Παραμονές Χριστουγέννων του 1995 πήρα από τον Λέοντα Καραπαναγιώτη ένα μάθημα χωρίς να μου πει λέξη.
Είδα έκπληκτος να δημοσιεύεται στη στήλη μου η οξύτατη κριτική μου για την «κριτική ικανότητα» του Κώστα Γεωργουσόπουλου, συνεργάτη των «Νέων» και φίλο του διευθυντή. Δεν το περίμενα, διότι όχι μόνο είχα αγνοήσει την προϋποτιθέμενη αυτολογοκρισία, αλλά και είχα σκανδαλίσει τις αντοχές του Καραπαναγιώτη για τα γραφόμενά μου. Το χειρότερο; Μαζί με τον Γεωργουσόπουλο εγκάλεσα, τρόπον τινά, και την εφημερίδα.
Τι είχε συμβεί; Ο πανίσχυρος τότε κριτικός των «Νέων» στην «οριακή κριτική ιδεών», όπως αποκάλεσε τον λίβελό του, εξόντωσε τον Δ. Δημητριάδη. Το θεατρικό του έργο στο «Αμόρε» κατέβηκε κακήν κακώς και ουδείς έκτοτε διανοήθηκε να τον «ξαναπαίξει» –πλην του Χουβαρδά –έως ότου οι Γάλλοι τον εισήγαγαν θριαμβευτικά, μέσω της Κάτιας Αρφαρά, στη «Στέγη», αφού προηγουμένως ο Μαρμαρινός είχε σκηνοθετήσει το «Πεθαίνω σα χώρα» για τον Λούκο και για τον Ολιβιέ Πι.
Εγραφα τότε πως ο κριτικός επαναπροσδιορίζοντας κατά βούλησιν την αρχική του συμφωνία με την εφημερίδα και αναλαμβάνοντας μονομερώς τον «οριακό» της χαρακτήρα, δηλαδή τη μετάλλαξη του «είδους» του συμφωνηθέντος δημοσιεύματος από κριτική σε προγραφή, προσέβαλλε την ίδια την εφημερίδα. Και ενώ είναι σαφές ότι η συνεργασία του εμπνέεται από τις αρχές της ελευθεροτυπίας, δεν είναι διόλου προφανής η αποκατάσταση της βλάβης που υφίσταται ο κρινόμενος. Η ζημία εις βάρος του έχει συντελεσθεί, λόγω της θέσεως ισχύος του κριτή, που ενισχύει, φευ, ακόμη περισσότερο η ελευθεροτυπία όταν καλύπτει ανάλογα «κάζα».
Και συνέχισα με τα εξής:
«Το ερώτημα που θα ήθελα εγώ από ανάλογη θέση να υποβάλω είναι τι ακριβώς συμβαίνει όταν η ελευθεροτυπία ως αρχή που διέπει το πρωτόκολλο συνεργασίας του συντάκτη με την εφημερίδα παραβιάζεται εις βάρος του κρινομένου, του έργου ή των ιδεών του, αμέσως μεν από τον συντάκτη (περίπτωση Γεωργουσόπουλου), εμμέσως δε από την εφημερίδα η οποία κατά τεκμήριον δεσμεύεται στο να μην παρεμβαίνει λογοκρίνοντας, επαφιέμενη στην ευαισθησία του συντάκτη ως προς τις δεοντολογικές του δεσμεύσεις και την τυχόν αγαθή του προαίρεση, η οποία εάν υπήρχε, η δεοντολογία δεν θα είχε επινοηθεί. Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί:
Πρώτον, ότι η δημοσίευση αυτών των ψευδεπίγραφων κειμένων τείνει να θέσει σε κίνδυνο το ίδιο το φιλελεύθερο επιχείρημα μεταβάλλοντας τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας σε πρόσχημα για τη συγκάλυψη προνομίων.
Δεύτερον, ότι η δημοσίευση εμφανίζεται ως επίδειξη και επιδίωξη ισχύος υπέρ του κεκτημένου (;) δικαιώματος κατοχής μιας στήλης στην εφημερίδα.
Τρίτον, ότι η δημοσίευση διαβάλλει την ελευθεροτυπία την οποία επικαλείται. Την καθιστά «δικαίωμα», όχι Δικαιοσύνη. Αλλά η δικαιοσύνη ως δικαίωμα παύει να είναι Δικαιοσύνη, όπως και η ελευθεροτυπία, Ελευθερία.
Τέταρτον, ότι η δημοσίευση προβάλλει την ελευθεροτυπία ως σύνολο υπολογισμών και συσχετισμού δυνάμεων. Τη μεταβάλλει συνεπώς σε μεροληψία, αφαιρώντας της τον αμερόληπτο και απορητικό της χαρακτήρα, που την κάνει μια «αδύνατη εμπειρία».
Πέμπτον, αλλά τι σημασία έχει ο αυριανισμός, αφού «μόνο μια γλώσσα που έχει τον καρκίνο μέσα της ρέπει προς μεταστάσεις».
Για όλα αυτά και πολλά άλλα η κακοήθεια της κριτικής του Γεωργουσόπουλου στα «Νέα» θέτει εν αγνοία του ένα πολιτειακό ζήτημα υποδεικνύοντας, ως μεγεθυντικός φακός, τον καρκίνο της φιλελεύθερης Δημοκρατίας».
ΥΓ.: Μετά την εκδήλωση για τον Λ. Καραπαναγιώτη στο Μέγαρο Μουσικής, ο παρακαθήμενός μου Γιάννης Μαρίνος μού εκμυστηρεύθηκε ότι παλαιότερα υπήρξε εναντίον των άρθρων μου κατά τις συζητήσεις των υψηλών κλιμακίων του Συγκροτήματος, αλλά πως πλέον με «καταλαβαίνει» διότι «έμαθα στο μεταξύ».
Συμβαίνει το αντίθετο. Πιστεύω πως με τα χρόνια ξέμαθα, γι’ αυτό και επιστρέφω στο άλγος του αρχείου μου πιστεύοντας πως θα θεραπεύσει το άλγος που γερνώ. Αλλά το να ανατρέχει κανείς στα περασμένα, αυτό κι αν σημαίνει γηρατειά. Γραφή μέσα στη γραφή που δεν ξέρεις ποια έρχεται πρώτη και ποια δεύτερη. Και εάν απευθύνεται στον κριτικό τού σήμερα ή του χθες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