Τα καφενεία της Ελλάδας
Μετάφραση στα αγγλικά Ελένη Πουλάκου
Εκδόσεις Κοιλάδα Λευκών ΑΕ, 2013,
σελ. 256, τιμή 33 ευρώ
Ο παππούς Τάκης και η γιαγιά Ευρυδίκη ήταν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που μπορώ να θυμηθώ. Ερωτευμένοι στα νιάτα τους, ήταν στα γεράματά τους έμπιστοι φίλοι. Ενα μονάχα τους χώριζε: το καφενείο του Μπαλτά. Τα μεσημέρια, την ώρα που εκείνος απόσωνε το φαγητό του, άρχιζε το ίδιο τελετουργικό: ως ανταμοιβή για τη γαστρονομική τέχνη της η γιαγιά του ζητούσε την υπόσχεση ότι δεν θα πάει στο καφενείο. Εκείνος απέφευγε να της τη δώσει και, αν κάποτε την έδινε, ήξεραν και οι δύο πως δεν θα την τηρούσε.
Κάθε απόγευμα αυτός και οι φίλοι του αντάμωναν στο μικρό καφενείο, στέκι από τα νιάτα τους, έξω από την πύλη του φρουρίου του Μεσολογγίου. Η γιαγιά ανησυχούσε, έτσι έλεγε, γιατί ο παππούς είχε αρθριτικά και το μακρύ περπάτημα τον καταπονούσε. Εγώ πάλι δεν καταλάβαινα τότε τι ιδιαίτερο είχε το συγκεκριμένο καφενείο για να γίνεται καθημερινό ζήτημα. Μια παράγκα ήταν, με σιδερένια τραπεζάκια έξω, σχεδόν σύρριζα στον εθνικό δρόμο. Την ιστορία του καφενείου την έμαθα μεγάλη –και δυστυχώς όχι από τον παππού.
Εμαθα για τα μπρίκια, τα τασάκια και τα δοχεία με γλυκό που οι θαμώνες του μαγαζιού έβλεπαν ξαφνικά να ίπτανται στη δεκαετία του 1920, όταν πρωτάνοιξε το καφενείο. Κάποιοι έλεγαν πως ο ανήλικος σερβιτόρος του μαγαζιού, ο Χρήστος Βούρβαχης, είχε τηλεκινητικές ικανότητες. Αλλοι πως το καφενείο ήταν στοιχειωμένο. Παπάδες έκαναν αγιασμούς και πνευματιστές από την Αθήνα κατέφθαναν για επιτόπιες έρευνες. Οταν άκουσα την ιστορία, κατάλαβα πως ήταν η φήμη του καφενείου που τρόμαζε τη γιαγιά και όχι η απόσταση. Σήμερα, το καφενείο δεν τρομάζει και δεν γοητεύει κανέναν. Εχει πάψει από χρόνια να λειτουργεί και στη θέση του βρίσκεται ο αδιάφορος τοπικός σταθμός των ΚΤΕΛ.
Θυμήθηκα το καφενείο του Μπαλτά ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα Τα καφενεία της Ελλάδας (Κοιλάδα Λευκών, 2013), το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Πίττα, κοινωνιολόγου, σχεδιαστή επίπλων, ξενοδόχου στην Πάρο, εκπεφρασμένου θαυμαστή της φύσης και της κουλτούρας του Αιγαίου και ακούραστου περιηγητή. Η έκδοση διασώζει εικόνες και ιστορίες 80 παλιών καφενείων από όλη την Ελλάδα, διαχρονικών τοποσήμων όπως το καφενείο του Πάρβα στη Χώρα της Αμοργού ή το αρχοντικό «Ολύμπια» στο Λιστόν της Κέρκυρας. Καφενεία της ηπειρωτικής και νησιωτικής επαρχίας από τη Θράκη ως την Κρήτη, στέκια παραδοσιακά ανδρικά, όπου ο έλληνας άνδρας, όπως ο παππούς της ιστορίας μου, δήλωνε –και σε πολλές περιπτώσεις δηλώνει ακόμη –την παρουσία του στην κοινωνία. «Χάθηκες από το καφενείο σημαίνει χάθηκες από την πιάτσα, από την κοινωνική ζωή» σημειώνει ο Πίττας. Γι’ αυτό ο κυρ-Τάκης δεν έλεγε να στερηθεί τη βόλτα του στο καφενείο.
