Χρειάζεται, πιστεύω, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό αποφάσεων, ειδήσεων και σχολίων, και των συγχύσεων που αναγκαστικά δημιουργούνται στην κοινή γνώμη, να γίνει μια προσπάθεια αποσαφήνισης της καλούμενης «ποινικής ασυλίας» που απολαμβάνουν οι βουλευτές. Διότι εκεί ελλοχεύουν, κατά τη γνώμη μου, σοβαρές παρανοήσεις και βρίσκουν έρεισμα συμπεριφορές υβριστικές ως και εγκληματικές.
Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι οι βουλευτές δεν έχουν και δεν είχαν ποτέ ποινική ασυλία, γενικά, για τις αξιόποινες πράξεις που διαπράττουν. Είναι ποινικά υπεύθυνοι και οφείλουν να λογοδοτούν στη Δικαιοσύνη, όπως όλοι οι κάτοικοι τούτης της επικράτειας, για ό,τι κάνουν και είναι κολάσιμο ποινικά, πταίσμα ή κακούργημα. Η ιδιότητα του βουλευτή δεν τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να υπόκεινται στον νόμο και να λογοδοτούν, να δικάζονται και να τιμωρούνται όταν τον παραβιάζουν.
Μόνο για ένα πράγμα είναι απολύτως ποινικά ανεύθυνοι: για ό,τι πουν και ό,τι ψηφίσουν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Το ποινικά ανεύθυνο (ή η ποινική ασυλία όπως καταχρηστικά λέγεται) ισχύει άρα μόνον για ψήφο ή γνώμη που έδωσε ο βουλευτής, και μόνον ενώ ασκεί και εφόσον ασκεί τα βουλευτικά του καθήκοντα. Σε αυτήν και μόνον την περίπτωση έχουν το ποινικά ανεύθυνο και δεν μπορούν να διωχτούν ούτε βέβαια να καταδικαστούν, ακόμη και αν έχουν διαπράξει το αδίκημα της εξύβρισης ή ακόμη και της συκοφαντικής δυσφήμησης, υπό προϋποθέσεις που προβλέπει το Σύνταγμα. Αλλά και εκεί υπάρχει ένα όριο: το παραπάνω προνόμιο ισχύει, κατά το Σύνταγμα, μόνον για την άσκηση και «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Οχι π.χ. όταν κυκλοφορούν στον δρόμο και υβρίζουν, λόγω ή έργω, οργανωμένα ή ανοργάνωτα, περαστικούς ή δημοσιογράφους ή συναθροισμένους ή μικροπωλητές, αλλοδαπούς ή Ελληνες. Για αυτές τους τις εξυβρίσεις είναι ποινικά υπόλογοι.
Το ανεύθυνο των βουλευτών θα πρέπει ωστόσο να το διακρίνουμε από το ποινικά ακαταδίωκτο ή κοινοβουλευτικό απαραβίαστο του βουλευτή. Αυτό δηλώνει ότι ενώ οι βουλευτές είναι ποινικά υπεύθυνοι και υπόλογοι για όλες τις αξιόποινες πράξεις τους, εντούτοις δεν διώκονται για αυτές, δεν συλλαμβάνονται, δεν κρατούνται προσωρινά ούτε φυλακίζονται παρά μόνον έπειτα από άδεια της Βουλής, με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Η εξάρτηση της ποινικής δίωξης από την άδεια της Βουλής έχει ωστόσο περιορισμένο χαρακτήρα και ειδικό σκοπό: αποσκοπεί στο να διακριβωθεί, αποκλειστικά και μόνον, μήπως η σύλληψη ή η ποινική δίωξη είναι καταχρηστική. Και είναι τέτοια όταν έχει ή υποκρύπτει πολιτικά κίνητρα ή αποσκοπεί στο να εκφοβίσει τον βουλευτή με την απειλή ποινικής δίωξης ή στο να τον παρεμποδίσει να συμμετάσχει σε κρίσιμες και αμφίρροπες ψηφοφορίες, και γενικά να επιτελεί κανονικά τα καθήκοντά του. Δεν εξαρτάται δηλαδή η χορήγηση της άδειας από τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης ή από την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Δεν δικαιούται εξάλλου να υπεισέλθει η Βουλή στην ποινική ουσία της δίωξης ούτε μπορεί να υποκαταστήσει τον δικαστή στην κρίση του. Η Βουλή οφείλει να παρέχει άρα κατά κανόνα την άδεια, εκτός και αν διαπιστώσει πως η δίωξη είναι καταχρηστική.
