Το παιδικό αστυνομικό μυθιστόρημα «Υπόθεση Laurus» είναι ο πρώτος τόμος της σειράς «Οι περιπέτειες της Ρόζας Δελλατόλα» της Λώρης Κέζα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
«Η Ρόζα Δελλατόλα περιφερόταν λίγο βαριεστημένα στα καλντερίμια στα Λουτρά, το χωριό όπου ζει, στα μέσα μέρη της Τήνου. Φιλοξενούσαν πάλι κάτι άσχετους. Η μαμά της είχε τη μανία να προσκαλεί κάθε παλιά της συμμαθήτρια την οποία εύρισκε ξανά μέσω τουfacebook. Έτσι είχαν αριβάρει στον ξενώνα τους μια κυρία με το πιο καθαρό παιδί του κόσμου, τον Πέτρο Χατζηπέτρου, που δεν ήθελε να πηγαίνουν βόλτα στα μποστάνια από φόβο μην λερώσει τα παπούτσια του. Δεν χάιδευε κανένα ζώο γιατί θα έβαζε μετά τα χέρια του στο στόμα και θα έβγαζε σπυριά. Ήξερε όμως τα πάντα για τα ζώα από εγκυκλοπαίδειες που διάβαζε στην ταμπλέτα του.
Η Ρόζα έλεγε στον αδελφό της, το Μάνθο, ότι μάλλον ο Πέτρος δεν είχε ούτε μάτια ούτε μύτη ούτε αυτιά. Είχε οθόνες και αισθητήρες στη θέση τους. Την προηγούμενη μέρα είχαν πάει όλοι μαζί στον Ταραμπάδο, την κοιλάδα με τους περιστεριώνες και το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν να τραβήξει φωτογραφίες. Όλο το νόημα στον Ταραμπάδο είναι να κατηφορίσουν στους κήπους και να μπουν στα κάτασπρα σπίτια των περιστεριών που χτίστηκαν εκεί επειδή απαγκιάζει ο αέρας. Στον κάτω όροφο κάθε περιστεριώνα οι αγρότες αφήνουν τα εργαλεία για το σκάψιμο της γης και ζωοτροφές. Στον επάνω όροφο τα παράθυρα τόσο μικρά ώστε να μπαινοβγαίνουνμόνο τα περιστέρια. Είναι τόσο ωραία σχεδιασμένα τα ανοίγματα ώστε από μακριά όλα μαζί να μοιάζουν με δαντέλα.
Η Ρόζα ήθελε βασικά να δείξει στον Πέτρο έναν θησαυρό. Τις κουτσουλιές των πουλιών. Χάρη στα περιττώματα των περιστεριών το έδαφος του νησιού γινόταν γόνιμο τους προηγούμενους αιώνες. Αυτό βέβαια προϋπέθετε να κατέβουν τα παιδιά στην κοιλάδα, να ανοίξουν έναν περιστεριώνα, να ανέβουν την ξύλινη σκαλίτσα που οδηγεί επάνω και να κάνουν τα ρούχα τους χάλια και μυρωδάτα. Ο Πέτρος δεν ήθελε να λερωθεί. Επιπλέον φοβόταν τα φίδια. Η Τήνος έχει πολλά φίδια. Παλιά την έλεγαν Οφιούσα επειδή το φίδι λεγόταν όφις. «Είναι γεμάτο οχιές εκεί κάτω» είπε ο Πέτρος με ύφος αγελάδας που έχει σπουδάσει.
Η Ρόζα Δελλατόλα περιφερόταν λοιπόν λίγο βαριεστημένα στα καλντερίμια στα Λουτρά. Μπήκε στο κατώι του σπιτιού της για να πιει ένα ποτήρι νερό. Παλιά στο κατώι ζούσαν τα ζώα. Υπήρχαν χτισμένες ταΐστρες. Η Ρόζα χαμογέλασε στην ιδέα πως εκεί που κοιμόταν σήμερα ο Πέτρος επί 222 χρόνια κοιμόταν το γουρούνι. Η Ρόζα έριξε μια ματιά προς τον αναπαλαιωμένο χώρο και είδε κάτι να σαλεύει στις πέτρινες πλάκες στο πάτωμα. Πλησίασε και τί να δει; Μια ουρά σαύρας κουνιόταν ολοζώντανη. Μια ουρά σαύρας χωρίς τη σαύρα.
Ώστε ο Πέτρος εκτός από ευωδιαστός και μυγιάγγιχτος ήταν και ψυχρός εκτελεστής. Είχε κόψει την ουρά του ερπετού αλύπητα, για να το βασανίσει. Η Ρόζα ήξερε τι πρέπει να κάνει. Θα πήγαινε στη Στέλλα Φωσκόλου. Η Στέλλα ήταν το κατάλληλο πρόσωπο. Ήταν γυναικολόγος δηλαδή ήξερε να κάνει ράμματα και να δίνει φάρμακα. Άσχετα με το αν η σαύρα ήταν θηλυκή.