Ο Γιώργος Πίττας έχει εκδώσει τα Σημάδια του Αιγαίου (Ποταμός, 2007), την Αθηναϊκή ταβέρνα (Ινδικτος, 2009) και τα Πανηγύρια στο Αιγαίο (Κοιλάδα Λευκών, 2011), αλλά, όπως εξηγεί στην εισαγωγή του, η γνωριμία με τα καφενεία προηγείται. Εκεί ξαπόσταινε στις ερευνητικές περιηγήσεις για τα βιβλία του, εκεί συνέλεγε τις πρώτες πληροφορίες για τον τόπο, εκεί περηφανευόταν στους ντόπιους το βράδυ για τις ανακαλύψεις του και διασταύρωνε τα ευρήματά του, εκεί άκουγε τις ιστορίες τους.
Κατέγραψε περίπου 250 καφενεία, εκ των οποίων στον τόμο παρουσιάζει το ένα τρίτο. Αναγκαία συνθήκη επιλογής: να σερβίρουν καφέ ελληνικό και να μην κοστίζει πάνω από 1,5 ευρώ. Τα καφενεία που μνημειώνονται μέσα από τη φωτογραφική αναπαράσταση και την αφήγηση είναι ως επί το πλείστον λαϊκά, επαρχιακά, πολλά από αυτά σε νησιά της άγονης γραμμής και στις εσχατιές της Ελλάδας, με υπέργηρους καφετζήδες, πολύχρωμα, ταπεινά και μαζί φανταχτερά, όπου συνωστίζονται ετερόκλητα αντικείμενα: μπρίκια, δίσκοι και σύνεργα της δουλειάς, παλιά μπουκάλια, χαλασμένα ραδιόφωνα, βαζάκια με πλαστικά λουλούδια, διαφημιστικές αφίσες του ’50 και του ’60 για ποτά και τσιγάρα, φωτογραφίες από γλέντια, αναμνηστικά δώρα περαστικών πελατών, μια διακόσμηση αυθόρμητη και μοναδική. Πού και πού εμφανίζεται στον τόμο ένα καφενείο με την κοσμοπολίτικη αριστοκρατική αίγλη μιας άλλης εποχής, όπως το «Μεγάλο καφενείο» στην Τρίπολη και ο «Ερμής» στη Μυτιλήνη, μάλλον ως εξαίρεση που υπογραμμίζει τον κανόνα.
Μέσα στην πολυφωνία των καφενείων αναζητούμε τα κοινά χαρακτηριστικά: Βρίσκονται όλα τους σε ισόγειους χώρους βαμμένους με ζωηρά χρώματα, πολύ συχνά με γαλαζοπράσινες λαδομπογιές. Εχουν μεγάλα παράθυρα, ξύλινα τραπέζια και καρέκλες με ψάθα. Ενας πάγκος, το τεζιάκι, χωρίζει τον δημόσιο χώρο των θαμώνων από τον ιδιωτικό χώρο της κουζίνας, μια σόμπα με μπουρί στο κέντρο του μαγαζιού ζεσταίνει τους πελάτες τον χειμώνα, στους τοίχους ένας καθρέφτης και χάρτες, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, ζωγραφιές ντόπιων καλλιτεχνών, ένας μαυροπίνακας με τον τιμοκατάλογο του μαγαζιού.
Η χρήση και το είδος του καφενείου διαφοροποιούν τη διακόσμηση αλλά και τα προσφερόμενα ποτά και εδέσματα. Στα καφενεία στα λιμάνια και στους σταθμούς λεωφορείων φαρδείς πάγκοι προσφέρονται για έναν σύντομο ύπνο, αλλού οπωροκηπευτικά από το περιβόλι του καφετζή και τοπικά προϊόντα διατίθενται προς πώληση, αλλού το καφενείο είναι μαζί παντοπωλείο, κρεοπωλείο, πρακτορείο εισιτηρίων, ψιλικατζίδικο, τσαγκάρικο. Τα δημοφιλή κουρεία-καφενεία της Τουρκοκρατίας έχουν εκλείψει, υπάρχει όμως ένα καφενείο-ραφείο στο Σπήλι της Ρεθύμνης.
Το ευρύχωρο «Πανελλήνιον» στην Αμφισσα, με τη μοναδική θεατρική σκηνή του, ήταν επίσης κέντρο θεαμάτων και φιλοξένησε από το 1936 στο σανίδι του οπερέτες, δράματα και επιθεωρήσεις –εκεί κινηματογράφησε και μια θαυμάσια σκηνή του «Θιάσου» ο Αγγελόπουλος. Οσα έχουν διπλή λειτουργία αντικρίζουν το μέλλον με αισιόδοξες προοπτικές, όπως το καφενείο-ζαχαροπλαστείο «Αριστον» στην Κω, που διατηρείται ακμαίο από το 1952 χάρη στα σμυρναίικα γλυκά του.
Πολιτική, ποδόσφαιρο και Ιστορία
Ξεθωριασμένες φωτογραφίες βασιλιάδων, πρωθυπουργών και βουλευτών στους τοίχους μαρτυρούν τις πολιτικές προτιμήσεις κάθε τόπου και τις ιστορικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Στην Πάτμο αποκτάς μια ζωντανή εικόνα του μεταναστευτικού κύματος του πρώτου μισού του 20ού αιώνα κοιτώντας μονάχα την επιγραφή του καφενείου «Houston», στη Σκάλα της Πάτμου, γραμμένη στα εγγλέζικα γιατί εκεί είχε ζήσει πέντε δεκαετίες μετανάστης ο παππούς της ιδιοκτήτριας.
Δεν μπορείς να μη σκεφτείς το γλωσσικό ζήτημα και τους αγώνες για τη γλώσσα στην εκπαίδευση και τη χρήση της στη λογοτεχνία στο καφενείο του Φορλίδα στον Λαύκο του Πηλίου, που λειτουργεί από το 1785 και έχει τρατάρει καφέ και κρασάκι στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, καθ’ οδόν από τη Σκιάθο, στον παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο, διευθυντή στις αρχές του 20ού αιώνα στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, στον Κώστα Βάρναλη, γυμνασιάρχη τότε στην Αργαλαστή. Στο καφενείο του Σκουλά στα Ανώγεια της Κρήτης, φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων στους τοίχους αφηγούνται την ιστορία της Αντίστασης στο νησί και ο 85χρονος Μίχαλος Σκουλάς συμπληρώνει τα κενά διηγούμενος τη δική του συμμετοχή και τις προσωπικές του αναμνήσεις.
Καφές σημαίνει εφημερίδα, τσιγάρο, απομόνωση και περισυλλογή. Το πρώτο βήμα κοινωνικοποίησης είναι τα τυχερά παιχνίδια: τάβλι και χαρτιά. Ακολουθούν ρακές, μεζέδες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουτσομπολιά και η πελατεία του μαγαζιού μετατρέπεται σε μια παρέα. Πολιτική και ποδόσφαιρο είναι τα κύρια θέματα συζήτησης σε αυτά τα άβατα ανδρών. Σε περίοπτη θέση η τηλεόραση ανοιχτή όποτε έχει αγώνες. Ο μπαρμπα-Μιχάλης Μοίρας, στο καφενείο του κάτω από το ιστορικό κτίριο της Δημαρχίας στην Αίγινα, θυμάται τα δικά του ποδοσφαιρικά κατορθώματα ως παίκτη του Σαρωνικού, ενώ στα «Σαρανταυγά» στο Ηράκλειο, το καφενείο με την πιο χαριτωμένη επιγραφή που είδα στον τόμο, το κασκόλ του ΟΦΗ δεσπόζει στο κατάστημα.
