Ο καιρός των τσιγγάνων

Πέρα από την τραγική διάσταση που έχουν οι απαγωγές παιδιών, η ιστορία με τους τσιγγάνους και την εμπορία ανηλίκων δίνει την ευκαιρία

Πέρα από την τραγική διάσταση που έχουν οι απαγωγές παιδιών, η ιστορία με τους τσιγγάνους και την εμπορία ανηλίκων δίνει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με ορισμένα στερεότυπα. Υπάρχουν τα προφανώς αποδεκτά, ότι δηλαδή τα καλά παιδάκια είναι ξανθά και ανοιχτόχρωμα, ενώ οι συστηματικοί εγκληματίες προέρχονται από ορισμένες ράτσες με προσδιορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Η μικρή «Μαρία» που εντοπίστηκε σε καταυλισμό τσιγγάνων συγκίνησε το πανελλήνιο εν πρώτοις με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Ενα ξανθό κοριτσάκι, ένας «άγγελος», όπως ειπώθηκε. Ετσι είναι οι «άγγελοι» της δυτικής κοινωνίας, με συγκεκριμένη όψη –και το λέει αυτό μια μάνα που απολαμβάνει το προνόμιο της ξανθής κόμης των απογόνων. Αναρίθμητα μελαχρινά παιδάκια επί δεκαετίες επαιτούν, καθαρίζουν τα τζάμια των αυτοκινήτων απουσιάζοντας από τις επίσημες δομές, όπως το σχολείο. Ουδείς ασχολήθηκε με τα μαυρομάλλικα ανήλικα και την εκμετάλλευση που υπάρχει σε ένα σύμπαν αποσυνάγωγων. Τα τσιγγανάκια εργάζονται σε πολλές εκφάνσεις της σύγχρονης δουλείας, αλλά υπάρχει συνολική αδιαφορία.
Το δεύτερο στερεότυπο, αυτό του αφορά τους Ρομά, είναι εξίσου ισχυρό σε μια Ευρώπη που αδυνατεί να συμπορευτεί με μια μειονότητα. Τίθεται πάντοτε ζήτημα «απορρόφησης» ή «ενσωμάτωσης» ή οποιουδήποτε άλλου όρου είναι του συρμού. Οι τσιγγάνοι, σύμφωνα με τα προγράμματα ενίσχυσης που κατά καιρούς απασχολούν την ευρωπαϊκή κοινότητα, οφείλουν να γίνουν σαν τους άλλους, τους «κανονικούς ανθρώπους». Πρέπει σε μια βιομηχανική οικονομία να πάψουν να ζουν ως νομάδες. Πρέπει να γίνουν νοικοκυραίοι σαν τους υπόλοιπους.
Η πραγματικότητα αναιρεί τους ρομαντισμούς που καλλιεργεί μια σχέση με τις τέχνες. Οι τσιγγάνοι δεν είναι ούτε τα χάλκινα πνευστά ούτε οι αισθαντικές ταινίες μέσα από τις οποίες μπορούμε να τους αγαπήσουμε. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι εκτός τόπου και χρόνου εκείνος που θα παραγνωρίσει τη σχέση τους με το οργανωμένο έγκλημα, με τα ναρκωτικά, με την προστασία, είναι εκτός τόπου και χρόνου εκείνος που θα είναι ανεκτικός σε εγκλήματα παραφοράς και ειδικής ηθικής. Εν τούτοις, υπάρχουν παράμετροι που μας καθοδηγούν σε μια ανοχή η οποία δεν εκπορεύεται από τους αυστηρούς κανόνες μιας καθημερινότητας.
Το ερώτημα δεν είναι τι κάνουν οι αθίγγανοι για να συνυπάρξουν με τους υπόλοιπους, αλλά τι κάνουν τα κράτη ώστε να διασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για τη μειονότητα και για την επικρατούσα φυλή. Την εποχή της ευμάρειας, στην αυγή του μιλένιουμ, η Ελλάδα έλαβε περί τα 30 εκατομμύρια ευρώ για τους Ρομά. Τα προγράμματα αφορούσαν τη στέγαση, την επιμόρφωση και όλα αυτά που θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις διαφορές μεταξύ ατόμων που έχουν διαφορετικό πολιτιστικό πλαίσιο. Δεν χρειάζεται να μπούμε αναλυτικά σε μεθοδεύσεις, αρκεί να αναφέρουμε ότι δήμαρχοι πήραν χρήματα για να χτίσουν σπίτια στους αθίγγανους, χρήματα ευρωπαϊκά που δεν επιβάρυναν τον προϋπολογισμό, αλλά τα σπίτια δόθηκαν σε άλλες ευπαθείς ομάδες ψηφοφόρων.
Με την ίδια στρέβλωση λειτούργησαν και τα άλλα προγράμματα, όταν γονείς από μειονότητες εισέπρατταν επίδομα για να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο. Δεν υπήρξε έλεγχος και ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Πάντοτε προέκυπταν φιλότιμοι δημόσιοι λειτουργοί, καθηγητές, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι οι οποίοι χάνονταν σε μια γραφειοκρατία των δημάρχων και των βουλευτών. Τα χρήματα για την ένταξη των Ρομά φαγώθηκαν με τον πιο χυδαίο τρόπο, αλλά κανείς δεν ανακίνησε το ζήτημα. Μιλάμε για παρίες και η μεγαλύτερη αναγνώριση από το αστικό σύστημα ήταν να έχουν κάποιον τσιγγάνο για υποψήφιο στις εκλογές. Ενα άλλοθι.
Οι αθίγγανοι ήταν επί δεκαετίες η απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι ένα βαθιά ρατσιστικό κράτος. Οι Αλβανοί και οι Αφγανοί ήρθαν μετά, αλλά ιστορικά δεν είχαν τις ίδιες ρίζες. Το στερεότυπο ήταν πάντα πιο ισχυρό από την κοινή λογική. Η ελληνική κοινωνία αρεσκόταν να μιλάει για τεμπέληδες που βάζουν τα παιδιά τους να επαιτούν. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Χωρίς εκπαίδευση, χωρίς αναγνώριση και με μια προσβλητική αντιμετώπιση, ο αυτονόητος δρόμος για έναν νέο τσιγγάνο είναι ο δρόμος της παραβατικότητας. Είναι αυτό δικαιολογία; Οχι, είναι όμως μια εξήγηση.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.