσχημα για την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος.
Ήδη η αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει, ότι ο πατριωτισμός, ή, η πολιτική του έκφραση, ο εθνικισμός, είναι το χθες, ο ευρωπαϊσμός, το αύριο. Αυτό δεν σημαίνει μηδενισμό του παρελθόντος, αλλά την ένταξη του θετικού πυρήνα του εθνικισμού σε μια κοινή ευρωπαϊκή ιδεολογία. Η τελευταία δεν συμπίπτει με το διεθνισμό, ο οποίος, κατά τη μαρξιστική αργκό, εκφράζει τη συμπαράταξη και την αλληλεγγύη της διεθνούς εργατικής τάξης, είναι όμως, ως υπερεθνική ιδεοληψία, πολύ πιο εξελιγμένη και «εκπολιτισμένη» από την εθνική.
Ιστορικά, ο εθνικισμός έπαιξε προοδευτικό ρόλο. Η εμφάνισή του συνδέεται με τέσσερις κοσμοϊστορικές αλλαγές: πρώτον, το πέρασμα από τον φεουδαρχικό κοινωνικό σχηματισμό στον καπιταλιστικό, δεύτερον, την ανακατασκευή των απόλυτων μοναρχιών σε εθνικά κράτη, τρίτον, το μετασχηματισμό της άμορφης μάζας των υπηκόων σε έθνος με αντίστοιχη εθνικιστική ιδεολογία, και τέταρτο, την μεταμόρφωση του υπηκόου σε πολίτη, citoyen.
Αυτή η τέταρτη αλλαγή, που σήμανε την προσωπική πολιτική χειραφέτηση, είναι και η υποκειμενικά σημαντικότερη – και αποτελεί και σήμερα τον αμετάβλητο θετικό πυρήνα του εθνικισμού.
Το έθνος αποδείχθηκε όμως με τον καιρό λίγο. Κι αυτό, επειδή το καθένα του υπάρχει μόνο μέσω του αποκλεισμού του άλλου – το ελληνικό εις βάρος του τουρκικού, του βουλγαρικού, του κινέζικου και τανάπαλιν. Κι αυτό κάνει δύσκολη την επέκταση των δραστηριοτήτων κάθε έθνους, ενίοτε μάλιστα αδύνατη και τη μεταξύ τους συμβίωση.
Αντίστοιχες είναι και οι εθνικιστικές ιδεολογίες, που αναπαράγουν την ιδέα του αποκλεισμού. Η υποκειμενική ελευθερία, η σημαντικότερη κατάκτηση του εθνικισμού, επικαλύπτεται, ή και αναιρείται συνήθως από άλλα αντιδραστικά στοιχεία. Ο πολίτης εκφυλίζεται σε εθνικιστή. Με αποτέλεσμα, σε ακραία περίπτωση, να ασπάζεται ξενοφαγικές ιδεοληψίες που προκαλούν συνεχή ένταση με τα γειτονικά έθνη και εκτονώνονται κατά διαστήματα σε πόλεμο.
Όχι περίεργο έτσι, ότι μέχρι πριν 60 χρόνια, σημαντικό μέρος της ιστορίας των εθνών ήταν η ιστορία των πολέμων τους. Αυτοί εξαφανίστηκαν μόλις μεταπολεμικά στην Ευρώπη (όχι εντελώς, βλέπε Βαλκάνια!) λόγω και της συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην εκτόνωση συμβάλει και η συνεχώς διευρυνόμενη ευρωπαϊκή δημοσιότητα (η συζήτηση στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης για τα κοινά ευρωπαϊκά ζητήματα), η οποία συνιστά την αφετηρία μιας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης. Στο βάθος γνέφει ο ευρωπολίτης, ο ευρωπαίος κοσμοπολίτης, ως μετεξέλιξη του ελεύθερου πολίτη που ανέδειξε το εθνικό κράτος.
Στην Ελλάδα, η ελευθερία είναι επίσης ο πυρήνας της εθνικιστικής ιδεολογίας: Το 1821, με την επανάσταση κατά των Οθωμανών, το 1940 με το «όχι» στην κατοχή της χώρας από την Ιταλία και την αντίσταση κατά του φασισμού τα επόμενα χρόνια.
Το λιγότερο που θα περίμενε λοιπόν κανείς από μια κυβέρνηση, που βάζει πάνω από όλα το έθνος, θα ήταν να αναδείξει αυτό τον πυρήνα ελευθερίας στις αντίστοιχες επετείους και παρελάσεις. Αυτό, μαζί με την πρόσθετη ελευθερία που έχει αποκτήσει μέσω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν το καλύτερο ατού της για τις διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς δανειστές.
Αντί γι αυτό καταφεύγει στη μιζέρια: Σε μαθητικές παρελάσεις φασιστικής έμπνευσης (ο εφευρέτης τους ήταν στο Μεσοπόλεμο ο Μπενίτο Μουσολίνι, με μιμητή του στην Ελλάδα, από το 1936, το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά) και σε μιλιταριστικές παράτες – ότι δηλαδή αναιρεί το πνεύμα ελευθερίας.
Παράλληλα με αυτό, τα κυβερνητικά κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το Πασοκ, συνεχίζουν να μιλούν δημόσια για έναν «οικονομικό πόλεμο» κατά της Ελλάδας την εποχή της κρίσης – επιχειρώντας προφανώς με αυτό να εμπεδώσουν ένα πολιτικό κλίμα εκτάκτου ανάγκης και να μετατρέψουν το σύνολο των πολιτών σε κουρδισμένα στρατιωτάκια.
Μάταια όμως. Το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να δίνουν και στις παρελάσεις του την εικόνα καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης. Και να τις γελοιοποιούν πλήρως όπως και σχεδόν κάθε άλλο θέμα, που ονομάζουν «εθνικό».