Στους αμερικανούς καθηγητές Γιουτζίν Φάμα, Λαρς Πίτερ Χάνσεν από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και τον καθηγητή Ρόμπερτ Σίλερ από το Πανεπιστήμιο Γέιλ απονεμήθηκε τη Δευτέρα το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.
Το βραβείο απονέμεται στους τρεις οικονομικούς επιστήμονες για τις έρευνες που έκαναν σχετικά με την πρόβλεψη της πορείας των μετοχών και ομολόγων σε μακροπρόθεσμη βάση, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία funds που επενδύουν στην πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών.
«Δεν υπάρχει τρόπος για να προβλέψει κανείς την τιμή των μετοχών και των ομολόγων σε ορίζοντα ολίγων ημερών ή εβδομάδων. Είναι όμως δυνατή η πρόβλεψη της πορείας τους σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια για παράδειγμα», αναφέρει χαρακτηριστικά η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών.
«Αυτά τα ευρήματα, τα οποία μπορεί να δείχνουν αντιφατικά, αναλύθηκαν από τους εφετινούς νικητές», συμπληρώνει η Ακαδημία.
Ο Σίλερ, συγκεκριμένα, βοήθησε στη δημιουργία ενός συστήματος στενής παρακολούθησης της αμερικανικής αγοράς ακινήτων και τον περασμένο Ιούνιο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία προειδοποιεί για τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέας φούσκας της αγοράς ακινήτων σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές των ΗΠΑ.
Ο Φάμα, ο οποίος θεωρείται εδώ και χρόνια ως υποψήφιος διεκδικητής του βραβείου Νομπέλ, θεωρείται ως ένας εκ των «πατέρων» των μοντέρνων χρηματοοικονομικών και είναι γνωστός για τις έρευνες που έχει κάνει για την πορεία ορισμένων ομάδων μετοχών, που «έχουν την τάση να εμφανίζουν κατά καιρούς υπεραποδόσεις».
Ο Χάνσεν ανέπτυξε στατιστικές μεθόδους που βοηθούν στην ορθολογική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων.
«Οπως απέδειξε η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική ύφεση, η λανθασμένη αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να προκαλέσει χρηματοοικονομικές κρίσεις που πλήττουν την οικονομία στο σύνολό της», αναφέρει η Ακαδημία στην ανακοίνωση βράβευσης των τριών οικονομολόγων.
Οι αμερικανοί ερευνητές έχουν μονοπωλήσει τα οικονομικά βραβεία τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, η τελευταία φορά που το Νομπέλ δεν πήγε σε αμερικανό οικονομολόγο ήταν το 1999.
Οι τιμηθέντες επιστήμονες θα μοιραστούν το χρηματικό έπαθλο του Βραβείου, που είναι 8 εκατ. σουηδικές κορόνες (1,25 εκατ. δολάρια ή 909.000 ευρώ).