Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν και την καλύτερη φήμη, αυτό όμως είναι κάτι που ο Γεώργιος Μπούτος θέλει να αλλάξει. Ο Μπούτος προσπάθησε να επανορθώσει ένα λάθος που δεν έκανε ο ίδιος, αλλά οι προκάτοχοί του. Εκεί όμως που η Ελλάδα επικρίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στις Βρυξέλλες, δεν εισακούστηκε.
Σε σχέση με τις μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την υπόθεση ως γελοία, αλλά και εδώ πρόκειται για εκατομμύρια ευρώ, κοινοτικά χρήματα, τα οποία εισέρευσαν στις τσέπες των υιών Υπουργών και των συντρόφων πολιτικών προσώπων. «Θα μπορούσε να ζητηθεί η επιστροφή των χρημάτων, αλλά δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω» τονίζει ο ίδιος ο Μπούτος. Ο 59χρονος υπάλληλος του υπουργείου οικονομικών δεν προσπαθεί με το ζόρι να επιβάλει τις απόψεις του. Μόνον αν τον παρακαλέσει κανείς αναφέρεται στις ακούραστες προσπάθειές του για να σώσει τα χρήματα που σπαταλήθηκαν.
Όλα ξεκίνησαν το 2006, όταν ο Μπούτος κατόπιν επίσημης εντολής εξέτασε τα οικονομικά του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Ο.Ε.Ε.Κ.). Αυτό που αρχικά έμοιαζε με εργασία ρουτίνας, εξελίχθηκε σε μία σισύφεια υπόθεση χωρίς τέλος. Αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν μελετήσει τις πολυάριθμες επιστολές που αντήλλαξαν ο Μπούτος και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία κατά της Διαφθοράς Olaf. Για παράδειγμα, ο Μπούτος ανακάλυψε ότι σε όλα τα επαγγελματικά ινστιτούτα πληρώνονταν για το διδακτικό προσωπικό ωρομίσθια μέχρι 610 Ευρώ, ενώ ορισμένοι διδάσκοντες εμφανίζονταν να προσφέρουν υπηρεσίες 225 ωρών το μήνα, την ώρα που αποδεδειγμένα βρίσκονταν στο εξωτερικό. «Ίσως μπορούσαν με τις ιδιαίτερες πνευματικές τους ικανότητες να βρίσκονται σε πολλούς τόπους», λέει ειρωνικά ο Μπούτος.
Σε αυτό το χαρούμενο Ινστιτούτο πολλές φορές δεν ακολουθούνταν και διαδικασίες αξιολόγησης του προσωπικού. Έτσι, η σύντροφος πολιτικού του ΠΑΣΟΚ δίδασκε, εκτός από οδοντοτεχνική, και γεωγραφία. Ο υιός ενός μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου ανήκε επίσης στους απασχολούμενους, και δίδασκε μεταξύ άλλων και την τέχνη της «επιμετάλλωσης ρολογιών». Συγγενείς του επικεφαλής του Ινστιτούτου απασχολούνταν επίσης σε αυτό, αλλά και εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του ανωτάτου δικαστηρίου ελέγχου των κρατικών δαπανών. Δεν προκαλεί επομένως καμία απορία που το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν ασχολήθηκε εις βάθος με την υπόθεση.
Έτσι, ο Μπούτος απευθύνθηκε στην ΕΕ, για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2010, τελευταία φορά πριν από μερικές εβδομάδες. Ο Μπούτος διαθέτει αποδείξεις, υπογραφές συμβολαίων, ακόμα και κατά τα φαινόμενα παραποιημένα ονόματα, στοιχεία, αεροπορικά εισιτήρια, αποδείξεις ξενοδοχείων, εκταμιεύσεις από τραπεζικούς λογαριασμούς. Το συνολικό ποσόν της ζημίας ανέρχεται σε 6 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία το 75% προέρχεται από τα κοινοτικά ταμεία. Μετά από την πρώτη εννιασέλιδη επιστολή δεν υπήρξε αρχικά καμία αντίδραση. Αφού ο Μπούτος είδε ότι ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στον Olaf, δεν αντιδρούσε, απευθύνθηκε στον επικεφαλής του, τον Γεν. Διευθυντή της υπηρεσίας καταπολέμησης της διαφθοράς. Και πάλι δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
Μόνον όταν ο Μπούτος έστειλε επιστολή στον επικεφαλής του κολλεγίου των Επιτρόπων της ΕΕ, τον λιθουανό Κεστούτις Σαντάουσκας έλαβε απάντηση από την υπηρεσία καταπολέμησης της διαφθοράς, στην οποία τον ευχαριστούν για το ενδιαφέρον του σχετικά με την «προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ». Επί επτά μήνες δεν συμβαίνει τίποτε, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του Μπούτου. Στις 26 Ιανουαρίου του 2012 λαμβάνει μία σύντομη απάντηση από τις Βρυξέλλες ότι η Olaf βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης. Ο Μπούτος αντιδρά με οργή και εκφράζει την εντύπωσή του ότι είτε η Olaf ανταγωνίζεται τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα σε αναποτελεσματικότητα, είτε ότι ο ίδιος αντιμετωπίζεται ως ενοχλητικό στοιχείο.