Η Στέλλα είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Ιταλία αλλά όταν βγήκε σε πρόωρη σύνταξη, δηλαδή όταν σταμάτησε να δουλεύει, έφτιαξε στα Κιόνια μια φάρμα όπουφιλοξενούσε 303 ζώα. Τα Κιόνια ήταν αρκετά μακριά από τα Λουτρά αλλά η Ρόζα είχε αποφασίσει να δανειστεί τη Λούνα, τη φοράδα της Σχολής Ουρσουλινών.
Η Σχολή είναι μέσα στο χωριό ή μάλλον το χωριό είναι έξω από τη Σχολή. Τα κτήρια των Ουρσουλινών κυριαρχούν στο τοπίο. Υπάρχουν δυο τριώροφα ορθογώνια και περίπου 22 βοηθητικά κτήρια μέσα στο κτήμα. Ένα από αυτά ήταν ο στάβλος της Λούνα, που η Ρόζα είχε την τύχη να ιππεύει από το χειμώνα.
Η Ρόζα ανέβηκε πρώτα στο σπίτι της έχοντας πάντα την ουρά της σαύρας στην παλάμη. Άνοιξε το ντουλάπι όπου ο πατέρας της, ο νεκροθάφτης Φραγκίσκος Δελλατόλας, κρατούσε κρυμμένη την καλή ρακή. Άνοιξε το καπάκι και έριξε μέσα την ουρά. Ήταν σίγουρη ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κρατηθεί ακέραιη η ουρά. Άλλωστε είχε δει ότι σε μπουκάλι τεκίλας οι μεξικανοί βάζουν μέσα ένα σκουλήκι. Και οι μεγάλοι πίνουν τεκίλα με σκουλήκι χωρίς να διαμαρτύρονται ότι σάπισε το ασπόνδυλο.
Πριν φύγει είχε να τελειώσει μια τελευταία δουλίτσα. Έψαξε στο συρτάρι με τα σεντόνια. Εκεί είχε κρύψει αβγά οχιάς που της είχε δώσει ένας φίλος της από τα Δυο Χωριά. Πρόκειται για Ένα Χωριό αλλά το λένε Δυο. Έχει τεράστια πλατεία όπου πηγαίνουν τα παιδιά για να κάνουν ποδήλατο και πατίνι. Κανένα άλλο χωριό δεν έχει τόσο μεγάλη πλατεία στο νησί.
Τα αβγά οχιάς της τα είχε δώσει ένας συμμαθητής του Μάνθου που ήξερε από κοτέτσια και αρμέγματα επειδή ο παππούς του είχε ζώα. Πήρε τα αβγά φιδιού και κατέβηκε στο κατώι. Τα έβαλε μέσα στη μαξιλαροθήκη του Πέτρου. Τράβηξε και την κουρτίνα για να τα θερμάνει ο ήλιος. Η ζέστη θα βοηθούσε τις μικρές οχιές να σπάσουν το τσόφλι. Για να μάθει ο αλέκιαστος Πέτρος να μην βασανίζει σαύρες.
Κατόπιν η Ρόζα έγραψε στον αδελφό της ένα σημείωμα με τα καθέκαστα και πήγε στη Σχολή. Ευτυχώς βρήκε τη φοράδα σελωμένη. Καβάλησε και πήγε προς την επάνω πύλη του χτήματος. Άνοιξε την πύλη και… έκπληξη. Εκείνη ακριβώς την ώρα επέστρεφε ο πατέρας της από τη θάλασσα. Είχε βάλει τα σερφ μέσα στη νεκροφόρα.
– Για πού το έβαλες Ρόζα;
– Εδώ δίπλα πάω, στα Κιόνια, στη Στέλλα.
– Στα Κιόνια με τη φοράδα; Τρελάθηκες;
– Είναι ανάγκη.
– Η Στέλλα σήμερα προσεύχεται. Είναι η πρώτη Παρασκευή του μήνα. Πήγε στο Ξώμπουργο.
Η Στέλλα ήταν Καθολική, όπως πολλοί Τηνιακοί. Εκκλησιαζόταν συχνά, έκανε κατήχηση σε παιδιά και η Ρόζα ήξερε το πρόγραμμά της απέξω. Την κατασκόπευε για να ξέρει ποιες μέρες μπορεί να πάει στη φάρμα. Όλη η οικογένεια Δελλατόλα γνώριζε το πρόγραμμα της Στέλλας. Στο Ξώμπουργο βρισκόταν ο ναός της Ιεράς Καρδίας και οι Φράγκοι, όπως αποκαλούν τους Καθολικούς στο νησί, μπορούσαν να πάνε εκεί να προσευχηθούν όλοι μαζί. Την πρώτη Παρασκευή του μήνα πηγαίνουν για μια ιδιαίτερη ευλάβεια.
