Η περίοδος μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης δίνει αναμφίβολα την αφορμή και την δικαιολογία για την αποδόμηση μια σειράς οικονομικών και κοινωνικών κεκτημένων. Πέρα όμως και πάνω από αυτές τις καθημερινές ανατροπές σε ζωτικά θέματα, η αντιμετώπιση μια σειράς άλλων δύσκολων προκλήσεων όχι απλά αναβάλλεται αλλά και οδηγείται σταδιακά στις ελληνικές καλένδες.
Σήμερα, όμως, υπάρχει μία παγκόσμια πρόκληση που δεν χωράει αναβολή. Πρόκειται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που αποτελεί την πιο κρίσιμη ασύμβατη απειλή για την παγκόσμια κοινότητα. Το κόστος των αρνητικών επιπτώσεων είναι ήδη ξεκάθαρα ορατό και στην οικονομία αλλά και στο περιβάλλον.
Η επίτευξη συμφωνίας για τη μείωση των ρύπων και κυριότερα για τη συστηματική και καινοτομική μετάβαση σε μια σύγχρονη οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα ως το 2050, δεν ήταν ποτέ εύκολο στοίχημα. Τουλάχιστον όμως στην ενεργειακά φτωχή Ευρώπη αποτέλεσε μεγάλη προτεραιότητα. Η Ευρώπη – σε σχέση με τις άλλες μεγάλες οικονομίες του κόσμου – έδειξε στον τομέα αυτό πολιτικό ανάστημα, πυγμή και σθένος. Με την οικονομική στήριξη της έρευνας και της εφαρμογής νέων τεχνολογιών – στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στα συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας – και ένα σύστημα γενναιόδωρων επιδοτήσεων, μια νέα αγορά δημιουργήθηκε που συνέβαλε στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τη μείωση των ρύπων και την άνθιση της επιστημονικής έρευνας και καινοτομίας.
Σήμερα, όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια καθοριστική αλλαγή στο ενεργειακό τοπίο. Η δυνατότητα εξόρυξης φυσικού αερίου όχι μόνο από κοιτάσματα βαθιά μέσα στη Μεσόγειο, αλλά και από ασύμβατα κοιτάσματα σχισθολιθικού αερίου (shale gas) που βρίσκονται πλούσια και διάσπαρτα στην Αμερική, την Ευρώπη και την Κίνα με την μέθοδο υδραυλικής ρωγμάτωσης ή διάρρηξης (hydraulic fracturing ή fracking) έρχονται να ανατρέψουν το τοπίο.Διότι με τις νέες αυτές προοπτικές, το φυσικό αέριο αποκτά παγκόσμια στρατηγική σημασία στον ενεργειακό γεωστρατηγικό σχεδιασμό.
Η εξόρυξη φυσικού αερίου με αυτήν την μέθοδο, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τα υπόγεια νερά και για αυτό οι αντιδράσεις στις ΗΠΑ, ειδικά σε πολιτείες με μεγάλη πληθυσμιακή κάλυψη όπως η Νέα Υόρκη, είναι αισθητές. Συγκεκριμένα, η εξόρυξη απαιτεί τη διοχέτευση υπό υψηλή πίεση μεγάλων ποσοτήτων νερού, άμμου και ένα μείγμα περίπου 120 χημικών και καρκινογόνων ουσιών στο υπεδάφος, σε βάθη που μπορούν να φθάσουν έως και τα 3km. Με την υδραυλική πίεση δημιουργούνται πολλαπλές ρωγμές στο πέτρωμα.Το εγκλωβισμένο αέριο διαφεύγει από τις ρωγμές αυτές και στη συνέχεια αντλείται.
Η μέθοδος αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά έως πρόσφατα δεν συνέφερε οικονομικά. Οιυψηλές τιμές του πετρελαίου σήμερα αλλά και η βελτίωση της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίεςάλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα, εξ ου και η ραγδαία διάδοσή της, κυρίως στις ΗΠΑ.
{{{ moto }}}
Όσο μεγάλες όμως και να είναι οι κοινωνικές αντιδράσεις, ωχριούν τελικά μπροστά στην εντατική πίεση από τις εταιρίες εκμετάλλευσης που αντιπαραθέτουν τα επιχειρήματα της φθηνής ενέργειας, της ενεργειακής ανεξαρτησίας από την Ρωσία και τον Αραβικό κόσμο, της λιγότερο ρυπογόνας ενέργειας (σε σχέση με το πετρέλαιο), και το καρότο της δήθεν δημιουργίας – έστω και πρόσκαιρων – νέων θέσεων εργασίας.
Η ενεργειακά φτωχή Ευρώπη βρίσκεται τώρα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Όπως και αλλού τα κράτη – μέλη είναι διχασμένα. Η Γαλλία για παράδειγμα εναντιώνεται στη νέα τεχνική (ως πυρηνική, εξάλλου, δύναμη), ενώ η Πολωνία την αγκαλιάζει δυναμικά. Η Γερμανία που ηγείται στην πράσινη τεχνολογία, διστάζει αλλά εξετάζει ταυτόχτονα την πιλοτική εφαρμογή της νέας τεχνικής διότι έχει στο υπεδάφος της πλούσια κοιτάσματα σχισθολιθικού αερίου.