Στο μεταξύ, ορισμένες από τις περιπτώσεις κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος έχουν ήδη ποινικά παραγραφεί, καθώς ένας Έλληνας δικαστής διαπίστωσε ότι δεν τελέστηκαν κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια. «Ωστόσο, τα κοινοτικά χρήματα μπορούν να επιστραφούν» τονίζει ο Μπούτος. Στο τελευταίο του γράμμα προς τις Βρυξέλλες αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιος εσωτερικός κανονισμός, ο οποίος να απαγορεύει την δίωξη υψηλόβαθμων εκπροσώπων κομμάτων και μελών της κυβέρνησης. Στο μεταξύ έχει επιστραφεί περίπου το 1/12 του συνολικού ποσού, δηλαδή 516.000 Ευρώ. Ο Μπούτος, ήδη 29 χρόνια δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος έχει υποστεί και περικοπές στον μισθό του, λέει: «Έκανα περισσότερα απ’ ό,τι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος». Αυτό κανείς δεν του το έχει αναγνωρίσει. Αντίθετα, μάλλον γελούσαν μαζί του για την επιμονή που επέδειξε. Ο Μπούτος όμως λέγει: «Δεν μπορώ να φανταστώ την υπόθεση να καταλήγει στο αρχείο». Σαφώς υπάρχουν και πιο σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς, αλλά λίγες είναι τόσο καλά θεμελιωμένες. «Εδώ τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά, αλλά δεν συμβαίνει τίποτε». Το χειρότερο, όπως λέει ο επίμονος υπάλληλος, είναι η εντύπωση πως η ΕΕ δεν νοιάζεται.
Υποβάθμιση της αντιπολίτευσης στη Γερμανία
Στο γερμανικό Τύπο κυριαρχούν οι διεργασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία. Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αποφάσισαν από κοινού την Πέμπτη να προσέλθουν σε επίσημες διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ενός «μεγάλου συνασπισμού». Η Frankfurter Rundschau σχολιάζει σχετικά: «Οι γ.γ. των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) έχουν ήδη υπογραμμίσει το σημαντικότερο στοιχείο: την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) είναι σίγουρα δυσκολότερο να δείξουν εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των νέων εταίρων -ενάντια στη θέλησή τους-, μετά την εμπειρία τους από τον πρώτο συνασπισμό με την Άγκελα Μέρκελ». Η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι οι επικείμενοι κυβερνητικοί εταίροι θα πρέπει να οικοδομήσουν αμοιβαία εμπιστοσύνη και, όπως σημειώνει, «θα πρέπει να παρουσιάσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο θα υπερκεράσει τα μειονεκτήματα ενός συνασπισμού-μαμούθ».
Τα διαφαινόμενα μειονεκτήματα ενός «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Η εφημερίδα στέκεται στην επικείμενη υποβάθμιση του ρόλου της αντιπολίτευσης και επισημαίνει: «Οι βουλευτές των Πρασίνων και του κόμματος της Αριστεράς εξακολουθούν βέβαια να έχουν δικαίωμα λόγου στο κοινοβούλιο. Δεδομένης της αριθμητικής αδυναμίας τους όμως, δεν θα ακούγονται στο εξής πολλά από αυτούς. Επίσης, η αντιπολίτευση θα αδυνατεί να συγκροτήσει επιτροπές διερεύνησης και να δρομολογήσει τον έλεγχο νόμων από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο χωρίς υποστήριξη από το κυβερνητικό στρατόπεδο».
Τέλος, η Welt του Βερολίνου αναφέρεται στην επίμαχη μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών συζήτηση περί θέσπισης κατώτατου ωρομισθίου. Η εφημερίδα στηλιτεύει την επιμονή του SPD σε αυτό το ζήτημα και εξηγεί: «Αυτό το ‘ενιαίο’ (σ.σ. του ωρομισθίου) δεν ταιριάζει στην ποικιλία των οικονομικών συνθηκών. Ένα κατώτατο ωρομίσθιο των 8,5 ευρώ θα μπορούσε να κοστίσει έως και ένα εκατομ. θέσεις εργασίας. Μία ματιά στις μέσες αμοιβές στην Πολωνία και την Τσεχία δείχνει που μεταφέρονται οι θέσεις εργασίας», σχολιάζει η Welt εκτιμώντας ότι ένας τέτοιος συμβιβασμός στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού θα άρεσε μεν στην κομματική βάση του SPD, όμως δεν θα βοηθούσε τη χώρα.