Δυστυχώς, η κοινοβουλευτική πρακτική στη χώρα μας εφάρμοσε ως κανόνα αυτό που έπρεπε να είναι η εξαίρεση: τη μη χορήγηση κατά κανόνα άδειας, και έτσι δημιούργησε την εντύπωση και σε πολλούς την πεποίθηση ότι οι βουλευτές έχουν γενικά το ποινικά ακαταδίωκτο. Η κάκιστη αυτή κοινοβουλευτική πρακτική έβλαψε, φυσικά, ανεπανόρθωτα το κύρος του βουλευτή και συνέβαλε και αυτή στην απαξίωση της εικόνας του ελληνικού Κοινοβουλίου. Αυτή η εντύπωση είναι που όπλισε, κατά τη γνώμη μου, τους βουλευτές της ΧΑ με αυτό το απύθμενο θράσος και τους οδήγησε σε συμπεριφορές βίαιες, περιφρονητικές και απαξιωτικές του Κοινοβουλίου.
Η ύβρις ωστόσο που έδειξαν απέναντι στο Κοινοβούλιο τους τύφλωσε και δεν τους επέτρεψε να εκτιμήσουν σωστά ότι κατά το Σύνταγμα το ακαταδίωκτο δεν ισχύει για τα αυτόφωρα κακουργήματα. Δεν πρόσεξαν, όσο έπρεπε, ότι η συνειδητή ένταξή τους σε οργάνωση, σε πυρήνα π.χ. τριών και περισσοτέρων ατόμων, με σκοπό τη διάπραξη ορισμένων εγκλημάτων συνιστά εγκληματική ομάδα και μάλιστα έγκλημα διαρκές. Και, τέλος, ούτε ότι δεν καλύπτονται για τις παράνομες πράξεις τους, από το γεγονός ότι αποτελούν ή ανήκουν σε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Ούτε ότι δεν είναι ανάγκη να χαρακτηριστεί προηγουμένως το κόμμα τους εγκληματική οργάνωση ή να τεθεί εκτός νόμου για να διωχθούν ποινικά. Η ύβρις και η ημιμάθεια τους έκαψαν, έσωσαν, ενδεχομένως, ας το ελπίζουμε, την Πολιτεία.
Η Βουλή μπορεί, πάντως, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, να λειτουργεί κανονικά, με βάση σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής, με βουλευτές που βρίσκονται στη φυλακή ή είναι υπόδικοι. Ως υπόδικοι και προσωρινά κρατούμενοι δεν χάνουν ως την τελεσίδικη καταδίκη τους τη βουλευτική τους ιδιότητα.
Δεν τιμά βέβαια τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό η θλιβερή αυτή εικόνα. Είναι και αυτό όμως ένα σύμπτωμα, το πιο χαρακτηριστικό και το πιο απεχθές, μιας ανείπωτης και ατέλειωτης κρίσης, κρίσης αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Είναι ευτύχημα, ωστόσο, ότι απέναντι στο καταρρακωμένο πολιτικό σύστημα και στο καταρρέον κομματικό, και δίπλα στο τραυματισμένο θανάσιμα, ανήμπορο Κοινοβούλιο, στέκεται ακόμη, όσο στέκεται, η δικαστική εξουσία. Στις αποφάσεις και κρίσεις της έχει εναποθέσει η αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία πολλές από τις ελπίδες της. Το τελευταίο φρούριο που της απέμεινε, παρ’ όλα τα ελλείμματα αξιοπιστίας που και αυτή τη βαραίνουν. Ας την αφήσουμε, όμως, ανεπηρέαστη και ήσυχη. Ας της δείξουμε στοιχειώδη εμπιστοσύνη. Το έχει ανάγκη, το έχουμε ανάγκη. Ο σεβασμός στη νομιμότητα και το Σύνταγμα είναι τα όπλα της. Οπλα ισχυρά, ανθεκτικά, τα μόνα αδέκαστα και για όλους μας τα μόνα αξιόπιστα. Το κράτος δικαίου μπορεί να στηρίξει, τελικά, την αντιπροσωπευτική μας Δημοκρατία, τουλάχιστον για να σταθεί λίγο στα πόδια της.
Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