Το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα, σημειώνει η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» επετεύχθη με δυσκολία το φθινόπωρο του 2012, καθώς το Eurogroup κατόρθωσε με πληθώρα ακροβασιών να καταστήσει και πάλι βιώσιμο το ελληνικό χρέος, ώστε να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η χώρα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της. Από την πλευρά του το ΔΝΤ έθεσε, ως όρο για τη συμμετοχή του, μια ακριβή οριοθέτηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμενόταν ότι έως το 2020 το ελληνικό χρέος θα μειωθεί στο 124% του ΑΕΠ και έως το 2022 και ‘κάτω από’ το 110%. Αμέσως όμως μετά τη διατύπωση αυτών των εκτιμήσεων, άρχισαν να εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την ρεαλιστικότητα αυτών των στόχων, τη στιγμή που το χρέος της χώρας βρίσκεται στο επίπεδο του 170% του ΑΕΠ. Η έμμεση απάντηση σε αυτό βρίσκεται στα ψιλά γράμματα της συμφωνίας, καθώς τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να φροντίζουν από το 2015 και εξής για την επίτευξη των στόχων και συνεπώς, ανέλαβαν την υποχρέωση να κλείνουν τις όποιες μελλοντικές τρύπες σχετίζονται με την Ελλάδα.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, φάνηκε στο μεταξύ τι ακριβώς σημαίνει αυτό, καθώς η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο πρόγραμμα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της κενών, που υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Μετά το 2014 είναι απαραίτητες περαιτέρω ελαφρύνσεις του χρέους της τάξης άνω του 4 και 3,5% του ΑΕΠ, ποσό που μεταφράζεται σε 12 δισ. ευρώ. Με αυτά ως αριθμητικά δεδομένα, θα ήταν αναπόφευκτο ένα συμβατικό κούρεμα χρέους για την επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους και αυτό το νέο κούρεμα θα ήταν πιο επώδυνο από το προηγούμενο, καθώς θα επιβάρυνε τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Με αυτήν την εξέλιξη, ο μύθος ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της μέσω καλύτερων επιτοκίων και ότι το πρόγραμμα χρηματοδότησής της θα ήταν μια καλή συμφωνία για τη Γερμανία, θα είχε οριστικά καταρριφθεί.
Αυτός είναι για το συντάκτη και ο λόγος για τον οποίο ο γερμανός υπουργός οικονομικών θέλει να αποφύγει πάση θυσία ένα τέτοιο κούρεμα χρέους. Και γι’ αυτό και το απέκλεισε επίμονα ως ενδεχόμενο στο Eurogroup. O επικεφαλής του μόνιμου ευρωπαϊκού ταμείου στήριξης ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σημείωσε από την πλευρά του ότι οι στόχοι που συμφωνήθηκαν πριν από ένα χρόνο σχετικά με την αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους δεν έχουν κανένα νόημα, καθώς η ανθεκτικότητά τους δε μετριέται μόνον σε συγκεκριμένες αναλογίες χρέους προς ΑΕΠ, αλλά και σε όρους χρηματοδότησης. Αλλά αυτοί οι όροι μετριάστηκαν τόσο πολύ από το Eurogroup, ώστε να ισοδυναμούν με ένα είδος κουρέματος χρέους. Πρακτικά, ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκύνθηκε και φτάνει κατά μέσο όρο τα 30 έτη, τα επιτόκια δανεισμού διαμορφώνονται σε επίπεδα κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τα επιτόκια των αγορών. Για τον Ρέγκλινγκ αυτό σημαίνει ότι όποιος απολαμβάνει τόσο συμφέροντες όρους δανεισμού, το χρέος του είναι ήδη εξ ορισμού βιώσιμο και το επιχείρημα του επικεφαλής του ESM έγκειται στο ότι το κούρεμα χρέους βρίσκεται ήδη εν πλήρη ισχύ και το γεγονός ότι είναι λιγότερο ορατό στον φορολογούμενο από ένα “κλασικό” κούρεμα χρέους δεν απασχολεί κανέναν από τους εμπλεκομένους. Και όντως: όσο χαμηλότερα τα επιτόκια δανεισμού και όσο μακρύτερος ο χρόνος αποπληρωμής, τόσο πιο βιώσιμο το χρέος (ιδιαίτερα υπό παρόμοιες συνθήκες).
Παρ’ όλα αυτά, το να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι στόχοι του προηγούμενου φθινοπώρου είναι άνευ νοήματος, αντιτείνει ο συντάκτης, είναι κάπως αλαζονικό. Και αυτό γιατί η επιχειρηματολογία του Ρέγκλινγκ παραβλέπει ότι το σημερινό δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλό και ότι ο καλύτερος δρόμος για την αποκλιμάκωσή του είναι το να τίθενται συγκεκριμένοι στόχοι που συμβαδίζουν και με τη λογική της σταθεροποίησης. Δεύτερον, διακρίνεται από πλευρά του επικεφαλής του ESM μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της βιωσιμότητας του χρέους με τρόπο που ανταποκρίνεται μόνον στις επιθυμίες των πολιτικών πιστωτών, συγκαλύπτει το δράμα της ελληνικής υπερχρέωσης και μεταθέτει πολύ μακριά στο μέλλον μία λύση του προβλήματος. Τρίτον, υπαινίσσεται μια πρόταση προς τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν της συμφωνίας τους με το ΔΝΤ, προτρέποντάς τα κατ’ ουσίαν στο να τη διαρρήξουν.
Το δημοσίευμα καταλήγει με την επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία του Ρέγκλινγκ θα φέρει τη νέα γερμανική κυβέρνηση ενώπιον ενός διλήμματος, καθώς θα πρέπει να αποφασίσει πιο τμήμα του (μέχρι στιγμής ισχύοντος) δόγματος του Βερολίνου θα θελήσει να εγκαταλείψει. Στην περίπτωση απόσυρσης του ΔΝΤ, χάνεται ένας σύμμαχος στις προσπάθειες ανάσχεσης της κρίσης στα κράτη που πλήττονται μέσω της διαρκούς λιτότητας. Ένα κούρεμα χρέους παρά τις αντίθετες προεκλογικές υποσχέσεις του μεγαλύτερου κόμματος του συνασπισμού, θα συνεπάγεται την μόνιμη απώλεια αξιοπιστίας, ενώ θα πρέπει να δοθούν εξηγήσεις για το τεράστιο κόστος και στους φορολογούμενους. Εκείνο που επισημαίνεται καταληκτικά είναι ότι, ίσως η ομολογία για την αποτυχία να καθυστερήσει λίγο ακόμη αν ακολουθηθεί ο δρόμος που υποδεικνύεται από πλευράς Ρέγκλινγκ, αλλά δεν πρόκειται να αποφευχθεί τελικώς.