Σχέδια για την είσοδο τραπεζών στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο και τη διαχείρισή τους συζητούνται από τους τραπεζίτες και εξετάζει θετικά η κυβέρνηση. Στόχος είναι η εξυγίανση και η βιωσιμότητα επιχειρήσεων, ακόμη και κλάδων με προοπτικές οι οποίοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δανειακές υποχρεώσεις τους κυρίως επειδή οι υφιστάμενοι μέτοχοι «δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη». Επίσης, στο πλαίσιο της διαχείρισης των προβληματικών δανείων, κάθε τράπεζα επεξεργάζεται σενάρια για τη δημιουργία κάποιου είδους bad bank ώστε να «ξεφορτωθεί» τα «κακά» δάνεια.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπολογίζονται σε 75-80 δισ. ευρώ, για τα οποία οι τράπεζες έχουν λάβει προβλέψεις ύψους 35 δισ. ευρώ. Ετσι ο γρίφος που καλούνται να λύσουν οι τραπεζίτες είναι με ποιον τρόπο θα διαχειριστούν τα δάνεια αυτά ώστε να καθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους και ταυτόχρονα να διατηρήσουν στη «ζωή» επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Τραπεζικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι ήρθε η ώρα των αποφάσεων. «Ως τώρα οι τράπεζες δεν τραβούσαν την πρίζα, πλέον όμως θα αναγκαστούν να το κάνουν» αναφέρει κορυφαίος τραπεζίτης.
Στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες σχεδιάζουν προγράμματα αναδιάρθρωσης εταιρειών ώστε να γίνουν βιώσιμες και άρα χρηματοδοτήσιμες, συγχωνεύσεις ομοειδών εταιρειών για την επίτευξη συνεργειών ή διακοπή χρηματοδότησης σε άλλες. Επίσης συζητούν τη δυνατότητα νομοθετικής ρύθμισης ώστε τα δάνεια που έχουν χορηγήσει να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο και έτσι να αποκτήσουν τον έλεγχο και το μάνατζμεντ εταιρειών με προοπτικές, τις οποίες, όπως επισημαίνουν, «οι υφιστάμενοι μέτοχοι λεηλατούν ή αρνούνται να βάλουν κεφάλαια». Ανώτατες πηγές στο υπουργείο Οικονομικών αναφέρουν ότι η μετοχοποίηση των δανείων «δεν είναι κακή ιδέα», αν και σημειώνουν ότι οι συζητήσεις «δεν είναι προχωρημένες».
Βεβαίως τέτοιου είδους ενέργειες γίνονται και σήμερα. Υπάρχουν παραδείγματα όπως οι εταιρείες Μαΐλλης, Πετζετάκις κ.ά. όπου οι τράπεζες ανέλαβαν τον έλεγχο. Τώρα όμως επιχειρείται να γίνει πιο οργανωμένα. Δεν θα αφορά όλους τους κλάδους και όλες τις προβληματικές εταιρείες αλλά εκείνους τους κλάδους και εκείνες τις εταιρείες που έχουν αξία και μπορούν να εξυγιανθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών. Ελληνικές εταιρείες που παίζουν ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή αγορά είναι υπερδανεισμένες και έχουν ως βασικούς μετόχους επενδυτικά κεφάλαια, κύριο μέλημα των οποίων είναι να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη στο συντομότερο χρονικό διάστημα.
Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος των εξειδικευμένων επενδυτικών κεφαλαίων (distress funds) που αγοράζουν προβληματικά χαρτοφυλάκια με στόχο να ανακτήσουν περισσότερα κεφάλαια από αυτά που δαπάνησαν με ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων και άλλα μέσα. Αλλωστε τα κεφάλαια αυτά έχουν δείξει ενδιαφέρον για την εγχώρια αγορά. «Οπου υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις υπάρχει ενδιαφέρον για κέρδος» αναφέρουν τραπεζικά στελέχη.
