Δεν υπάρχει αληθινή ζωή στην ψεύτικη. Η φράση αυτή του Τέοντορ Αντόρνο ισχύει και για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Το κλείσιμο της ΕΡΤ πριν τέσσερις μήνες, που πρόκειται να επικυρωθεί το βράδυ της Τετάρτης στην ολομέλεια της Βουλής, είναι η καλύτερη απόδειξη γι αυτό. Η πράξη αυτή ήταν τόσο χονδροειδής, που δεν μπόρεσε να πείσει κανένα. Και ακόμα λιγότερο πειστική ήταν η δημιουργία της Δημόσιας Τηλεόρασης ΔΤ. Αυτή έδινε εξαρχής την εντύπωση ότι δεν έχει καν ζωή, αληθινή ή ψεύτικη – ότι ήταν εξαρχής νεκρή γέννα.
Η φράση του Αντόρνο δεν έχει αυταπόδεικτο χαρακτήρα. Η ισχύς της πρέπει να αποδειχθεί στη βάση πειστικών κριτηρίων. Και το κυριότερο από αυτά είναι διεθνώς η λεγόμενη «δημόσια αξία» (Public Value) μιας ραδιοτηλεόρασης, έτσι όπως τη διατύπωσε το 1995 ο αμερικανός δημοσιολόγος Μαρκ Μουρ. Το πρόγραμμα ενός δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να έχει απαραίτητα δημόσια αξία. Και αυτή προκύπτει όταν ο σταθμός δεν περιορίζεται στη συνήθη πληροφόρηση και ψυχαγωγία των ιδιωτικών καναλιών, αλλά παράγει κοινωνική υπεραξία, ήτοι: ενημέρωση σε βάθος, προβληματισμό, δημοκρατική συνείδηση, πολιτισμό, αλληλεγγύη με τα θύματα των μνημονίων και τους μετανάστες, και πάει λέγοντας. Χωρίς τέτοια υπεραξία, το πρόγραμμα είναι ανάξιο της αποστολής του.
Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου στη ΔΤ οδηγεί σε σαφή αποτελέσματα. Το πρόγραμμα της κινείται το πολύ στο επίπεδο των ιδιωτικών καναλιών: ρηχή ψυχαγωγία και μέτρια πληροφόρηση – που ανακυκλώνει τις χειρότερες παραδόσεις της παλιάς ΕΡΤ. Από κριτικό πνεύμα πάντως έναντι της τρέχουσας κρίσης ούτε ίχνος.
Αυτό το έλλειμμα δημόσιας αξίας, που έχει, λόγω της προσωρινότητας της ΔΤ, επίσης πρόσκαιρο χαρακτήρα, θα γίνει μόνιμος θεσμός όταν λειτουργήσει η ΝΕΡΙΤ. Κι αυτό όχι τόσο λόγω του νομοθετικού πλαισίου, που σε πολλά σημεία μάλιστα διαφέρει θετικά από εκείνο της παλιάς ΕΡΤ, όσο για πρακτικούς λόγους, που κάνουν και τη νέα δημόσια τηλεόραση υποχείριο της κυβέρνησης.
Σύντομη παρένθεση: Στη θεωρία των μέσων ενημέρωσης γίνεται λόγος για τρία μοντέλα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ευρώπη – το μεσογειακό (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, κλπ.), το βορειοατλαντικό (Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία) και το βορειοευρωπαϊκό (Αυστρία, Ελβετία, Γερμανία, Ολλανδία, σκανδιναβικές χώρες).
Το μεσογειακό διακρίνεται για τη μεγάλη εξάρτησή του από το κράτος («κρατική ραδιοτηλεόραση»), καθώς και από την περιορισμένη «δημόσια αξία» του.
Το βορειοατλαντικό (BBC!) δεν έχει κόψει εντελώς το ομφάλιο λώρο από την κυβέρνηση, παλεύει όμως για την ανεξαρτησία του και έχει υψηλή δημόσια αξία.
Το βορειοευρωπαϊκό έχει θεσμοποιήσει πλέον την ανεξαρτησία του από το κράτος και έχει επίσης υψηλή δημόσια αξία.
Από αυτή την άποψη (και εδώ μπαίνει τέλος στην παρένθεση) η επιχειρούμενη νομοθετική μετάταξη της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης (της ΝΕΡΙΤ) από το μεσογειακό στο βορειοατλαντικό μοντέλο συνιστά, στα χαρτιά τουλάχιστον, μεγάλη πρόοδο.
Αλλά μόνο στα χαρτιά.
Οι συνθήκες δημιουργίας της ΔΤ – αρχίζοντας με την πραξικοπηματική πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την κατάργηση της ΕΡΤ και την ποδηγέτησή της από τον αρμόδιο υφυπουργό, έως τους εξευτελιστικούς όρους πρόσληψης και εργασίας του προσωπικού της – προδικάζουν, ότι η εξάρτηση της από το κράτος θα είναι διαρκής, και ότι η παραγωγή δημόσιας αξίας θα είναι μηδαμινή.