Το Ξώμπουργο είναι ένας τεράστιος βράχος, που δεσπόζει στη μέση του νησιού. Εκεί ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού την εποχή που υπήρχαν πειρατές. Είχαν χτίσει ένα κάστρο με τείχη και πολεμούσαν από εκεί πάνω τους ληστές της θάλασσας.
Η Ρόζα πήγε τελικά το απόγευμα στη φάρμα. Στα κρυφά έδειξε στη Στέλλα το μπουκάλι με τη ρακή και την ουρά.
– Δεν χρειαζόταν να φυλάξεις την ουρά. Τι να την κάνουμε μια ουρά αν δεν έχουμε το ζώο;
Η Ρόζα εξήγησε ότι ένα πολύ καθαρό παιδί μάλλον τραυμάτισε το ερπετό.
– Κάνεις λάθος Ρόζα, είπε η Στέλλα. Η σαύρα έκοψε μόνη της την ουρά. Αυτό κάνει όποτε νιώθει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Και μετά γίνεται κάτι ξεχωριστό. Η ουρά ξαναμεγαλώνει. Εσύ να προσέχεις όμως γιατί αν σου κοπεί ένα δάχτυλο δεν θα ξαναφυτρώσει.
Η Ρόζα παρ’ ολίγον να λιποθυμήσει. Το δάχτυλο δεν θα ξαναφύτρωνε και ο Πέτρος δεν θα ξαναζωντάνευε αν τον δάγκωναν μικρές οχιές. Έπρεπε να επιστρέψει γρήγορα στο σπίτι. Μπήκε στη νεκροφόρα και άρχισε να πατάει την κόρνα. Ο πατέρας της πετάχτηκε απορημένος από το μπαλκόνι της Στέλλας.
– Πάμε πίσω, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, φώναξε ο Ρόζα, βγάζοντας το κεφάλι της από το παράθυρο του οχήματος.
Ο Φραγκίσκος Δελλατόλας της έκανε το χατίρι να φύγουν στα γρήγορα γιατί βαριόταν τη γκρίνια της. Έφτασαν στα Λουτρά και η Ρόζα άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Διασταυρώθηκε όμως με το Μάνθο, ο οποίος με δάκρυα στα μάτια της ανακοίνωσε ότι ο Πέτρος είναι ήδη μέσα στο φέρετρο. Πήγαν μαζί, χεράκι χεράκι στο Γραφείο Τελετών. Πράγματι ο Πέτρος ήταν ξαπλωμένος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια κλειστά.
Η Ρόζα πήρε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο την απόφασή της. Έτρεξε στο σπίτι και πήρε το γαλάζιο παρεό της μαμάς της. Ήταν γαλάζιο με κόκκινα ψαράκια αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο σε γαλάζιο. Το φόρεσε στο κεφάλι της, όπως φορούν οι Ουρσουλίνες μοναχές το βέλο. Πήγε τρέχοντας στη Σχολή και άρχισε να τραβάει το κορδόνι που είχαν αντί για κουδούνι. Στην πόρτα εμφανίστηκε η γιγάντια αδελφή Ανιές, με μπόι 2.02 μέτρα.
– Είμαι δολοφόνος, τον σκότωσα. Ποιος θα με συγχωρέσει τώρα; Πρέπει να γίνω μοναχή, να εξιλεωθώ. Έβαλα αβγά οχιάς στο μαξιλάρι ενός παιδιού και το σκότωσα. Όχι ένα αβγό, πέντε αβγά οχιάς.
Τότε μόνο η αδελφή Ανιές κατάλαβε το νόημα του παρεό στο κεφάλι. Πήρε την μικρή από το χέρι και την οδήγησε στη βιβλιοθήκη. Χωρίς να πει λέξη άρχισε να τοποθετεί στο γραφείο μπροστά της διάφορους τόμους ερπετολογίας.
– Λοιπόν Ρόζα, μπορείς να διαβάσεις αυτά εδώ τα βιβλία αν θέλεις να αποφύγεις τη ζωή σε μοναστήρι. Για να μην παιδεύεσαι θα σου πω ότι οι οχιές δεν κάνουν αβγά. Είναι τα μόνα φίδια που γεννούν μικρά φιδάκια. Οπότε τα αβγά που έβαλες στο προσκέφαλο ήταν μάλλον αβγά ορτυκιού.
– Τι, τι, με κορόιδεψαν όλοι; Με κορόιδεψαν στα Δυο Χωριά που μου τα δώσανε, με κορόιδεψε ο αδελφός μου, με κορόιδεψε ο κύριος καθαρούλης;»