Η κλιμάκωση είναι γνωστή από καιρό: στην αρχή, οι πάντες στην κυβέρνηση ξορκίζουν τα νέα μέτρα, ενώ οι δανειστές κρατούν απόσταση και δεν αναφέρονται σε αυτά. Κι ένα πρωί, αρχίζει η πίεση, ξεκινάει το σφυροκόπημα, όπως έγινε χθες στο eurogrpoup.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η λήψη των νέων μέτρων τα οποία έχουν αρνηθεί και τελικά έχουν λάβει όλοι οι πρωθυπουργοί της περιόδου της πτώχευσης του κυρίου Σαμαρά περιλαμβανομένου, είναι απλώς θέμα χρόνου και τρόπου: είναι βέβαια τα νέα μέτρα, αναζητείται απλώς το πότε και το πώς θα ληφθούν: αν θα πάνε προς τη Βουλή, αν θα περάσουμε με νομοθετικό διάταγμα, αν θα μπουν στους λογαριασμούς, αν το ένα ή το άλλο…
Αυτά ίσχυαν ως τώρα και ουδείς μπορεί να τα αρνηθεί. Ομως, για τον κ. Σαμαρά, τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά απ’ ότι ήταν για τους προκατόχους του, ακόμα απ’ ότι ήταν και για τον ίδιο πριν από μερικούς μήνες: με τις εκρηκτικές συνθήκες που έχουν πλέον διαμορφωθεί στη χώρα δεν έχει πια το περιθώριο να κινηθεί έτσι.
Την ώρα που το γερμανικό τμήμα της τρόικας κάνει ήδη μπίζνες στην Ελλάδα με συμβόλαια εκατομμυρίων για συμβουλευτικές υπηρεσίες στον τομέα της υγείας – και ποιος ξέρει που αλλού -. την ίδια ώρα, η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να την αγνοήσει ούτε καν στο πλήρως αποτυχημένο δημοσιονομικά και καταστρεπτικό κοινωνικά ζήτημα του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Δηλαδή, πολύ απλά, δεν υπάρχει κυβέρνηση: όταν δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, που είναι αυτονόητο από κάθε άποψη, πώς είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι θα αντισταθεί στα μεγάλα ζητήματα που προκύπτουν εν όψει του δημοσιονομικού κενού;
Η υπόθεση του πετρελαίου θέρμανσης είναι ένας πολύ κακός οιωνός για το άμεσο μέλλον. Τώρα που η Γερμανία σχηματίζει πια τη δική της κυβέρνηση και που οι πιέσεις στην Ελλάδα θα ενταθούν, αντί φυσικά, όπως πίστευαν και διαφήμιζαν διάφοροι να χαλαρώσουν, ο πρωθυπουργός πρέπει να αποφασίσει τι δρόμο θα πάρει: αν συνεχίσει στο δρόμο του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, δηλαδή της πλήρους υποταγής, ή αν θα επιχειρήσει τη ρήξη.
Με αυτά λοιπόν που έχουμε μπροστά μας, ο πρωθυπουργός καλείται ουσιαστικά να απαντήσει πλέον στο ερώτημα αν έχουμε ή δεν έχουμε πια κυβέρνηση στην Ελλάδα: τόσο θεσμικά, όσο και πραγματικά.
Τελευταία, πολλές είναι οι πληροφορίες που διακινούνται και συγκλίνουν στο ότι μπορεί να πράξει το δεύτερο, να πάει προς τη ρήξη: μακάρι να αποδειχθούν σωστές. Τόσο για τη χώρα, όσο και για τον ίδιο.
Αλλιώς, θα πρέπει να συμβιβαστεί οριστικά πια με το γεγονός ότι θα προΐσταται μίας κυβέρνησης – σκιάς, απόλυτου παρακολουθήματος του κλιμακίου της τρόικας στην Αθήνα, με ότι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται.