Τις «ανακάλυψαν» οι σκίνχεντς του 1960, τις ανέδειξαν οι πανκ του 1970, τις σνομπάρισαν οι καρεκλάδες και οι ντισκόβιοι του 1980, τις λάτρεψαν οι διαχρονικοί ροκάδες, αλλά τις τιμούν και οι φασιονίστας της εποχής μας. Οι μπότες Dr Martens είναι εδώ και μισό αιώνα «η cool εναλλακτική επιλογή των «ανήσυχων κι επαναστατημένων νιάτων σε ό,τι αφορά την υπόδηση», όπως γράφουν οι Financial Times.
Ξαφνικά τις επέλεξε και η… Permira. Η εταιρεία επενδύσεων επιβεβαίωσε την Πέμπτη ότι πρόκειται να εξαγοράσει αντί 300 εκατ. στερλίνες (351,5 εκατ. ευρώ) την βρετανική υποδηματοποιία που κατασκευάζει τις περιώνυμες μπότες. Για την ακρίβεια, θα αποκτήσει μερίδιο 91,5% της υποδηματοποιίας από την οικογένεια Γκριγκς, που ελέγχει απολύτως σήμερα την επιχείρηση.
Οι μπότες με αερόσολα, που σχεδίασε ο γιατρός του γερμανικού στρατού Κλάους Μάρτενς για να ανακουφίσει τους πόνους στη μέση που τον ταλαιπωρούσαν, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη Βρετανία τη δεκαετία του 1960 χάρη στην υποδηματοποιία των Γκριγκς, που απέκτησαν τα δικαιώματα κατασκευής τους.
Στην αρχή τις μπότες τις προτιμούσαν οι βρετανοί εργάτες, ανακαλύπτοντας ότι μια γερή μπότα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αναπαυτική. Γρήγορα οι Dr Martens έγιναν ένα καλτ εξάρτημα για «ψαγμένα» άτομα. Και σ’ αυτό βοήθησε σημαντικά ο κιθαρίστας και συνθέτης των Who, Πιτ Τάουνσεντ.
Κάποιος δημοσιογράφος υπέβαλε στον Τάουνσεντ την ερώτηση «τι φοράτε όταν πέφτετε για ύπνο το βράδυ» που είχε υποβάλει κάποια χρόνια νωρίτερα ένας συνάδελφός του στη Μέριλιν Μονρόε, για να πάρει τη διάσημη απάντηση «φορώ το Chanel No5» .
Ο ελαφρώς… αναρχοαυτόνομος βρετανός μουσικός δεν έδωσε, φυσικά, αναλόγου καλαισθησίας απάντηση. Είπε ότι κάθε βράδυ πέφτει στο κρεβάτι με δύο απαραίτητα αξεσουάρ: με μια μπουκάλα κονιάκ και με μια μπότα Dr Martens.
Αυτό ήταν. Οι κόκκινες μπότες έγιναν το απαραίτητο αξεσουάρ εκατομμυρίων νέων σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 2003, ωστόσο, «οι πωλήσεις των Dr Martens άρχισαν να πέφτουν επικίνδυνα». Αυτή ήταν η αιτία (ή η δικαιολογία) των Γκριγκς για να κλείσουν το εργοστάσιο στα Μίντλαντς και να μεταφέρουν την παραγωγή των Dr Martens σε νέες μονάδες που δημιούργησαν στην Κίνα και στην Ταϊλάνδη.
Παρά την κατασκευή τους από φθηνά εργατικά χέρια, στη Βρετανία οι μπότες κοστίζουν από 120 έως 200 στερλίνες (από 140 έως 235 ευρώ).
Χάρη στη μετεγκατάσταση, ωστόσο, ο τζίρος της εταιρείας αυξήθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το οικονομικό έτος 2011-2012 και έφθασε στα 110 εκατ. στερλίνες (129 εκατ. ευρώ). Οσο για τα προ φόρων κέρδη της εταιρείας, υπερτριπλασιάστηκαν και έφθασαν τα 15,3 εκατ. στερλίνες (17,9 εκατ. ευρώ).