Η καταραμένη πλατεία Βικτωρίας

«Τι διαβάζεις;». «Γιάννης Τσίρμπας, Η Βικτώρια δεν υπάρχει». «Καινούργιος;». «Ναι, λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών».

Γιάννης Τσίρμπας
Η Βικτώρια δεν υπάρχει
Eκδόσεις Νεφέλη, 2013,
σελ. 61, τιμή 7,30 ευρώ

«Τι διαβάζεις;». «Γιάννης Τσίρμπας, Η Βικτώρια δεν υπάρχει». «Καινούργιος;». «Ναι, λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών». «Η Βικτώρια ποια είναι; Κάποια πρώην;». «Η πλατεία Βικτωρίας. Στο οπισθόφυλλο γράφει πως είναι «μια νουβέλα για την υπόκωφη συγκρότηση του ρατσισμού και την πανταχού παρούσα βία»». «Νόστιμο. Και πομπώδες. Προσφέρεται για σλόγκαν επάνω σε λεωφορείο αυτές τις μέρες». «Σωστό». «Δεν βαρέθηκες ακόμα; Παλιοί και νέοι συγγραφείς, ειδικά οι φρέσκοι, πηδάνε πάνω στο τρενάκι της κρίσης και των συμπαρομαρτούντων –ανέχεια, εγκληματικότητα, εσωστρέφεια, ρατσισμός, αγανάκτηση, βία –νομίζοντας ότι πηγαίνει εξπρές στον λογοτεχνικό Παρνασσό. Ατάλαντοι οι περισσότεροι. Την επικαιρότητα τη βάζουν σε λέξεις οι δημοσιογράφοι. Για τη λογοτεχνία δεν αρκεί να έχεις ένα «καυτό θέμα». Θέλει κι άλλες ικανότητες».