Με θλίψη ο Γιώργος Πίττας παρατηρεί ότι πολλά από τα καφενεία του τόμου σύντομα θα εκλείψουν. Τα χωριά ερημώνουν, οι γέροντες πελάτες και ιδιοκτήτες πεθαίνουν και μαζί τους σβήνουν πυρήνες πολιτισμού μιας άλλης εποχής, «χώροι κοινωνικότητας, με όλους τους συμβολισμούς και τους μυστικούς κώδικες, που αποτελούσαν σημαντικό θεσμό των τοπικών κοινωνιών και μάρτυρες μιας εποχής όπου «των Ελλήνων οι κοινότητες» διαμόρφωναν την ιδιαίτερή τους ταυτότητα». Αν νομίζουμε ότι το παραδοσιακό καφενείο έχει αναβιώσει την τελευταία δεκαετία στα καταστήματα όπου η ρακή συναντιέται με τον καπουτσίνο και το παραδοσιακό κεφτεδάκι με τη ρόκα-παρμεζάνα, γελιόμαστε. Το αυθεντικό ελληνικό καφενείο, όπως εικονίζεται και περιγράφεται στον τόμο, είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Επιχείρηση που αντέχει στην κρίση
Ο τόμος διασώζει, στα ελληνικά και στα αγγλικά, ένα βραχύ ίχνος της λειτουργίας ορισμένων από τα καφενεία που παρουσιάζει στην ελληνική κοινωνία και της συμβολής τους στην τοπική και στην εθνική ιστορία. Για τους μεγαλυτέρους οι φωτογραφίες είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι μνήμης. Ο καθένας θα εντοπίσει ένα καφενείο συνδεδεμένο με αγαπημένες μνήμες νεανικών διακοπών και ώριμων εξερευνήσεων.
Ο τόμος διασώζει, στα ελληνικά και στα αγγλικά, ένα βραχύ ίχνος της λειτουργίας ορισμένων από τα καφενεία που παρουσιάζει στην ελληνική κοινωνία και της συμβολής τους στην τοπική και στην εθνική ιστορία. Για τους μεγαλυτέρους οι φωτογραφίες είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι μνήμης. Ο καθένας θα εντοπίσει ένα καφενείο συνδεδεμένο με αγαπημένες μνήμες νεανικών διακοπών και ώριμων εξερευνήσεων.
Για τους νεοτέρους τα σημειώματα στην αρχή του τόμου για την καταγωγή των καφενείων, τα είδη και τη λειτουργία τους, οι πληροφορίες για τον ελληνικό καφέ και την παρασκευή του, για το ούζο, την μπίρα και τους ελληνικούς μεζέδες που συνοδεύουν τα ποτά, μαζί με το τσιγάρο και το τάβλι, συνιστούν μια χρήσιμη εισαγωγή στην κουλτούρα του καφενείου που αξίζει να μελετηθεί συστηματικά, μια και το καφενείο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής ταυτότητας, τόσο στο επίπεδο της ατομικής ύπαρξης όσο και σε επίπεδο συλλογικό. Αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας: το καφενείο, κυρίως στη σύγχρονη εκδοχή της νεανικής καφετέριας ή του θεματικού καφέ, είναι η επιχείρηση που αντέχει και σε πολλές περιπτώσεις ακμάζει στα τελευταία δύσκολα χρόνια της κρίσης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