Οι πιέσεις όμως για να επιτραπεί η εξόρυξη σχισθολιθικού αερίου εντείνονται ήδη σημαντικά. Η εφημερίδα Νιου Γιορκ Ταϊμς (New York Times) στις 19 Οκτωβρίου,σε πρωτοσέλιδο άρθρο της, αναφέρθηκε στη δυναμική «απόβαση» αμερικανικών δικηγορικών γραφείων στις Βρυξέλες, γραφεία που λειτουργούν παράλληλα ως λομπίστες στα κεντρικά της Ένωσης με βασικό στόχο να πείσουν την ΕΕ να επιτραπεί και να εξαπλωθεί η χρήση αυτής της τεχνικής εξόρυξης αερίου.
Μέσα στην οικονομική κρίση που μαστίζει κυρίως την Νότια Ευρώπη αλλά θίγει και τα άλλα μέλη της Ένωσης, παίρνονται σημαντικές αποφάσεις δίχως κανείς να εξετάζει όλες τις παραμέτρους. Εμβόλιμες πολιτικές, μέτρα ad hoc που υποτίθεται πως θα δώσουν βραχυπρόθεσμες λύσεις σε μεγάλα και χρόνια προβλήματα, είναι η παραδοσιακή κυβερνητική συνταγή. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει κανείς να εκπλαγεί όταν η παραζάλη από την εξεύρεση φυσικού αερίου παρασύρει κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και την Ενωση συνολικότερα από το να παρεκκλίνει μιας πορείας που έδινε προοπτική όχι μόνο στη Γηραιά Ήπειρο αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.
Η απόφαση για το τι ενεργειακό μείγμα θα χρησιμοποιήσουμε τα επόμενα χρόνια είναι καθοριστικό στοίχημα, όχι μόνο για το μέλλον του πλανήτη και άρα της ζωής, αλλά και για το αν τελικά θα μπορέσουμε να στηρίξουμε νέες καινοτομικές μεθόδους και εφαρμογές που θα δώσουν ξανά ένα προβάδισμα στην ευρωπαϊκή οικονομία απέναντι στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η παραγωγή είναι πολύ πιο φθηνή. Ας μην ξεχνούμε πως σαν πολίτες της Ένωσης, με τόσους αγώνες για μια καλύτερη και ποιοτικότερη ζωή, δεν αποσκοπούμε στην εξίσωση του κόστους εργασίας με αυτό των αναπτυσσόμενων χωρών. Ούτε επιθυμούμε μια ανάπτυξη τόσο ενεργοβόρα και ρυπογόνα – όπως αυτή της Κίνας – όπου τα εκρηκτικά περιβαλλοντικά προβλήματα τόσων δεκαετιών ανεξέλεγκτης βιομηχανοποίησης κινδυνεύουν να ανατρέψουν σήμερα όλα τα επιτεύγματα από την εποχή του Ντενγκ Ζιαοπίνγκ.
Η Ευρώπη συνολικά αλλά και η Ελλάδα ειδικότερα (που κατατάσσει τον εαυτό της τώρα στους νέους παραγωγούς ενέργειας της Μεσογείου), αξίζει να αφιερώσουν λίγο χρόνο για να δουν την εικόνα συνολικότερα και όχι να προβούν σε μια στιγμιαία και γυαλιστερή εκδοχή των πραγμάτων που σύντομα θα διαψεύσει κάθε προσδοκία. Το να υπάρχουν ορισμένα τμήματα του κυβερνητικού σχεδιασμού που θα ανταλακλούν μια ευρύτερη κατανόηση του κόσμου και των επιλογών που έχουμε μπροστά μας δεν σημαίνει πως παύει το κυβερνητικό έργο της διαχείρισης της σημερινής κρίσης.
Σίγουρα όμως οι αποφάσεις που θα παρθούν με σφαιρικότερη κατανόηση των θεμάτων θα φέρουν καλύτερα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Θα είναι συνεπώς κρίμα οι προσπάθειες δεκαετιών της Ευρώπης για την ορθολογικότερη διαχείριση των φυσικών πόρων, της μετάβασης σε οικονομία χαμηλού άνθρακα αλλά και στην καινοτομία, να θυσιαστούν στο βωμό μιας αλόγιστης εξόρυξης φυσικού αερίου που όχι μόνο απειλεί τα υπόγεια νερά αλλά την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα σε βάθος χρόνου.
Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και την εξόρυξη είναι προφανές πως θα υποστηρίξουν τις ευκαιρίες που δημιουργούνται αλλά οι κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν άλλη αποστολή. Οφείλουν συνεπώς να ζυγίσουν όλες τις παραμέτρους και οι όποιες αποφάσεις τους να παρθούν με γνώση και σχεδιασμό, όχι ευκαιριακά και βραχυπρόθεσμα.
* Η κυρία Σοφία Καλαντζάκου είναι Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων και Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (New York University).