«Μόνο μην του πείτε ότι μοιάζει με τον Χίτσκοκ». Η επιμελήτρια της έκθεσης του Κριστιάν Μπολτάνσκι, Μαριλένα Β. Καρρά, δεν είναι στ’ αλήθεια ανήσυχη μήπως ενοχληθεί ο «μετρ». Εκείνος τριγυρίζει ανάμεσα στα λευκά υφάσματα που σχηματίζουν μικρές αίθουσες με βλέμματα και χάνεται ανάμεσά τους καθώς θροΐζουν ανάλαφρα με τη βοήθεια τεχνητού αέρα.
Ελέγχει την εγκατάσταση στο υπόγειο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, εξαφανίζεται στο σκοτάδι, εμφανίζεται από μια εντελώς διαφορετική γωνία. Μοιάζει να παίζει, αλλά κοιτάζει αυστηρά, δείχνει να βιάζεται όμως έχει ποζάρει καρτερικά για τη φωτογράφηση.
Παράλληλα, οι χτύποι μιας καρδιάς διαδέχονται αυτούς μιας άλλης και είναι ν’ απορείς τελικά από το ιδιαίτερο σήμα που στέλνει κάθε μια τους. Τον τόσο διαφορετικό, ιδιοσυγκρασιακό ήχο που παράγει η καρδιά από άνθρωπο σε άνθρωπο ακριβώς όπως συμβαίνει με την μοναδικότητα των δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Ολοι τους θα αποθηκευτούν στην αρχειοθετημένη «βιβλιοθήκη» χτύπων καρδιάς μαζί με τους δεκάδες χιλιάδες υπάρχοντες στο νησί της Ιαπωνίας όπου ο Μπολτάνσκι έχει εγκαταστήσει το πρωτότυπο έργο του.
Οι χτύποι συνοδεύουν τα μεγεθυσμένα βλέμματα των Αθηναίων, των εθελοντών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Στέγης το καλοκαίρι που μας πέρασε και έδωσαν τις φωτογραφίες τους. Πενήντα ζευγάρια μάτια που κοιτούν σοβαρά, σχεδόν ανέκφραστα και δεν διακρίνεις κάποιο συναίσθημα μέσα τους. «Μην ψάχνετε διαφορές στα βλέμματα, οι περισσότερες φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν είναι διαβατηρίου» με προσγειώνει απότομα ο Μπολτάνσκι όταν ρωτάω με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε για τους εικονιζόμενους είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους. Ή ότι είναι σαν πνεύματα, σαν φαντάσματα» εξηγεί ο Μπολτάνσκι. «Οι νεκροζώντανοι της κρίσης;» θα αναρωτηθώ.
Παράλληλα όμως είναι τόσο εύθραυστος, τόσο απειροελάχιστος. Μετά από δυο, τρεις γενιές εξαφανιζόμαστε εντελώς, δεν μένει κανένα ίχνος μας». Το δικό του σίγουρα θα μείνει λίγο παραπάνω. Αν κρίνει κανείς από το τη θέση που κατέχει στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης, με τα μνημειώδη όσο και μνημειακάinstallationsτου μέσω των οποίων έγινε παγκοσμίως γνωστός τη δεκαετία του ‘70. Αν κρίνει όμως με βάση το ευμέγεθες ηλεκτρονικό ρολόι που σε υποδέχεται στην είσοδο της έκθεσης –τα λεπτά της ζωής του 69χρονου Μπολτάνσκι που τρέχουν ασταμάτητα ακολουθώντας την ιλιγγιώδη ταχύτητα των δευτερολέπτων- νιώθεις ότι αυτή η ταχύτητα κάποια στιγμή θα προσκρούσει σε κάτι το αμετάκλητο.
Ο χρόνος στο ρολόι του Μπολτάνσκι –ή στα μικρότερα που μετρούν τον χρόνο στη ζωή των εργαζομένων της Στέγης και βρίσκονται στον τοίχο στο βάθος της αίθουσας- κάποια στιγμή θα ακινητοποιηθεί. «Ναι, είναι επίσης ένα έργο που θέλει να μιλήσει για τον χρόνο» παραδέχεται. «Περνάει τόσο γρήγορα, τίποτε δεν τον σταματάει. Είναι αδύνατον να αποφύγεις τον θάνατο» λέει με μια σχετική ευθυμία. «Όπως και να στοχάζεσαι πάνω σε αυτόν. Τα ερωτήματα από τις απαρχές του χρόνου ήταν πάντα τα ίδια. Η αναζήτηση του θεού, η ενοχή, ο θάνατος. Το σεξ». Το μόνο που δεν διακρίνεται στο έργο του δηλαδή, εν γένει. «Δυστυχώς όχι, αυτό το κρατάω για τη ζωή μου!» γελάει δυνατά.
Βρήκε άραγε πουθενά τις απαντήσεις; «Οσο μεγαλώνω τόσο καλύτερα αισθάνομαι. Η τέχνη είναι σαν ψυχανάλυση. Το να μιλάς, το να δημιουργείς εν προκειμένω, σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα. Πλέον δεν φοβάμαι τόσο να πεθάνω. Ως καλλιτέχνης όμως δεν είμαι εδώ για να δώσω τις απαντήσεις, αλλά για να θέσω τα ερωτήματα. Στους Αθηναίους που θα έρθουν να δουν το έργο μου θα ήθελα να τους μεταδώσω κάποιο συναίσθημα, να τους προκαλέσω να κάνουν ερωτήσεις, να σκεφτούν πόσο μικρή είναι η ζωή. Ο καθένας ας βρει τη δική του απάντηση. Ισως είμαι πολύ κακός καλλιτέχνης αλλά θέλω η δουλειά μου να μιλάει στον κόσμο. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να προκαλώ συναισθήματα σε έναν άνθρωπο που δεν είναι ειδήμων της τέχνης. Η τέχνη μου είναι απλή, άμεση. Υπάρχουν καλλιτέχνες που είναι εξαιρετικοί αλλά μόνο οι ειδικοί μπορούν να τους καταλάβουν. Εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία».
«Η κρίση είναι φοβερή αλλά σε είκοσι χρόνια κανείς δεν θα την θυμάται. Το μείζον πρόβλημα είναι η άνοδος του νεοναζισμού. Στη Γερμανία ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία εξαιτίας της κρίσης. Όταν ο κόσμος φοβάται, όταν χάνει τα προνόμιά του θέλει πάντα να ρίξει σε κάποιον την ευθύνη. Εχω την αίσθηση παρ’ όλα αυτά ότι δεν είναι τόσο πολλοί οι νεοναζιστές σας. Ξέρετε, στη Γαλλία δεν τους αποκαλούμε ναζί αλλά μικρούς φασίστες, και αποτελούν το 20% του πληθυσμού. Πιστεύω λοιπόν ότι οι δικοί σας ναζί δεν είναι τόσο επικίνδυνοι όσο οι δικοί μας φασίστες. Γιατί πολύ φοβάμαι ότι το κόμμα των φιλελεύθερων στη Γαλλία θα συνεργαστεί με το κόμμα των φασιστών. Οι δικοί σας ναζί φαίνονται τρελοί οπότε είναι αδιανόητο ότι θα συνεργαζόταν μαζί τους ένα φιλελεύθερο κόμμα». Έτσι δεν είναι;