Κάθε τράπεζα και bad bank
Τα «κακά» δάνεια αποτελούν πονοκέφαλο για τους τραπεζίτες. Αρχικές σκέψεις για τη δηµιουργία θυγατρικών στις οποίες οι τράπεζες θα µεταβιβάσουν και θα «παρκάρουν» προβληµατικά δανειακά χαρτοφυλάκια φαίνεται να εγκαταλείπονται. Το σενάριο αυτό «κολλάει» στο ποιος θα βάλει τα λεφτά για να καλυφθούν οι ζηµιές που θα υποστούν οι τράπεζες από τη µεταβίβαση του προβληµατικού χαρτοφυλακίου σε χαµηλότερη αξία από αυτήν που εµφανίζεται στον ισολογισµό τους. «Η διεθνής πρακτική λέει ότι µέρος των χρηµάτων µπορούν να βάλουν οι ίδιες οι τράπεζες και µέρος επενδυτικά κεφάλαια και ειδικευµένες εταιρείες και τράπεζες» αναφέρουν τραπεζικές πηγές.
Τα «κακά» δάνεια αποτελούν πονοκέφαλο για τους τραπεζίτες. Αρχικές σκέψεις για τη δηµιουργία θυγατρικών στις οποίες οι τράπεζες θα µεταβιβάσουν και θα «παρκάρουν» προβληµατικά δανειακά χαρτοφυλάκια φαίνεται να εγκαταλείπονται. Το σενάριο αυτό «κολλάει» στο ποιος θα βάλει τα λεφτά για να καλυφθούν οι ζηµιές που θα υποστούν οι τράπεζες από τη µεταβίβαση του προβληµατικού χαρτοφυλακίου σε χαµηλότερη αξία από αυτήν που εµφανίζεται στον ισολογισµό τους. «Η διεθνής πρακτική λέει ότι µέρος των χρηµάτων µπορούν να βάλουν οι ίδιες οι τράπεζες και µέρος επενδυτικά κεφάλαια και ειδικευµένες εταιρείες και τράπεζες» αναφέρουν τραπεζικές πηγές.
Επίσης ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι σε ποια τιμή θα μεταβιβαστούν τα προβληματικά δάνεια. Σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος, «σήμερα τα distress funds προσφέρονται να αγοράσουν στο 15%-20% της ονομαστικής αξίας». Οπως όμως σημειώνει ο ίδιος, «ποιος διευθύνων σύμβουλος θα υπογράψει την πώληση σε τέτοιες χαμηλές τιμές;», ενώ επισημαίνει ότι «ιδιαίτερα για τα ακίνητα στη σημερινή συγκυρία δεν είναι εύκολο να ρευστοποιηθούν». Επιπλέον ερωτηματικά υπάρχουν και ως προς το αν το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) θα δώσει το πράσινο φως για την πώληση τέτοιων χαρτοφυλακίων και σε ποιες τιμές.
Μια άλλη λύση αποτελεί η δημιουργία bad bank με κρατικά κεφάλαια ή εγγυήσεις στην οποία οι τράπεζες θα μπορέσουν να μεταβιβάσουν τα προβληματικά δάνειά τους σε μια χαμηλή τιμή και στη συνέχεια το Δημόσιο να προσπαθήσει να ανακτήσει όσο περισσότερα μπορεί όταν η οικονομία θα έχει ανακάμψει. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται εφικτό.
