Η Αραβική Άνοιξη είχε αρχικά θεωρηθεί ως μια μεγάλη ευκαιρία για την Τουρκία, ένα ιδανικό σκηνικό για να τονίσει την οικονομική επιτυχία της χώρας, το δημοκρατικό πολιτικό μοντέλο, και τον απαραίτητο στρατηγικό ρόλο της στην περιοχή. Οι κληρονόμοι μιας από τις μεγάλες αυτοκρατορίες του κόσμου αποδείκνυαν στον κόσμο ότι το ισλάμ και η νεωτερικότητα ήταν απολύτως συμβατά – ένα παράδειγμα προς μίμηση για αραβικές χώρες όπως η Αίγυπτος.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ξύπνησε «νεο-οθωμανικές» τουρκικές φιλοδοξίες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, και η επανάσταση στη Μέση Ανατολή φάνηκε να προσφέρει στους κληρονόμους (αν όχι στα ορφανά) μιας προ πολλού νεκρής αυτοκρατορίας μια ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση για την απώλειά της. Εάν μια τεμπέλα και φοβισμένη Ευρώπη δεν θέλει την Τουρκία, τόσο το χειρότερο για την Ευρώπη. Η ιστορία προσέφερε πιο ένδοξες εναλλακτικές λύσεις για τους Τούρκους.
Δυστυχώς, οι ελπίδες (αν όχι οι προσδοκίες) των τουρκικών ελίτ δεν πραγματοποιήθηκαν. Οι αραβικές επαναστάσεις κατέληξαν να εκθέσουν τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της Τουρκίας, κάτι που έγινε χειρότερο με τις κατασταλτικές πολιτικές και το αλαζονικό πολιτικό ύφος του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό έγινε σαφές κατά τις διαδηλώσεις που εξαπλώθηκαν φέτος την άνοιξη από την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης σε μεγάλο μέρος της χώρας.
Αυτό που χαρακτηρίζει τους Τούρκους σήμερα δεν είναι τόσο η υπερηφάνεια και η ελπίδα για την ενίσχυση του ρόλου της χώρας τους, όσο ο φόβος της διάλυσής της. Το κουρδικό πρόβλημα απασχολεί έντονα τους Τούρκους.
Η πρόκληση για την Τουρκία σήμερα είναι να ξεπεράσει τις χαμένες αυταπάτες. Και αυτό σημαίνει ότι οι Τούρκοι μπορεί να χρειαστούν την Ευρώπη περισσότερο από όσο είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν, ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό τους. Αλλά είναι η Ευρώπη σήμερα πια έτοιμη και πρόθυμη από όσο ήταν χθες να προχωρήσει σε σοβαρές συνομιλίες με την Τουρκία;