Ικανότητες τις οποίες, τελικά, ο Τσίρμπας φαίνεται πως διαθέτει. Γιατί, παρά την αγοραία και επικοινωνιακά αβανταδόρικη διατύπωση του οπισθόφυλλου, η «κρίση» απαντά μονάχα δύο φορές στο κείμενο, σε μια περιγραφική πρόταση. Οι λέξεις «μετανάστες», «ρατσισμός», «βία» απουσιάζουν. Συνθήκες και καταστάσεις υποβάλλονται μέσα από μια αφήγηση που δείχνει αλλά δεν κατονομάζει, που αποκαλύπτει αλλά δεν καταγγέλλει, που έχει άποψη χωρίς να καταλήγει στο πολυφορεμένο αφήγημα «με θέση» των ημερών.
Δυο άνδρες από διαφορετικούς κόσμους συναντιούνται στο κουπέ ενός τρένου που ταξιδεύει για την Αθήνα. Γέννημα θρέμμα της πλατείας Βικτωρίας ο ένας, κάτοικος Αγίας Παρασκευής ο άλλος. Απαυδισμένοι και οι δύο. Ο ένας με τις φυλές που έχουν καταλάβει την πολυκατοικία, την πλατεία, τη γειτονιά του. Ο άλλος με τα spam mails που έχουν γεμίσει το κινητό του: εκπτωτικά κουπόνια για μαθήματα μουσικής, για μασάζ, για θεραπεία για τις ραγάδες. Ο πρώτος καίγεται να μιλήσει. Ο δεύτερος ακούει απρόθυμα τον συνεπιβάτη του να παρουσιάζει την ανθρωπολογία της πλατείας Βικτωρίας με κάθε γλαφυρότητα: «Τη Βικτώρια ας πούμε μια μέρα γύρισα το κεφάλι μου και την είδα γεμάτη με εκατοντάδες λαό. Τέτοιους, Μαροκινούς, Πακιστανούς, τα πάντα. Στριμωξίδι, σαν κλαμπ ήταν η πλατεία. Κουτσούβελα να παίζουν κάτω στη βρόμα, το άγαλμα γεμάτο με αραβικά γράμματα με κόκκινο σπρέι. Αλαμπουρνέζικα. Σκυλιά, γυναίκες, μαντίλες, τσεμπέρια, χαμός, σου λέω. Δεν ξέρω πότε έγινε, αλλά είναι σαν να κοιμήθηκα ένα βράδυ και να μην ήταν εκεί και να ξύπνησα το πρωί σε αυτό το χαμό, ρε φίλε».
Ο τύπος έχει θυμό. Εχει οργή για τον «Αφρικαν πιπλ» που τρώει αμέριμνα παγωτό στον δρόμο ενώ ο ίδιος ζορίζεται να τα βγάλει πέρα. Βγαίνει από το αυτοκίνητο και τον αρχίζει στις γρήγορες. Πάει το παγωτό, πάνε και τα δόντια. Ο ακροατής στο τρένο μένει άναυδος. Αυτή η πραγματικότητα του παραλογισμού είναι έξω από τη δική του, δεν ξέρει καν αν υπάρχει, πρέπει να τη δει στα δελτία των ειδήσεων για να τη συλλάβει. Ο Βικτωριώτης συνεχίζει εμμονικός. Εχει σχέδιο για την εξόντωση όλων αυτών των σφετεριστών της συνοικίας. Καθαρό, αποτελεσματικό, γρήγορο. Ολα κανονισμένα. Παράνοια. Ο άλλος αφοσιώνεται στο κινητό του. Εχει την ανάγκη να βάλει μια απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και σε όσα ακούει. Δεν αντέχει την τόσο άμεση έκθεση σε αυτόν τον κόσμο που κινείται παράλληλα με τον δικό του.
Το παραλήρημα του ανώνυμου επιβάτη του τρένου το διαβάζουμε σε δόσεις. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται άλλες φωνές. Τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα, όλοι Ελληνες. Εξομολογούνται κομμάτια από τη ζωή τους στη Βικτώρια του κάποτε. Ενας μάγκας που έκανε τον νταή στην Αστυνομία της χούντας και κατέληξε χαφιές. Ενας πεινασμένος άστεγος, αυθεντικός made in Greece. Ενα πρεζάκι, επισκέπτης των τσοντάδικων στην Ομόνοια και νυν τρόφιμος φυλακών. Ενα χωριατόπαιδο, εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα το ’62, που πρωτόπιασε δουλειά στη Βικτώρια. Μια γυναίκα με τέσσερα παιδιά, χωρίς πόρους, χωρίς άντρα αλλά με τσαγανό. Ολοι τους στα όρια του περιθωρίου, στα όρια της αστικής κοινωνίας της περιοχής, όλοι τους στον αγώνα για επιβίωση. Από τις αφηγήσεις τους η πλατεία Βικτωρίας αναδύεται ως διαχρονικός φιλόξενος τόπος κάθε παρέκκλισης και κάθε αποσυνάγωγου, ανεκτική στο διαφορετικό, στο ξένο, στον Αλλο κάθε προέλευσης τώρα και πάντα.
Γραφή με προοπτικές
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο του Τσίρμπα. Η σύνδεση των ιστοριών του σε ένα σπονδυλωτό αφήγημα είναι εξαιρετικά χαλαρή, μόνος κρίκος συνάφειας η πλατεία Βικτωρίας, που αναδεικνύεται σε έναν επιπλέον χαρακτήρα της αφήγησης. Ο νέος συγγραφέας φαίνεται όμως πως ξέρει να στήνει χαρακτήρες –έστω και με κάποιες παραφωνίες στη γλωσσική τους έκφραση. Φαίνεται επίσης πως έχει βρει το ύφος του: προτάσεις σύντομες, σύνταξη παρατακτική, λόγος ευθύς, τόνος μάγκικος. Ο πρωτοπρόσωπος λόγος τού πάει και πειραματίζεται με διάφορες εκδοχές του, με τον μονόλογο ως αποσπάσματα ημερολογίου, με τον εσωτερικό μονόλογο. Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και τα λεκτικά στολίδια είναι σπάνια. Το εκφραστικό μέσο που φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο στον συγγραφέα είναι η εικόνα. Ξέρει να περιγράφει, να ζωντανεύει ένα σκηνικό με τους ήχους, τις μυρωδιές και τους ανθρώπους του. Χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα τη δραστική τέχνη της υποβολής για να αναπαραστήσει διαθέσεις και νοοτροπίες. Αν δεν τον καταπιεί το κύμα της ευκαιριακής και ανυπόμονης μυθοπλαστικής εκμετάλλευσης της επικαιρότητας, ο 37χρονος Τσίρμπας θα είναι από τους συγγραφείς για τους οποίους θα ακούσουμε στο μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.