Αλλά ούτε και η επίσπευση της συγκρότησης της ΝΕΡΙΤ προμηνύει κάτι το καλό. Η κυβέρνηση θέλει προφανώς να τη χρησιμοποιήσει αποκλειστικά προς ίδιον όφελος στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας το πρώτο εξάμηνο του 2014 – όχι για να παράγει κάποιες δημόσιες αξίες και πράσινα άλογα προς χάρη του πληθυσμού. Η σπουδή της προδίδει απλώς, ότι δεν θέλει να χάσει με τίποτα τέτοια μοναδική προπαγανδιστική ευκαιρία.
Αυτά και άλλα δείχνουν, ότι η όποια επιχείρηση επανίδρυσης της δημόσιας τηλεόρασης από την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, δεδομένου ότι πέρα από τα αναρίθμητα νομικά, τεχνικά, και εργασιακά της ψεγάδια, αδυνατεί να εφαρμόσει το βασικό κανόνα λειτουργίας μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης: την παραγωγή δημόσιας αξίας.
Στον αντίποδα της ΔΤ και της ΝΕΡΙΤ βρίσκεται η ΕΡΤ (Η Ελεύθερη Ελληνική Τηλεόραση, όπως την αποκαλούν σήμερα οι εργαζόμενοί της) όπως αυτή μεταλλάχθηκε μετά το κλείσιμό της, στις 10 Ιουνίου 2013.
Η μορφή της μέχρι τότε: Ένα αντιφατικό κατασκεύασμα με ελάχιστη παραγωγή δημόσιας αξίας στον τομέα ενημέρωσης, αλλά υπερπαραγωγή αντίστοιχης αξίας στον τομέα πολιτισμού.
Η μορφή της σήμερα: Ο «νέος κόσμος» στο δημόσιο τηλεοπτικό χώρο – ο κόσμος της αυτοδιαχείρισης και της πολιτικής ανεξαρτησίας με σήμα κατατεθέν τη διαρκή παραγωγή δημόσιας αξίας κυρίως στον τομέα ενημέρωσης.
Από αυτή την άποψη, η νέα ΕΡΤ δημιουργεί στην Ευρώπη ένα τέταρτο μοντέλο (μια «τέταρτη διάσταση») χωρίς ονομαστικά γεωγραφικό προσδιορισμό: το αυτοδιαχειριζόμενο. Ταυτόχρονα αποκαθιστά το γνήσιο νόημα της «τέταρτης εξουσίας»: Ως θεσμό που βρίσκεται «απέναντι» (όχι οπωσδήποτε εναντίον!) στις άλλες τρεις εξουσίες – τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Έτσι που να εκπληρώνει με πλήρη άνεση και συνέπεια το κριτήριο περί παραγωγής δημόσιας αξίας.
Αυτό το μοντέλο διαφέρει από το μεσογειακό, που χαρακτηρίζεται από την εξάρτησή του από το κράτος, το βορειοατλαντικό (ή, και φιλελεύθερο), που αν και ανεξάρτητο παραμένει συντηρητικό, και το βορειοευρωπαϊκό (ή, και δημοκρατικό-συνεργατικό) που υποφέρει (όπως εξάλλου και τα δυο άλλα μοντέλα) από κάθετες ιεραρχίες και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Παράλληλα διαφέρει και από τις αυτοδιαχειριζόμενες δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις στην Ολλανδία και την Ελβετία, με την έννοια, ότι οι τελευταίες είναι αποτέλεσμα μακρόχρονων κοινωνικών διεργασιών, ενώ η νέα ΕΡΤ, που προέκυψε εντός ολίγων ωρών, είναι μέρος ενός κινήματος διαμαρτυρίας υπό καθεστώς διαρκούς εκτάκτου ανάγκης, και ως εκ τούτου ασύγκριτα πιο ριζοσπαστική από τις δυο άλλες.
Σε αντίθεση με τη ΝΕΡΙΤ, που είναι επιμέρους «καλή» στα χαρτιά, αλλά καταστροφή στην πράξη, η νέα ΕΡΤ κάνει κβαντικό άλμα στην πράξη, όχι όμως στα χαρτιά – σε αυτά, παρά τις σοβαρές προσπάθειες, υστερεί ακόμη πολύ. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα, το οποίο θα αντανακλά με νομικούς και πολιτικούς όρους εκείνο που είναι ήδη στη ζωή: ένα μοναδικό σε έκταση και χρόνο πετυχημένο πείραμα αυτοδιαχείρισης.
Και έτι χειρότερα: Τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων και των τριών αριστερών, δεν δείχνουν να καταλαβαίνουν την ιδιαιτερότητα της νέας ΕΡΤ, και αντί να επιδιώκουν τη νομοθετική εδραίωση του πετυχημένου πειράματος, περιορίζονται στην υπεράσπιση του (βελτιωμένου) παλιού status quo. Και το ίδιο θα κάνουν καθόλα τα φαινόμενα και κατά τη συζήτηση της Τετάρτης στην ολομέλεια της Βουλής για την επικύρωση του κλεισίματος της ΕΡΤ.
Έτσι όμως αδικούν μαζί με τη νέα ΕΡΤ και τον εαυτό τους. Επιτρέποντας, έστω και άθελα, στην κυβέρνηση, να μένει ο κύριος του παιχνιδιού. Και να παρουσιάζει ψευδεπίγραφους δημόσιους τηλεοπτικούς σταθμούς – ψευδεπίγραφους, επειδή δεν παράγουν δημόσια αξία – ως αληθινούς.