Ως πιθανότερο σενάριο θεωρείται οι διευθύνσεις καθυστερούμενων δανείων των τραπεζών να μετατραπούν σε τύποις bad banks. Να ενισχυθούν με προσωπικό, με ηλεκτρονικά συστήματα, με νομική και τεχνική υποστήριξη κτλ. και να ασχολούνται αποκλειστικά με τα «κακά» δάνεια και την ανάκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των χρημάτων που έχουν δανείσει οι τράπεζες. Είναι το σενάριο που προκρίνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Μετά τη BlackRock οι αποφάσεις για τα «κακά» δάνεια
«Κλειδί» για τη διαχείρισή τους το αποτέλεσμα της μελέτης
Το τι τελικά θα γίνει με τη διαχείριση των «κακών» δανείων εξαρτάται από το αποτέλεσμα της μελέτης της BlackRock. «Χωρίς να γνωρίζει ακριβώς η κάθε τράπεζα τον λογαριασμό, δεν πρόκειται να πάρει αποφάσεις» αναφέρουν τραπεζικές πηγές. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος πάντως «δεν φαίνεται να ανησυχεί πολύ» για το αποτέλεσμα της BlackRock. Τουλάχιστον έτσι τον περιγράφουν ανώτατες κυβερνητικές πηγές. Αλλωστε, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει στη Βουλή, για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες υπάρχει το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ ύψους 8 δισ. ευρώ, ενώ προσδοκά και άλλα 6 δισ. ευρώ από τις συνέργειες που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια από τις πρόσφατες εξαγορές και συγχωνεύσεις στον κλάδο, καθώς και από την πώληση περιουσιακών στοιχείων (μη τραπεζικές εργασίες, θυγατρικές εξωτερικού κτλ.). Θεωρεί, δηλαδή, ότι με αυτά τα 14 δισ. ευρώ το τραπεζικό σύστημα είναι καλυμμένο.
«Κλειδί» για τη διαχείρισή τους το αποτέλεσμα της μελέτης
Το τι τελικά θα γίνει με τη διαχείριση των «κακών» δανείων εξαρτάται από το αποτέλεσμα της μελέτης της BlackRock. «Χωρίς να γνωρίζει ακριβώς η κάθε τράπεζα τον λογαριασμό, δεν πρόκειται να πάρει αποφάσεις» αναφέρουν τραπεζικές πηγές. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος πάντως «δεν φαίνεται να ανησυχεί πολύ» για το αποτέλεσμα της BlackRock. Τουλάχιστον έτσι τον περιγράφουν ανώτατες κυβερνητικές πηγές. Αλλωστε, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει στη Βουλή, για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες υπάρχει το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ ύψους 8 δισ. ευρώ, ενώ προσδοκά και άλλα 6 δισ. ευρώ από τις συνέργειες που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια από τις πρόσφατες εξαγορές και συγχωνεύσεις στον κλάδο, καθώς και από την πώληση περιουσιακών στοιχείων (μη τραπεζικές εργασίες, θυγατρικές εξωτερικού κτλ.). Θεωρεί, δηλαδή, ότι με αυτά τα 14 δισ. ευρώ το τραπεζικό σύστημα είναι καλυμμένο.
Το ύψος του «λογαριασμού» της BlackRock δεν θα είναι το μόνο καθοριστικό στοιχείο. Τα τελικά σχέδια θα διαμορφωθούν και από τον χρόνο που θα δοθεί για την κάλυψη των όποιων κεφαλαιακών απαιτήσεων προκύψουν. Δηλαδή, αν το διάστημα θα είναι τρία ή πέντε χρόνια. Είναι προφανές ότι όσο μεγαλύτερο τόσο περισσότερο διευκολύνεται το έργο των διοικήσεων των τραπεζών καθώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να απευθυνθούν και πάλι στους μετόχους. Θα πρέπει να έχουν χρόνο να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες από την κερδοφορία τους.
Ως πρόσθετος λόγος που ο κ. Προβόπουλος δεν δείχνει ανήσυχος αναφέρονται οι καλύτερες παραδοχές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που θα λάβει υπόψη της η μελέτη της BlackRock. Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά, πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν όλες οι προβλέψεις έκαναν λόγο για βαθιά ύφεση, σήμερα όλοι μιλάνε για σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Οπως επεσήμανε ο κ. Προβόπουλος την περασμένη εβδομάδα σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters, «σύμφωνα με το βασικό σενάριο των stress tests, το οποίο συμβαδίζει με τις προβλέψεις μας και τις προβλέψεις της τρόικας, η Ελλάδα θα επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2014. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, η ανάπτυξη έρχεται το 2016, με χαμηλή ύφεση ως τότε». Επίσης ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε ότι «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα σταθεροποιηθούν τον ερχόμενο χρόνο και στη συνέχεια θα μειώνονται σταδιακά».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